Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Αντίο – κι ευχαριστώ για τα ψάρια

   – Έχετε ψαράδες ψάρια, αστακούς και καλαμάρια;

                                                                       – Έχομε χρυσή σαρδέλα σαν την έμορφη κοπέλα.

                                                                        Παραδοσιακό

“To Mικρό Ψάρι” με έκανε να αισθανθώ ήρεμος. Οι εικόνες του, παρότι βουτηγμένες στην πιο απάνθρωπη, από βαθειά πηγάζουσα ασχήμια, είναι οι ομορφότερες, οι ανακουφιστικότερες που είδα εδώ και καιρό.

Θα μπορούσα να βλέπω για πάντα τη σκηνή με το νεκροταφείο λεωφορείων, την είσοδο της φυλακής, τη βιοτεχνία ζυμαρικών, την κοσμική ταβέρνα στη Λειβαδιά. Κι αυτό γιατί τα βαθουλωμένα μάτια του Βαγγέλη Μουρίκη τους έχουν δώσει ένα περίεργο, αγαπητικό φως, ένα φως που πηγάζει μόνο από κάποιον που συνειδητοποιεί για πρώτη φορά.

Σκίτσο του Παναγιώτη Μητσομπόνου

Κι εδώ βρίσκεται το μεγάλο κόλπο του Οικονομίδη: μετά τον εικαστικά –και δραματουργικά- σχεδόν τέλειο «Μαχαιροβγάλτη» του, εδώ βουτάει σε κάθε είδους ατέλειες και αφέλειες, ξέροντας όμως πως θα σωθεί από ένα στοιχείο: τη συνειδητοποίησή τους, από τα μάτια του –έτσι κι αλλιώς χαμένου από χέρι- Μουρίκη (του Καραμάνη, του «μικρού ψαριού» της ταινίας).

Η παρέλαση των «κακών» μπροστά στα μάτια του γίνεται με τόσο επαναληπτικό, παρόμοιο, μη θεαματικό τρόπο, που σχεδόν τους βαριέσαι, πριν καν τους μισήσεις. Άλλωστε το Κακό για έναν αληθινό δημιουργό, όπως είναι ο Οικονομίδης, είναι πάντα (πάνω απ’όλα) μπανάλ. Η γνωστή, αφύσικη χρήση της βωμολοχίας στον κόσμο του,  αυτό έχει σκοπό. Να μας την κάνει βαρετή μέσω της επανάληψης, να μας δείξει πως το Κακό -είτε στη γλώσσα είτε στην εικόνα- είναι η κοινοτυπία που φωνάζει πάρα πολύ δυνατά.

Επίσης, το μεγάλο στοιχείο που αποκαλύπτεται προς το τέλος (και που μας κάνει να μισήσουμε πραγματικά τους «κακούς» σα να είμαστε θεατές του Φώσκολου) είναι τόσο κοινά μελοδραματικό που σε μιαν άλλη ταινία θα γέλαγες μ’αυτό. Όχι σ’αυτήν: αποκαλύπτεται πάλι μέσα από μια βαρετή συζήτηση ανάμεσα στον ανάπηρο και στον Καραμάνη, σ’ ένα κάδρο που ήδη έχουμε δει 2-3 φορές στην ταινία και (ως εικόνα) παύει να μας εκπλήσσει. Κι έτσι μας αγανακτεί, μας δηλητηριάζει η αποκάλυψή του, ακριβώς επειδή μας την σερβίρουν σαν κάτι απολύτως τετριμμένο.

Είπα «Φώσκολος» και πρέπει να πω αμέσως το εξής: το ελληνικό νουάρ που προσπάθησαν να δημιουργήσουν εκείνος, αλλά και ο Δημόπουλος, ο Γεωργιάδης, ο Κατσουρίδης και ο Δαλιανίδης σε κάποιες ταινίες τους δεν είναι εντελώς για γέλια. Έχοντας αρρωστήσει με την αναπαραγωγή τους στα σήριαλ ή στις νυχτερινές επαναλήψεις , έχουμε ξεχάσει τις αναμφισβήτητες κινηματογραφικές αρετές κάποιων στιγμών τους. Δείτε ξανά τον «Ίλιγγο», την «Οργή», τους «Αδίστακτους», τη «Λόλα», το «Κοινωνία ώρα μηδέν». Κάτω απ’ τις χοντράδες των σεναρίων και τις κλισεδιές της αφήγησης, υπάρχει σινεμά: λαϊκό στοιχείο, καθαρές ερμηνείες από σχεδόν μη ηθοποιούς, παρασυρμός του θεατή σε έναν σεξουαλικό ερεθισμό πολύ εφηβικό και γι΄αυτό ιδιαίτερα ύπουλο, φωτογραφική τόλμη.

Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού

Δεν ξέρω αν θ’ αρέσει στον Οικονομίδη αυτό που θα γράψω, αλλά με το «Μικρό Ψάρι» γίνεται ο πρώτος αληθινός Δημιουργός που γεννάει αυτή η μισο-γελοία παράδοση του ελληνικού, φοβισμένου ’60.

Γιατί εκεί που εκείνες οι ταινίες θα έβαζαν μια σκηνή έντασης, αυτός μένει ήσυχος, εκεί που θα έβγαζαν έναν γελοίο λόγο περί ηθικής, αυτός απλά κοιτάζει, εκεί που ένα γκλισάντο του Μίμη Πλέσσα θα σου έλεγε «Κοίτα!», ένα χαδάκι της κιθάρας του Μπάμπη Παπαδόπουλου σου λέει «Αυτό που είδες δεν έχει και τόση σημασία, αυτό που νιώθεις τώρα όμως, το αντέχεις;».

Ο Μουρίκης δίνει την καλύτερη του ερμηνεία ως τώρα – κι αυτό, όπως ξέρετε, δεν είναι εύκολο να το πεις. Έχει καταλάβει πως αυτή την φορά δεν παίζει έναν ρόλο σε ταινία του Οικονομίδη, αλλά τα ίδια τα μάτια του σκηνοθέτη. Που συνειδητοποιεί σιγά-σιγά πως ό,τι πίστεψε (η Ελλάδα, η λαϊκότητα, το σεξ, το σινεμά) ήταν ένα ύπουλο παιχνίδι για τα λεφτά, ένα κόλπο του Μεγάλου Ψαριού για να μαγέψει (σαν μεγαλούπολη σε κλασικό noir) το μικρό ψαράκι.

Ίσως γι’ αυτό η ταινία του είναι η αποκαλυπτικότερη ως τώρα για την κρίση. Γιατί καθόμαστε και τη βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μας σαν μια σειρά ψεμάτων που πιστέψαμε. Εξ ου και η ιδιοφυής χρήση τόσων ερασιτεχνών της υποκριτικής σε ρόλους μεγάλων υποκριτών. Η Πόπη Τσαπανίδου, ο κομίστας Πέτρος Ζερβός, η σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου είναι έξοχες επιλογές, για πολύ διαφορετικούς λόγους η καθεμιά.

Τον Οικονομίδη τον αγαπώ πραγματικά μετά από αυτήν την ταινία. Γιατί είναι φανερό πια πως δεν κάνει στιλ, έχει στιλ. Είναι λαϊκός τόσο, που οι λαϊκοί θα σπεύσουν να τον παρεξηγήσουν, για να τον αγαπήσουν πραγματικά, όπως του αξίζει. Κι είναι τολμηρός, γιατί εκεί που θα μπορούσε να παγώσει στη φόρμα του, δεν ξεφεύγει προς το αφηρημένο με ελαφρά πηδηματάκια όπως θα έκανε ο συνηθισμένος φοβιτσιάρης, κάνει ένα παραδοσιακό γκανγκστερικό φιλμ και το ανατρέπει όχι ως σινεφίλ, αλλά ως καλός σκηνοθέτης.

Κάτω απ’αυτό το παρουσιαστικό χασάπη, κάτω απ’ το «στ’αρχίδια μου» που απάντησε όταν ο «Μαχαιροβγάλτης» επελέγη ως η ελληνική πρόταση του 2011 για το Όσκαρ, κάτω από τις επιτηδευμένα επιθετικές συνεντεύξεις κι απ’ τις ατέλειωτες ιστορίες περί αυταρχικότητας την ώρα της δουλειάς, κρύβονται τα βαθουλωμένα μάτια του Μουρίκη, ο ήρεμος τρόπος που πυροβολεί, το σώριασμα των νεκρών στην οθόνη και μέσα μας.

Ξανάδα πρόσφατα το «Le Samourai» του Μελβίλ. Ίσως να το είδε κι ο Οικονομίδης ή οι σεναριογράφοι του. Αν το είδε, τότε κάποια στιγμή γύρισε το βλέμμα του αλλού: σ’ένα είδος γυάλας, που μέσα της στριφογυρνάει με ηλίθιο ύφος εδώ και χρόνια το ελληνικό ψαράκι. Έδωσε μια φροντισμένα άγαρμπη μπουνιά και η γυάλα έσπασε σαν καθρέφτης.

Φοίβος Δεληβοριάς