«Δεν ξέρω τώρα τι είμαι αλλά κάποτε ήμουν η Λυσιστράτη»

Από τις 4 έως τις 8 Οκτωβρίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης θα πραγματοποιηθεί η Εβδομάδα Κυπριακού Θεατρικού Έργου στην Αθήνα. Θα παρουσιαστούν τρία κυπριακά θεατρικά έργα: ο κύκλος των παραστάσεων ξεκινά την Τρίτη 4 Οκτωβρίου με το έργο του Γιώργου Νεοφύτου Μπαμ!, παραγωγή της Παραπλεύρως Παραγωγές, σε σκηνοθεσία Ευριπίδη Δίκαιου. Το πρόγραμμα συνεχίζεται την Πέμπτη 6 Οκτωβρίου με το έργο Ήμουν η Λυσιστράτη του Αντώνη Γεωργίου, σε σκηνοθεσία Λούκας Βαλέβσκι και δραματουργική επεξεργασία της Κωνσταντίνας Peter, παραγωγή του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ. Το Σάββατο 8 Οκτωβρίου θα δοθεί η παράσταση του έργου του Χαράλαμπου Γιάννου Πείνα, παραγωγή της Εταιρείας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (Ε.Θ.Α.Λ.), σε σκηνοθεσία Μαρίνας Βρόντη.

Με αφορμή λοιπόν την επέλαση της σύγχρονης κυπριακής δραματουργίας στην αθηναϊκή σκηνή, δημοσιεύουμε εδώ μια συνέντευξη που έδωσε ο δημιουργός στη σκηνοθέτιδα Μαγδαλένα Ζήρα.

 

Γιατί η Λυσιστράτη; Τι στάθηκε αφορμή να επιλέξεις αυτό το δραματικό πρόσωπο ως βάση για το νέο σου έργο; Σε μια αδιάφορη, για μένα, παράσταση της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη, σε ένα όμως κατάμεστο αρχαίο θέατρο, απέναντι από τη θάλασσα, ένιωσα να συγκεντρώνομαι στο κείμενο και σαν να άκουγα πρώτη φορά το λόγο του Αριστοφάνη, σαν να άκουγα πρώτη φορά τη Λυσιστράτη. Ένιωσα την προσπάθειά της, τον αγώνα της, να είναι τόσο τραγικός, αφού πάλευε για κάτι τόσο ουτοπικό, και με την απόσταση των 2.500 χρόνων από την εποχή της ένιωσα να είναι κατά βάθος ένα τραγικό πρόσωπο, το happy end μια τραγική ειρωνεία, απέτυχε, ο πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον γύρω το κοινό, πώς το «παλιό αστείο» λειτουργούσε στα «σεξιστικά ή σεξουαλικά υπονοημένα», και το κοινό αυτά ζητούσε, τίποτε περισσότερο. Μου φάνηκε η Λυσιστράτη πολύ κουρασμένη. Ήταν το καλοκαίρι του 2014, εποχή πολέμων δίπλα μας, προσφύγων και τότε (και πάντα), και τη φαντάστηκα να επιστρέφει στην εποχή μας. Πώς θα ήταν σήμερα μετά από 2.500 χρονιά πάνω της, χρόνια γεμάτα πάντα με πόλεμο και θάνατο;  Για κάποιο λόγο αυτή η επιστροφή μού θύμισε την επιστροφή του Άμλετ στη Μηχανή Άμλετ του Μύλλερ και έτσι γεννήθηκε και η πρώτη φράση και ο τίτλος του έργου. «Ήμουν η Λυσιστράτη».

 

Η Λυσιστράτη, παρόλο που είναι αριστοφανική ηρωίδα, είναι σοβαρό πρόσωπο. Σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες του έργου, δεν έχει σχεδόν καθόλου χιούμορ και αναφέρει κάποια πρόσφατα γεγονότα τραυματικά για το κοινό της εποχής. Θεωρείς ότι την έχουμε αδικήσει στις αμέτρητες παραστάσεις του έργου που έγιναν στη σύγχρονη εποχή; Ομολογώ ότι προσωπικά έχω αδικήσει πολύ τον Αριστοφάνη. Δεν τον έχω διαβάσει τόσο πολύ, δεν έχω δει παραστάσεις που να με άγγιξαν, που να νιώθω ότι έχουν ξεφύγει από τα τετριμμένα, ακόμα και κάποιες που ήθελαν να είναι πιο φεμινιστικές κ.λπ. Να νιώσω πως μας αφορά ο λόγος του, λάθος αυτό η αλήθεια. Νιώθω ότι ο χαρακτήρας της Λυσιστράτης έχει μια τραγικότητα, η απόφασή της να πολεμήσει τον πόλεμο, το θάνατο με την αποχή από το σεξ, από τον έρωτα, από τη ζωή. Η απόφαση να κάνει κάτι ουτοπικό, έξω από τα τότε θέσμια, κάτι που φαντάζει τόσο δονκιχωτικό, να πείσει τις γυναίκες να πάνε κόντρα σε νόμους, στο γενικό κλίμα (πατριωτικό, εθνικό κ.λπ.), στην κοινωνία (μην ξεχνάμε τη θέση της γυναίκας τότε), κόντρα όμως και στη φύση. Ένιωσα πως η ουτοπία η δική της έχει ένα απολυτό μεγαλείο που ξεπερνά και τις δικές μας ουτοπίες τις πιο σύγχρονες ίσως («να αλλάξουμε τον κόσμο», κοινωνική ισότητα), διότι προσπαθεί να τον αλλάξει με κάτι τόσο ουτοπικό επίσης, όχι με επανάσταση, πόλεμο, βία επίσης. Δεν είναι μονό ο στόχος της αλλά και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τον πετύχει ουτοπικά.

«Τι θα κάνουμε αν δεν τελειώσει ο πόλεμος;» Ποια είναι η απάντηση που δίνει η Λυσιστράτη; Ποια είναι η απάντηση που δίνει η Μυρρίνη; Ποια είναι η δική σου απάντηση; Το τέλος του έργου προκάλεσε πολλή συζήτηση. Σχόλια από θεατές, έντονα κάποτε. Εγώ το θεωρώ καλό αυτό. Κάποιοι το βρίσκουν πεσιμιστικό, του στιλ «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», άλλοι απλώς ρεαλιστικό. Ζούμε σε μια εποχή που νιώθουμε τόσο αδύναμοι, ανίκανοι να αλλάξουμε οτιδήποτε. Όταν γράφω ένα έργο και τελειώσει το βλέπω με μια απόσταση. H τελευταία φράση του κειμένου είναι:  «Δεν ξέρω τώρα τι είμαι αλλά κάποτε ήμουν η Λυσιστράτη και σας λέω πως τίποτε δεν μπορεί να γίνει, αιώνες μετά το έμαθα πια, τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει (ανάσα), αλλά πρέπει να αλλάξει!  (Δεν ξέρω πώς, ξέρω γιατί).» Οι τελευταίες λέξεις δε λέγονται στην παράσταση, ακούγονται πριν από τον Λούκα στην εισαγωγή του.

Ας μην αδικούμε τη Λυσιστράτη (ή αυτή που ήταν κάποτε η Λυσιστράτη), έχουν περάσει από πάνω της εκατοντάδες χρόνια πολέμου και φρίκης, «δεν είναι νέα πια», δοκιμάζει, ίσως για τελευταία φόρα, θυσιάζοντας τις συντρόφισσές της, εκεί, live streaming, να μας ταρακουνήσει, αλλά γνωρίζει πως τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, το έχει κατανοήσει πια. Έχει μεγάλη σημασία να το νιώσουμε αυτό, όχι για να απελπιστούμε, αλλά για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις.

Η δική μου απάντηση μάλλον είναι η τελική φράση του έργου. Δεν μπορούσα να αντέξω ίσως αυτό το απόλυτο «Τίποτε δεν μπορεί να γίνει», το γνωρίζω πως τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, πέρασε η εποχή των ψευδαισθήσεων και των ουτοπιών, αλλά ακόμα και έτσι, ακόμα και αν «τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει», «πρέπει να αλλάξει. Δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς, κάτι πρέπει να κάνουμε, δεν ξέρω τι, αλλά ξέρω γιατί.»

Η Μυρρίνη τώρα, η Μυρρίνη το λέει ξεκάθαρα, αγωνιζόμαστε για τη ζωή άρα πρέπει να ζούμε, να ζούμε όσο μπορούμε προσπαθώντας και για τους άλλους αλλά να χαιρόμαστε τον ερώτα, το σώμα, τη φύση, την καθημερινότητα, τη ρουτίνα. Όλοι έχουμε δίκαιο νομίζω, δεν είναι;   

Στον εικοστό αιώνα η παρουσία του πολιτικού έργου με απροκάλυπτα διδακτικό στόχο συνδέεται με κομβικά ιστορικά σημεία. Θεωρείς ότι η εποχή μας, το κοινό μας, χρειάζεται ένα τέτοιο θεατρικό έργο-μανιφέστο; Μπορώ να πω πως ήταν πρώτα μια δική μου ανάγκη αυτό το κείμενο. Κάτι πολύ προσωπικό όσο και να ακούγεται περίεργο. Αλλά ταυτόχρονα, όπως το έγραφα ένιωθα πως το κείμενο αυτό ήταν και κάτι άλλο. Απευθυνόταν στο κοινό, σε ένα κοινό με την ευρύτερη έννοια, όχι το κοινό μιας παράστασης απλώς, και ας μην ακουστεί υπερφίαλο, «στο κοινό του κόσμου όλου που μπροστά στην οθόνη του παρακολουθεί τα πάντα».

Είναι ίσως διδακτικό και σε αυτό το σημείο να πω ότι πολύ σωστά είδαν τον κίνδυνο ο Λούκας και η Κωνσταντίνα και πρότειναν αυτό το ανέβασμα του έργου με έντονη αποστασιοποίηση πιστεύω, αλλά ένας διδακτισμός που είναι σε μεγάλο βαθμό και αυτοσαρκασμός.

Τώρα που το λες ναι, ίσως, τέτοιες εποχές, και νιώθω πως ζούμε σε μια κομβική εποχή, πόλεμοι πάντα γίνονταν βέβαια, και (δυστυχώς) θα γίνονται, κομβικής στη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων μας, στην αδυναμία για παρέμβασή μας κ.λπ., χρειάζεται ένας λόγος πιο έντονος, απροκάλυπτος, μαστιγωτικός, χωρίς φκιασίδια και υπονοούμενα, μοιάζει κάποτε πως θέλουμε να φωνάξουμε και όχι να υπαινιχτούμε, αυτό βέβαια έχει τον κίνδυνο να επηρεαστεί η ποιότητα του έργου, αλλά τι να πω, τέτοιες εποχές μάλλον αυτό υποχωρεί για λίγο, δεν ξέρω.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Πώς επηρεάζει κατά τη γνώμη σου τη δραματουργία η σκηνοθετική επιλογή να παρουσιαστεί το έργο σαν Χορός τεσσάρων γυναικών; Το έργο γράφτηκε για δυο γυναίκες, τη Λυσιστράτη (ή αυτή που ήταν κάποτε η Λυσιστράτη, μετά από τόσα χρόνια, όπως λέει και η ίδια δεν ξέρω τι είναι σήμερα) και τη Μυρρίνη. Από την αρχή ο Λούκας και η Κωνσταντίνα το είδαν να μοιράζεται το έργο σε πιο πολλές γυναίκες που θα λειτουργούν και ως Χορός και μόνες. Το συζητήσαμε, με έπεισε η σκέψη τους. Αποκτούν έτσι η Λυσιστράτη και η Μυρρίνη ένα πιο συλλογικό πρόσωπο, ο Χορός στο αρχαίο δράμα ήταν και μια πιο συλλογική φωνή, μου αρέσει αυτό. Γενικά στο αποτέλεσμα κρίνονται οι προθέσεις και νιώθω πως αυτό λειτούργησε. Για μένα είναι καθαρό από το ύφος του κειμένου πότε μιλά η Λυσιστράτη και πότε η Μυρρίνη. Αλλά, και αν δεν είναι, ο Λούκας είχε μια ενδιαφέρουσα άποψη. Πως η Μυρρίνη, όσα πρεσβεύει (αγάπη για τη ζωή, απόφαση να ζήσει) είναι μέρος και του χαρακτήρα της Λυσιστράτης, είναι ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού της, αγαπημένο πολύ, για αυτό το θυσιάζει τελευταίο. 

Επίσης κάτι άλλο, κάπου έγραψε νομίζω η Μαρία Κυριακού (Ήμουν η Λυσιστράτη, ήμουν η Νίτσα, ήμουν η Επανάσταση) επίσης κάτι άλλο: «Οι φωνές τους, σαν ένας “πολυφωνικός διάλογος με την Ιστορία” διασπούνται, γίνονται πολλές –πώς αλλιώς να αντέξει κανείς την Απελπισία;– γίνονται αντίλαλος, αυτοσαρκάζονται, γελούν, φωνάζουν για να γίνουν ξανά ένα, μία μόνο Φωνή: ήμουν η Λυσιστράτη, ήμουν η Νίτσα Χατζηγεωργίου, ήμουν η Επανάσταση.» Eίναι όμορφο να βλέπεις πως μια παράσταση λειτουργεί και γεννάει σκέψεις καινούριες στους θεατές της.

 

Ποια είναι για σένα η κορύφωση του έργου; Δεν μπορώ να κρίνω εύκολα. Αν εννοείς κορύφωση με κάποια έννοια «δραματουργικά» όπου είτε κορυφώνονται συγκρούσεις ή λύνονται ζητήματα, εδώ δεν έχει μάλλον τέτοια ή εγώ δε βλέπω. Υπάρχει μάλλον μια γραμμική πορεία, μια λογική σειρά, και ας μην είναι πρόδηλη, από τη στιγμή που η Λυσιστράτη από το δωμάτιό της που είναι στην αρχή και βλέπει στις πολλές οθόνες της τους πολέμους που γίνονται, «βγαίνει» ξανά στη σκηνή μπροστά στους θεατές του κόσμου και προχωρεί σιγά-σιγά στο σκοπό της, σκοτώνει τις συντρόφισσές της, προσπαθεί να αφυπνίσει για τελευταία φόρα το κοινό, ή απλά να τους αποχαιρετήσει, μέχρι τέλος που του γυρίζει την πλάτη και επιλέγει να «παραιτηθεί» από τον αγώνα, σε εισαγωγικά το «παραιτηθεί», διότι δεν ξέρω αν αυτό κάνει τελικά ή είναι ακόμα ένα τέχνασμα, να μας ρίξει τόση απελπισία, δεν ξέρω.  Υπάρχουν στιγμές που φαίνονται πιο «δυνατές» ή λιγότερο, αλλά να σας πω κάτι παράξενο που το σκέφτηκα τώρα, κορύφωση για μένα είναι ίσως το τέλος, εκεί που οδηγεί το έργο, η στιγμή που η Λυσιστράτη ανακοινώνει το δικό της τέλος. «Δεν ξέρω τι είμαι τώρα, αλλά κάποτε ήμουν η Λυσιστράτη, δοκίμασα και απέτυχα, τα νιάτα είναι αισιόδοξα, δεν είμαι νέα πια…»

Ποια είναι η θέση/σημασία του θεατρικού συγγραφέα σήμερα στην Κύπρο; Αν σήμερα εννοούμε αυτή την περίοδο έχουμε ένα όμορφο φαινόμενο, την ταυτόχρονη παρουσίαση καλών (κατά τη γνώμη μου) κυπριακών θεατρικών έργων, πολλών και καλών, με καινούριες σκηνοθετικές προσεγγίσεις, σε προσεγμένες παραστάσεις, και κυρίως σε γεμάτες αίθουσες. Έργα που νιώθουν οι θεατές να τους αφορούν και να τα συζητούν. Καινούριο κοινό. Είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό. Είναι ένα όμορφο φαινόμενο, που φυσικά δε γεννήθηκε από το πουθενά. Προϋπήρχε προσπάθεια, τα προγράμματα play που έφεραν στο προσκήνιο την κυπριακή θεατρική γραφή, το συγγραφέα, αλλά τον έφεραν και σε επαφή με Κύπριους δημιουργούς του θεάτρου, που ασχολήθηκαν με τα έργα, συνεργάστηκαν και έδωσε μια ώθηση. Πρέπει τώρα να αποδείξουμε όλοι ότι όλο αυτό δεν είναι μόδα ή έστω δεν είναι μόνο μόδα (δεν είναι κακό κάποτε να γίνεται μόδα κάτι), αλλά πως μπορεί να γίνει συνήθεια. Έχουμε μεγάλη ευθύνη να αναδείξουμε και νεότερους (ηλικιακά) συγγραφείς, υπάρχουν εκεί και γραφούν, αλλά και να δώσουμε έργα καινούρια μετά από σκέψη και δουλειά και όχι πρόχειρα και οι ομάδες να συνεχίσουν την καλή δουλειά σε αυτά. Έτσι ώστε διπλά, παράλληλα με έργα καινούρια της παγκόσμιας δραματουργίας (τα έχουμε ανάγκη) με καινούριες παραστάσεις των κλασικών (τα έχουμε ανάγκη) θα ανεβαίνουν και καλά κυπριακά θεατρικά έργα (τα έχουμε ανάγκη επίσης).

 

Τι νομίζετε μπορεί να αγγίξει πραγματικά το σημερινό θεατή, που καταναλώνει καθημερινά εικόνες φρίκης σερβιρισμένες στο ωραίο περιτύλιγμα των ΜΜΕ και των social media; Μπορεί η τέχνη να προκαλέσει μια ουσιαστική αντίδραση; Νομίζω είδαμε σε αυτή την παράσταση, αλλά και σε άλλες, να αγγίζει τους θεατές ο λόγος, η μουσική, η κίνηση, οι ερμηνείες, εννοώ μέσα απλά και μακριά από το σύγχρονο ίσως καταιγισμό εικόνων που δεχόμαστε. Άρα ναι, νομίζω ότι ακόμα μπορούμε να αγγίξουμε, να συνομιλήσουμε με ένα θεατή, ειδικά κάποιον εκπαιδευμένο θεατή, και εδώ μπαίνει το θέμα παιδείας. Μπορεί η τέχνη να προκαλέσει ουσιαστική αντίδραση; Δεν μπορώ να πω ναι. Χάσαμε και την εποχή που η τέχνη λειτουργούσε και ως κάτι συλλογικό, και αυτό ίσως να μην είναι κακό. Η τέχνη λειαίνει το κακό μέσα μας και γύρω μας και μπορεί να υψώνει τη φωνή της, κάποτε χαμηλόφωνη, κάποτε κραυγή, αλλά δεν είμαι τόσο αισιόδοξος να πιστεύω σε κάτι περισσότερο. Μια σωστή παιδεία (δημοκρατική, ανοιχτή, ειλικρινής) μαζί με την τέχνη ίσως να είναι το ζητούμενο.

Μπορεί ο καλλιτέχνης να διαχωρίσει τις κοινωνικές του ανησυχίες από τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις; Ίσως να το μπορούν κάποιοι αλλά δεν ξέρω πώς μπορεί να γίνει και να είναι κάποιος αληθινός στην τέχνη του. Οι ανησυχίες μας όλες (προσωπικές και κοινωνικές) είναι μέσα μας, είμαστε εμείς, ο εαυτός μας, δεν ξέρω αν μπορεί να διαχωριστεί όταν εκφραζόμαστε. Δε μιλώ για συνειδητή, ίσως και καταναγκαστική ενασχόληση, μιλώ ότι οι όποιες ανησυχίες είναι μέρος μας και άρα εκφράζονται στη δημιουργία μας. Ακόμα και αν γράφεις ή δημιουργείς κάτι εντελώς α-πολιτικό, αν υπάρχει , είναι μια πολιτική πράξη (και αυτή η απόφαση) και αποτέλεσμα του τι είσαι και νιώθεις, αποτέλεσμα και των όποιων ανησυχιών σου.


 

 

Ο Αντώνης Γεωργίου γεννήθηκε το 1969. Σπούδασε Νομικά στη Μόσχα και εργάζεται ως δικηγόρος στη Λεμεσό. Το τελευταίο του βιβλίο Ένα αλπούμ ιστορίες τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου 2014 και με το European Union Prize for Literature 2016. Έχουν ανεβεί επίσης πολλά θεατρικά του έργα.

Συντελεστές της παράστασης

Σκηνοθεσία: Λούκας Βαλέβσκι, Συγγραφέας: Αντώνης Γεωργίου, Δραματουργία / Βοηθός Σκηνοθέτη: Κωνσταντίνα Peter, Μουσική:  Κωνσταντίνος Τσιώλης, Λούκας Βαλέβσκι, Κίνηση: Αριάνα Μαρκουλίδου, Εικαστική επιμέλεια: Μιχάλης Παπαμιχαήλ, Κοστούμια: Μυρτώ Σαρμά, Ηθοποιοί: Μαρίνα Μανδρή, Άντρια Ζένιου, Έλενα Καλινίκου και Μαρίνα Μακρή, Φωτογραφίες: Μιχάλης Παπαμιχαήλ, Κωσταντίνα Peter, Υπεύθυνη παραγωγής: Έλενα Αγαθοκλέους, Παραγωγή: Κέντρο Παραστικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ

Πληροφορίες

Ημερομηνία: 6 Οκτωβρίου 2016, Ώρα: 21:00, Εισιτήρια: €10, μειωμένο €5, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, Ταύρος), Τηλ. 210 3418579. Επίσης: Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, Μορφωτικό Γραφείο Κυπριακής Πρεσβείας, Τηλ. 210 3734934 και Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου.

Στα πλαίσια της Εβδομάδας Κυπριακού Θεατρικού έργου στην Αθήνα, μιας διοργάνωση του Κυπριακού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ΚΚΔΙΘ), σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα – Σπίτι της Κύπρου και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, με τη στήριξη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, θα παρουσιαστούν τα ακόλουθα έργα:

ο κύκλος των παραστάσεων ξεκινά την Τρίτη 4 Οκτωβρίου με το έργο του Γιώργου Νεοφύτου Μπαμ!, παραγωγή της Παραπλεύρως Παραγωγές, σε σκηνοθεσία Ευριπίδη Δίκαιου.

Το πρόγραμμα συνεχίζεται την Πέμπτη 6 Οκτωβρίου με το έργο Ήμουν η Λυσιστράτη του Αντώνη Γεωργίου, σε σκηνοθεσία Λούκας Βαλέβσκι και δραματουργική επεξεργασία της Κωνσταντίνας Peter, παραγωγή του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ.

Το Σάββατο 8 Οκτωβρίου θα δοθεί η παράσταση του έργου του Χαράλαμπου Γιάννου Πείνα, παραγωγή της Εταιρείας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (Ε.Θ.Α.Λ.), σε σκηνοθεσία Μαρίνας Βρόντη.

Μαγδαλένα Ζήρα

Share
Published by
Μαγδαλένα Ζήρα