Ολομέτωπη επίθεση σε κάθε στοιχείο που απαρτίζει την ελληνική ταυτότητα πραγματοποίησε η πάντα κοινωνικά προβληματισμένη ομάδα 4frontal. Οφείλω να ομολογήσω πως η πρώτη μου σκέψη για όταν άκουσα για το «Ω παίδες Ελλήνων» ήταν ότι δεν χρειαζόμαστε άλλη μία παράσταση, ταινία, κείμενο που να αναπαράγει τα παρατράγουδα και τα στερεότυπα της χερσονήσου πάνω στην οποία έτυχε να ζούμε. Φτάνοντας όμως στο Bios και ανοίγοντας την πόρτα για να παρακολουθήσω την επιθεώρηση, σε μια χρονική στιγμή που φαίνεται να έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές αυτό το είδος, είδα κάτι άλλο.
Η πολυπράγμων Ομάδα 4frontal που από το 2009 ασχολείται συνήθως με τη μεταφορά μη θεατρικών κειμένων στη σκηνή, με σημαντικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας ή παράγοντας και πρωτότυπα έργα, επέλεξε για πρώτη φορά να υπογράψει επιθεώρηση. Γράφοντας τα κείμενα η ομάδα, με τον Θανάση Ζερίτη στο τιμόνι της σκηνοθεσίας, γέμισε το ρεζερβουάρ με το χιούμορ και την έμπνευσή της και ανέλαβε αυτήν την πρόκληση.
Παίζοντας με αμεσότητα, η Νεφέλη Μαϊσράλη, ο Τάκης Ζαχαριάδης, ο Χάρης Κρεμμύδας, η Τατιάνα-Άννα Πίττα και ο Πάνος Τοψίδης, έφεραν εις πέρας ένα δύσκολο έργο. Να κάνουν ένα σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, χωρίς να επαναληφθούν ή να κουράσουν, με τη ματιά μάλιστα της νέας γενιάς.
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή και ξετυλίγοντας το συμπυκνωμένο κουβάρι της ιστορίας της Ελλάδας, το «Ω παίδες Ελλήνων» κάνει αναφορές και υπογραμμίζει καθοριστικά ιστορικά στοιχεία. Σατιρίζει την εμμονή με το αρχαίο κλέος και τον ηρωισμό της ελληνικής επανάστασης. «Θα μιλήσουμε για την Ελλάδα και τα σχετικά. Κλασικό επιθεωρησιακό θέμα. Δεν κάνουμε και καμιά πρωτοπορία», δήλωνε η ομάδα στην ανακοίνωσή της. Η παράσταση όμως δεν εξαντλείται στο παρελθόν, αλλά έρχεται μέχρι το σήμερα και τις «χρυσές επιτυχίες» του ελληνικού κράτους.
Πώς συνδέεται το χτες με το σήμερα; Η χαλαρή δομή της παράστασης δίνει το χώρο και τον χρόνο στην παρέα να κάτσει με τα κινητά της στην άκρη της σκηνής και να στηλιτεύσει στο σήμερα την σε ακραίο βαθμό εξάρτησή μας με τα κινητά και το πως αποσβολωνόμαστε με αυτά ακόμη κι όταν βαπτιζόμαστε στην κολυμπήθρα της κοινωνικοποίησης. Η μουσική διαδραμάτιζε το ρόλο ενός άλλου συνδετικού κρίκου, πότε μέσω του ραδιοφώνου και πότε με τις εμφανίσεις των πρωταγωνιστών να τραγουδούν προς το κοινό παραλλαγμένους καυστικούς στίχους. Στο πίσω μέρος, γαλανόλευκες λωρίδες δρούσαν ως ο επί σκηνής χώρος που μεταμορφώνονταν οι πρωταγωνιστές, φορώντας άλλες ενδυμασίες και μεταπηδώντας σε χρόνια και χαρακτήρες.
Άλλοτε γίνονταν εκπρόσωποι τύπου κυβερνήσεως, άλλοτε επαναστάτες με αιτία, ένα διαλεκτό υπουργικό συμβούλιο και τύποι που μας απασχολούν περισσότερο απ’ ότι θα θέλαμε σε μια παράσταση με κέφι, χορούς, τραγούδια και πολλή Π.Ο.Π. pop. Άλλωστε, ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης δεν αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας; Οι τενεκέδες με τη φέτα οριοθετούσαν και χωροθετούσαν τον επιθεωρησιακό χαρακτήρα της παράστασης, η οποία αν λίγο παραπατούσε θα έπεφτε μέσα στην άλμη των παθών.
Στον πράσινο κάδο, ευτυχώς, πέταξαν τον εκφασισμό της κοινωνίας μας και τον εμπαιγμό από συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα που εμφανίστηκαν αχάραγα στην πλατεία Εξαρχείων για «βαρυσήμαντες» δηλώσεις ή τηλεπωλητές βιβλίων σε έξαρση. Οι 4Frontal δεν άφησαν ασχολίαστο ούτε το περιστατικό της ακραίας αστυνομικής βίας στη Νέα Σμύρνη, ούτε την τήρηση των ίσων αποστάσεων και της απολιτίκ συμπεριφοράς. Όσο για το «Σκοιλ Ελικικού» και την ελληνική τραπ, καλύτερα να τα δείτε με τα μάτια σας.
Καταλαβαίνεις ότι μια επιθεώρηση πετυχαίνει τον σκοπό της όταν επικρατεί κλαυσίγελως. Τη μία στιγμή γελάς κι όταν κάποια ή κάποιος από τους ηθοποιούς σε κοιτάξει στα μάτια, σαστίζεις. Όταν το γέλιο δεν επισκιάζει τον προβληματισμό σου. Η παράσταση κερδίζει και στο στοίχημα της συμπεριληπτικότητας, καθώς οι αναφορές στα φύλα, τις φυλές και άλλες κοινωνικές ανισότητες γίνονταν με σεβασμό, σκέψη και έρευνα.
Τα ερωτήματα που τίθενται στο τέλος της παράστασης για τα διάφορα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα στη χώρα, με τη Νεφέλη, τον Τάκη, τον Χάρη, την Τατιάνα-Άννα και τον Πάνο να περιεργάζονται το κοινό και να αποζητούν τις αντιδράσεις του, ανεβάζουν το πολιτικό θερμόμετρο και τη θερμοκρασία της αίθουσας στα ύψη, μέχρι να σβήσουν τα φώτα και να βγούμε έξω από το θέατρο στον κόσμο, για τον οποίο μέχρι πρότινος γελούσαμε.