Από την Ύδρα ως το Λος Άντζελες με μια ανθισμένη φραγκοσυκιά στην καρδιά

Τον Παναγιώτη Ράππα τον γνώρισα σ’ ένα φιλικό σπίτι. Μιλούσε λιγότερο απ’ όλους. Κάποια στιγμή ένας της παρέας είπε: «αυτός έχει κάνει σπουδαία πράγματα, μην κοιτάτε που δε μιλάει» δείχνοντάς τον. Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε, τότε ο Παναγιώτης θυμήθηκε πως είχε να τελειώσει μιαν επείγουσα  δουλειά και σηκώθηκε γρήγορα από το τραπέζι. Αργότερα βρεθήκαμε στο σπίτι του στα Υδραίικα του Πειραιά. Ένα σπίτι που δε βλέπει τη θάλασσα, αλλά ακούει την ανάσα της.

 

Πιστεύω πως καμιά φορά μια λέξη, μια εικόνα, μια κίνηση, έστω και απερίσκεπτη,  μπορεί να καθορίσει, χωρίς να το υποψιαστούμε τη ζωή μας. Που μπορεί να είναι μια δέσμη από το φως του ήλιου που κατάφερε να περάσει μέσα από τα πυκνά σύννεφα μιας καταιγίδας και χαϊδεύει παιγνιδιάρικα τα σπίτια στον Κάβο. Ή το ανέμελο πέταγμα ενός γλάρου που φεύγει ή έρχεται όποτε αισθανθεί την ανάγκη. Ή ένα χαλί που φτιάχνεται κόμπο-κόμπο σ’ ένα από τα δωμάτια του σπιτιού και σε κρατάει σε αγωνία για τα σχήματα και τα χρώματα που, εν καιρώ, θα σου αποκαλύψει.

Ένα χαλί; Ναι. Και όχι απαραίτητα ιπτάμενο. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που πάντα, ένα του δωμάτιο, ήταν εργαστήρι της μητέρας μου. Συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα φτιάχνοντας περσικά χαλιά. Πάνω σε αυτά άρχισα να παρατηρώ τα παιγνίδια της γραμμής με το χρώμα. Πάνω σ’ αυτά έκανα και τα πρώτα μου φανταστικά ταξίδια σε πόλεις μακρινές όπως η Μπουχάρα ή το Ισφαχάν. Και παράξενο ό,τι μου έμεινε από αυτή την ανέμελη γεμάτη θαύματα εποχή στην Ύδρα, είναι ένα απ’ αυτά τα χαλιά που πάνω του μεγάλωσε παίζοντας και ο γιός μου. Η μόνη πιστοποίηση ότι όλα αυτά υπήρξαν και δεν τα γέννησε η φαντασία μου που αρέσκεται ούτως ή άλλως να ταξιδεύει.

           

Ξέρουμε ότι η Ύδρα (όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα) κατοικείται εδώ και πολλούς αιώνες από Αλβανούς που έγιναν στη γλώσσα μας Αρβανίτες. Σίγουρα θεωρούνται πλέον Έλληνες και δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους εκτός από τη γλώσσα που όσο πάει κι αυτή περιορίζεται. Όμως στην Ύδρα υπάρχει το Ζάστανι για να θυμίζει τα σκληρά έθιμα των παλαιών Αλβανών. Άραγε να είναι μόνο μύθος;  Δεν πιστεύω ότι έριξαν ποτέ οι Υδραίοι αρβανίτες τους γονείς τους απ’ το Ζάστανι. Ο βραχώδης όγκος του Ζάστανι βέβαια, δημιουργεί τόσο έντονη εντύπωση και δέος σ’ όποιον περνάει από την θάλασσα, που βρέχει χειμώνα καλοκαίρι την βάση του, που η φαντασία αρχίζει τα παιγνίδια… Κάποιος λοιπόν με ταλέντο στην αφήγηση, σκάρωσε την ιστορία για να υπενθυμίσει στους νεότερους την υποχρέωση να προστατεύουν και να σέβονται τους ηλικιωμένους. Ο πυρήνας της οικογένειας βρίσκεται πολύ ψηλά στον αξιακό κώδικα των αρβανιτών για να πετάνε ηλικιωμένους στο γκρεμό. Άλλωστε εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα τον 15ο αιώνα ως πολίτες της υπό κατάρρευση Βυζαντινής αυτοκρατορίας των Παλαιολόγων, δηλαδή ως ρωμιοί. Και μια τέτοια ακραία στάση μάλλον δεν ταιριάζει σε μια κοινωνία βαθειά θρησκευόμενη.

Τώρα το θέμα της καταγωγής των αρβανιτών είναι πεδίο μιας μεγάλης αντιπαράθεσης που συχνά γίνεται μόνο για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες, χωρίς καλοπροαίρετη διάθεση ή με επιστημονική προσέγγιση. Άλλωστε και οι υπόλοιποι Έλληνες όπως και όλοι οι Ευρωπαίοι, στην ίδια λογική, ως ινδοευρωπαίοι υπήρξαν κάποτε ινδοί ή κατά τις πιο μοντέρνες προσεγγίσεις της ανθρωπολογίας όλοι ξεκινήσαμε  από την Αφρική.  

Αυτό που θα ήθελα να σημειώσω εδώ είναι ότι οι Αλβανοί που, ειρήσθω εν παρόδω δεν ονομάζουν εαυτούς Αλβανούς,  είναι ο μόνος γειτονικός λαός με τον οποίο έχουμε ζήσει περισσότερο από 3.000 χρόνια μαζί, κάναμε πολλούς πολέμους και από την ίδια πλευρά και από απέναντι, οι αρχαίοι Έλληνες τους θεωρούσαν δικό τους φύλλο «μη βάρβαρο», έπαιρναν μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες και Πατριάρχη τους θεωρούσαν τον γιό του Κάδμου του βασιλιά της Θήβας. Τους πήρε μαζί του ο Αλέξανδρος και πολέμησαν παντού στο πλευρό του. Η μόνη σημαντική ίσως διαφορά που έχει επέλθει από τότε και καθορίσει εν μέρει τα πράγματα στις μεταξύ μας σχέσεις, είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς ασπάστηκαν τον Μωαμεθανισμό και άρα «διαφοροποιηθήκαμε». Εξακολουθούν όμως μέχρι σήμερα να έχουν σημαία τους την Βυζαντινή, γιατί αυτό είναι τελικά τα βαλκάνια: μια ανεξήγητη τρέλα γεμάτη παραδοξολογίες και αντιφάσεις. Στενοκεφαλιά και από τις δύο πλευρές συχνά δυσκολεύει την επικοινωνία, αλλά μιας και έχω επισκεφτεί την χώρα δυο φορές επίσημα προσκεκλημένος, μπορώ να μαρτυρήσω με παρρησία ότι είναι άνθρωποι το ίδιο ζεστοί και φιλόξενοι όσο εμείς και η μεγάλη τους πλειοψηφία μας βλέπει σαν φίλους.

 

Πώς αισθάνεται ένα παιδί μεγαλώνοντας στην Ύδρα της δεκαετίας του ’60 ανάμεσα σε ανθρώπους  όπως τους γνωρίσαμε στο Κορίτσι με τα μαύρα και ταυτόχρονα να βλέπει να ζωγραφίζει το σπίτι του ο Τέτσης ή να το φωτογραφίζει ο Κακογιάννης ή ο Μάρος και να σκοντάφτει πάνω στο Λ. Κοέν; Όπως κάθε παιδί που μεγαλώνει σ’ ένα νησί και μαθαίνει από μικρό, ότι την ελαφράδα του καλοκαιριού θα την διαδεχτεί η γεμάτη ένταση σιωπή του χειμώνα. Ασκείται να διακρίνει από μικρό, τις ακραίες εναλλαγές και του καιρού και της ψυχής των ανθρώπων. Και φτάνει, μέσα από την παρατήρηση, στην διαπίστωση ότι τα αντίθετα βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης. Το ένα ορίζεται με ακρίβεια μόνο μέσα από το άλλο. Το κοσμοπολίτικο στοιχείο συνυπάρχει με μια κλειστή κοινωνία που κρύβει τα μυστικά και τα πάθη της και έχει μάθει να τα υποφέρει βουβά. Οι επώνυμοι πάλι είναι κι αυτοί επιβάτες στο ίδιο καράβι: Τον ένα τον συναντάς στο Bill’s Bar ή τον Πειρατή και αλλάζεις μερικές κουβέντες για τον καιρό πίνοντας ένα ποτό, τον άλλο στον μανάβη και κάνεις ασκήσεις στα αρβανίτικα ψάχνοντας να βρεις πως λέγεται σ’ αυτά το κουνουπίδι…

Μπαίνοντας στο λιμάνι της Ύδρας βλέπει κανείς αριστερά τα κανόνια, μπροστά την αυστηρή αρχιτεκτονική των σπιτιών, στο βάθος τα γυμνά βουνά, και πίσω του έχει τη θάλασσα. Είναι ένας τόπος (για τους αυτόχθονες ρωτάω) που τους κρατάει ή τους διώχνει; «Η Ύδρα είναι μια φραγκοσυκιά γεμάτη με πυρετό όνειρα κι αγκάθια κι όπου γυρίσω βλέπω όλα κίτρινα και δε μπορώ να κοιτάξω τα παράθυρα γιατί μέσα περνούνε βάρκες φαντάσματα φαντάσματα καΐκια κι όλο γυρίζουν κι όλο με κοιτάζουνε μάτια ανάστροφα τρομαγμένα» Έχει γράψει ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας πατριώτης μου που ήξερε να μιλάει για πολύ σύνθετα πράγματα με ελάχιστες λέξεις. Τη μάνα, ακόμα κι αν είναι η Μήδεια, δεν μπορείς να την αποβάλλεις. Ακόμα κι αν αυτή σ’ έχει διώξει. Αν μπορούσαμε, ο Φρόυντ θα είχε περάσει την ζωή του άνεργος και άνευ αντικειμένου…

Να υποθέσω πως η μάνα σου είναι αυτή που σ’ έδιωξε ή η μάνα-Ύδρα; Για όλα φταίει το κεφάλι μου… Ανήκει βέβαια στις υποχρεώσεις μιας καλής μάνας να σε διώξει κάποια στιγμή, για να απογαλακτιστείς και δεν έχει σημασία ποια από τις δυο ήταν στην δική μου περίπτωση, υπήρχε όμως μέσα μου ένας μικρός «δαίμονας» που ήθελε να κάνει τα δικά του και ήταν αδύνατον να τον ελέγξω. Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος τι είναι ακριβώς αυτό που ήθελε, αλλά καταλάβαινα καλά ότι έπρεπε να τον βοηθήσω να το βρει. Και ήξερα ότι στην Ύδρα δεν θα το έβρισκε. Αυτό άλλωστε έκαναν πάντα οι Υδραίοι: έφευγαν για να ξαναγυρίσουν κάποια στιγμή όπως οι γλάροι. Τα υπόλοιπα είναι μια σειρά από μικρές αποφάσεις και τυχαία γεγονότα με λίγη ίσως νεανική απερισκεψία που με ταξίδεψαν για είκοσι και κάτι χρόνια σε ολόκληρο σχεδόν το δυτικό κόσμο.  

Θα μπορούσες να είχες γεννηθεί στην Ιθάκη, και ως άλλος Οδυσσέας, να περιπλανιώσουν για είκοσι χρόνια σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, μέχρι να δεις ξανά τα σπίτια της Ύδρας να καπνίζουν. Για πες μου γι αυτά τα ταξίδια σου. Έφυγα στην Γερμανία για σπουδές στην Ζωγραφική και την Χαρακτική. Τυχαία μπήκα σε ένα μικρό στούντιο κινουμένων σχεδίων στο Βερολίνο και άρχισα να πειραματίζομαι με την κίνηση. Βρέθηκα, αμέσως μετά, να δουλεύω σε δυο ταινίες μεγάλου μήκους στο Μόναχο. Εκεί με βρήκαν άνθρωποι της Universal και του Σπήλμπεργκ που έψαχναν ταλέντα για να επανδρώσουν το στούντιο Amblin που ετοίμαζαν στο Λονδίνο. Άρχισα έτσι να δουλεύω για παραγωγές του Χόλυγουντ. Συνεργάστηκα σχεδόν με όλες τις μεγάλες εταιρίες που παράγουν ταινίες Animation -Universal, Disney, Warner Bros., Paramount, 20th Century Fox, Columbia, Nickelodeon)- κάτι που εξακολουθώ κατά καιρούς να κάνω μέχρι σήμερα. Στο τέλος της δεκαετίας του 90 εγκαταστάθηκα πια στο Λος Άντζελες γιατί είχα αρχίσει να σκηνοθετώ και έπρεπε να είμαι εκεί. Από το Λος Άντζελες στην Αθήνα όπου άρχισα να ετοιμάζω και ελληνικές ταινίες κινουμένων σχεδίων που παίχτηκαν σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο και είχαν πολλές διακρίσεις. Δυο απ’ αυτές, βασισμένες σε παραμύθια του Ευγένιου Τριβιζά, παίζονται κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα στην κρατική τηλεόραση αλλά τις βλέπουν και σε καθημερινή βάση στο YouTubeεκατοντάδες παιδιά πριν πάνε για ύπνο. Εν τω μεταξύ χωρίς να το καταλάβω από 18 έγινα 54 ετών και πότε-πότε αναρωτιέμαι πως πέρασαν τα χρόνια και δεν το πήρα είδηση…

 

Πώς και δε σε κράτησε η “πλανεύτρα”  ξενιτιά; Από τον Πειραιά δεν είναι δύσκολο να παρακολουθείς τις εξελίξεις και να συμμετάσχεις σε παγκόσμιες παραγωγές που φαντάζομαι θα είναι υψηλών απαιτήσεων; Με τις εξελίξεις στην τεχνολογία των επικοινωνιών όλα είναι πια δυνατά. Υπάρχουν μάλιστα παραγωγές που έχουν ολοκληρωθεί μόνο μέσα από το διαδίκτυο. Εργάζομαι αυτό τον καιρό πάνω σε μια σειρά παιδικών βιβλίων που θα είναι διαδραστικά, με κινούμενα σχέδια, μουσική και τις φωνές καλών ηθοποιών που τα διαβάζουν. Η εταιρία παραγωγής έχει έδρα το Λος Άντζελες, ο Παραγωγός που τα επιβλέπει ζει στην Νέα Υόρκη, μερικοί συνεργάτες δουλεύουν στο Τορόντο του Καναδά, κάποιοι άλλοι στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας μια μικρή ομάδα στο Μέξικο Σίτυ, ο τεχνικός του ήχου στην Αθήνα και εγώ πότε στον Πειραιά και πότε στην Ύδρα. Έχουμε όλοι σχεδόν καθημερινή επικοινωνία μέσω SKYPE και δεν υπάρχει πια καθόλου η αίσθηση της απόστασης στην καθημερινότητα μας. Σου δίνεται η ευκαιρία δηλαδή να συνεργάζεσαι με ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης αρκεί να υπάρχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και κοινό όραμα.

Η τελευταία σου ταινία Η Πηγή της Νιότης νομίζω ότι όχι μόνο είναι εξαιρετική αλλά κυρίως κατάφερες να παντρέψεις την ελληνική με τη γιαπωνέζικη ποίηση. Νομίζω ότι το πέταγμα των εντόμων παραπέμπει στους  μεγάλους ζωγράφους της ιαπωνικής τέχνης, Hokusai και άλλους. Δεν ξέρω αν κατάφερα κάτι τέτοιο αλλά σίγουρα το κατάφερε ο Λευκάδιος Χερν ή Yakumo Koizumi και στην ζωή και στο έργο του. Είναι ο άνθρωπος που έκανε την λογοτεχνία και κυρίως την ποίηση της Ιαπωνίας γνωστή στην δύση. Χαίρομαι που όλο και περισσότερος κόσμος ανακαλύπτει αυτόν τον πραγματικά μεγάλο συγγραφέα. Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που μαζί με τους απογόνους του στην Ιαπωνία εργάζονται συστηματικά γι αυτό. Υπάρχει δε τώρα και στην Λευκάδα, τον τόπο που γεννήθηκε και δια βίου αναπολούσε, όπως και στην Ιαπωνία, ένα μουσείο αφιερωμένο σ’ αυτόν. Με τιμά το γεγονός ότι ζήτησαν να προβάλουν την ταινία σ’ αυτό, θεωρώντας ότι θα βοηθήσει τους επισκέπτες να κατανοήσουν το πνεύμα του συγγραφέα.

Στην ταινία προσπάθησα να αποδώσω όσο μπορούσα, αυτόν τον γεμάτο παράξενα θαύματα κόσμο που κατάφερε να κλείσει στα κείμενα του ο Λευκάδιος Χερν. Μεγάλη ήταν και η συμβολή του Δημήτρη Παπαδημητρίου που αγάπησε την ταινία και έγραψε μια θαυμάσια μουσική που έδεσε σαν γάντι με την εικόνα. Υπάρχει πράγματι στην ταινία μια ονειρική σκηνή αφιερωμένη στο έργο του Χοκουσάι του μεγάλου Ιάπωνα χαράκτη. Είναι ένα όνειρο ερωτικό και ο ερωτισμός έχει απασχολήσει έντονα την πολύ ιδιαίτερη αυτή τέχνη της χαρακτικής σε ξύλο, που επηρέασε με τη σειρά της πολλούς ευρωπαίους καλλιτέχνες που ήρθαν σε επαφή μαζί της.    

Είσαι μέλος της επιτροπής απονομής βραβείων Όσκαρ, αυτό από πού προέκυψε; Η Ακαδημία του Αμερικανικού Κινηματογράφου παράγει ένα τεράστιο έργο που αφορά την τέχνη του κινηματογράφου, την ιστορική έρευνα, την συντήρηση παλαιών ταινιών που κινδυνεύουν να καταστραφούν απ’ τον χρόνο. Αλλά είναι φυσικά γνωστή στον πολύ κόσμο μόνο από μια εκδήλωση που οργανώνει κάθε χρόνο για να βραβεύσει, κατά την εκτίμηση των μελών της πάντα, τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς με τα γνωστά βραβεία OSCAR.  

 

Επειδή στην Ελλάδα δε συναντάμε συχνά μέλη της Ακαδημίας (απονομής βραβείων Όσκαρ), δώσε μας περισσότερες πληροφορίες.Η Ακαδημία έχει 14 διαφορετικούς κλάδους που αντιστοιχούν σε 14 διαφορετικές ειδικότητες ανθρώπων που εργάζονται στο σινεμά. Για να γίνει κανείς μέλος πρέπει να προταθεί από δύο μέλη ενός κλάδου που πρέπει πάλι στην εισήγησή τους να αποδείξουν ότι το έργο του προτεινόμενου νέου μέλους, έχει επηρεάσει καθοριστικά την κινηματογραφική παραγωγή τουλάχιστον τριών ταινιών μεγάλου μήκους που έχουν παιχτεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Η υποψηφιότητα του μπαίνει σε ψηφοφορία και πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών. Έγινα μέλος του κλάδου που αφορά το Animation και τις ταινίες Μικρού Μήκους μετά από πρόταση δυο συναδέλφων μελών και αφού με ψήφισαν τα μέλη της στην συνέχεια ισόβιο μέλος της το 2000. Βέβαια καθώς ήδη ανέφερα αυτή είναι μια μόνο εκδήλωση από τις πολλές που οργανώνει η Ακαδημία ενώ έχει στο ενεργητικό της σίγουρα ένα τεράστιο έργο που αφορά την ιστορία και την συντήρηση της παγκόσμιας κινηματογραφικής παραγωγής. Δεν γνωρίζω πόσοι Έλληνες είναι μέλη της Ακαδημίας. Η Ακαδημία δεν ανακοινώνει άλλωστε ποτέ τα ονόματα τους. Υπήρξαν σίγουρα ο Ζυλ Ντασσέν, ο Μάνος Χατζιδάκης και είναι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.  

 

Τι θα κάνεις με τη Σταχομαζώτρα του Παπαδιαμάντη; γιατί δεν προχωράει η δουλειά; Δουλεύω πάνω στη μεταφορά σε ταινία τρισδιάστατων κινουμένων σχεδίων της Σταχομαζώχτρας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη καιρό τώρα. Η παραγωγή είχε ανακοινωθεί και  ήταν έτοιμη να ξεκινήσει σε συμπαραγωγή με την ΕΡΤ αλλά δυστυχώς η κρίση μας πρόλαβε και ανέβαλε το όλο εγχείρημα. Προσπαθώ όμως αυτό τον καιρό να βρω άλλους χρηματοδότες. Είναι μια προσωπική μου φιλοδοξία να συνεχίσω την προσπάθεια μεταφοράς καλής λογοτεχνίας στον κινηματογράφο. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας συγγραφέας ιδιαίτερα κινηματογραφικός πέρα από το ότι είναι ένας πάρα πολύ μεγάλος συγγραφέας.   

Μου φαίνεται πως όλοι έχουμε βυθιστεί στη λάσπη. Εκεί που νομίζουμε πως πάμε να ξεκολλήσουμε έρχεται ένα χέρι και πάλι μας σπρώχνει πιο βαθιά. Μπας κι αυτό το χέρι είναι αδελφικό; Φοβάμαι ότι μπορεί να μην είναι καν αδελφικό αλλά το ίδιο μας το χέρι. Συχνά έχω την αίσθηση ότι μας καταλαμβάνει μια αυτοκαταστροφική μανία. Πάσχουμε από ένα διογκωμένο υπερεγώ που δεν μας αφήνει να συνδιαλεγόμαστε ως λογικά όντα. Αυτό αρχίζει από τον δημόσιο βίο και την πολιτική και φτάνει στην οικογένεια και τα μέλη της. Την Απλή Λογική έχει αντικαταστήσει ένας Πολύπλοκος Παραλογισμός. Υπάρχει όμως κάτι, μια ποιότητα, ένα ιδιαίτερο συστατικό στη ράτσα μας που της επιτρέπει την τελευταία στιγμή και κάτω από ασφυκτική πίεση να βρίσκει λύση. Βέβαια τίποτε δεν αποκλείει αυτή η λύση να είναι και μια επέλαση των «βαρβάρων» όπως σκωπτικά επεσήμανε ο Καβάφης και βιώνουμε οδυνηρά σήμερα.        

Πιστεύω ότι ο μικρόκοσμος του Δημοτικού Συμβουλίου της Ύδρας (στον οποίο πρόσφατα εκλέχτηκες) αντιπροσωπεύει όλη την Ελλάδα. Μήπως όμως εκεί συμβαίνει κάτι διαφορετικό; Αυτό είναι σίγουρο. Είναι άλλωστε κι αυτό μέρος του όλου. Βέβαια πιστεύω ότι ο μεγαλύτερος πλούτος μιας χώρας όπως και ενός μικρού νησιού είναι οι άνθρωποι της. Και η Ύδρα είναι ένα πάρα πολύ καλό παράδειγμα αυτής της αλήθειας:  Ένας άγονος βράχος που είχε στο παρελθόν την τύχη να κατοικηθεί από σημαντικούς ανθρώπους και κατάφερε να διαπρέψει.

Αυτή να είναι ίσως και η μόνη λύση στα προβλήματα που μας ταλανίζουν. Νομίζω εντέλει πως μόνο όταν ηγούνται μιας κοινωνίας -μικρής ή μεγάλης- οι άξιοι, υπάρχει δηλαδή αξιοκρατία, και μόνο μετά από συλλογική και συνεχή προσπάθεια, μπορεί η κοινωνία αυτή να προοδεύσει και να ακμάσει. Και να έχει την γενναιοδωρία φυσικά να δίνει χώρο και στους νέους. Η νεανική ορμή είναι μια καθόλου αμελητέα δύναμη στην προσπάθεια μιας κοινωνίας να εξελιχθεί και να βελτιωθεί.  Ας ελπίσουμε και ευχηθούμε ότι αυτή η απλή και τετριμμένη ίσως διαπίστωση, γίνει επιτέλους και πάγια μέθοδος στον τρόπο που οργανώνουμε το κράτος και την κοινωνία μας. Οτιδήποτε άλλο δοκιμάσαμε μέχρι σήμερα μας διέψευσε πικρά. 

 

Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά διαπιστώνω πως κάπου έχεις μια κρυμμένη αισιοδοξία. Σίγουρα αυτό είναι καλό και δημιουργικό όταν, σε μια Ελλάδα μαχαιρωμένη, υπάρχουν άνθρωποι, τουλάχιστο, ψύχραιμοι. Αναρωτιέμαι αν ποτέ άκουσες το Ν. Εγγονόπουλο να σου ψιθυρίζει στ’ αυτί: στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αντίσταση στα δεινά που καλείται να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος  από την αισιοδοξία. Το τι ζητά «στην Λάρισα ένας Υδραίος» πάλι είναι ένα ερώτημα που ναι μεν αφήνει να αιωρείται έτσι αμφίσημα ο κατά το ήμισυ πατριώτης μου, αλλά το βάζει και οφείλει να το βάζει συχνά ένας καλλιτέχνης, από μόνος του, στον εαυτό του ούτως ή άλλως. Αλλά και κάθε άνθρωπος. Εγώ έχω έναν επιπλέον λόγο: πέρασα πολλές στιγμές αναπολώντας ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε, του βουνού των ανέμων που κάποιοι αδαείς αναφέρουν συχνά ως Έρως, «την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας».  

Πού μπορεί να δει κανείς τις ταινίες που έχεις κάνει; Στο κανάλι RAPPASfilms στο YouTube μπορεί να δει κανείς συγκεντρωμένες όλες μου τις ταινίες.

Ιερώνυμος Πολλάτος

Share
Published by
Ιερώνυμος Πολλάτος