Η Αντιγόνη Νέτα μεταφέρει στη σκηνή του Ιδρύματος Κακογιάννη την ιστορία της προγιαγιάς της Αντιγόνης Μαυρομματοπούλου, ιστορία που διασώθηκε όταν το 1971, δηλαδή ένα χρόνο πριν πεθάνει, αφηγήθηκε την ζωή της στον εκτοπισμένο στη Μακρακώμη εγγονό της Βίκτωρα Νέτα, θείο της σκηνοθέτιδας. Η αφήγηση αυτή καταγράφηκε σε κασέτα, η οποία μάλιστα ακούγεται στην παράσταση, και λειτουργεί ως μαρτυρία για ένα συγκλονιστικό ταξίδι προσφυγιάς που διήρκησε 12 χρόνια με αφετηρία την Ίμερα του Πόντου και κατάληξη τη Νεάπολη Κοζάνης. Το 1974 ο σκηνοθέτης πατέρας της Αντιγόνης Νέτα, Θανάσης σκηνοθέτησε μια μικρή μήκους ταινία βασισμένη στην μαρτυρία της γιαγιάς του, η οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και ταξιδεύει σε Σουηδία, Ιαπωνία, Καναδά, Γαλλία. Ο Θανάσης Νέτας ετοιμάζει στη συνέχεια μια μεγάλη μήκους ταινία με παραλλαγή του ίδιου θέματος και κάνοντας έρευνα μαζεύει και άλλες μαρτυρίες συγγενών της Αντιγόνης που τις ηχογραφεί επίσης σε κασέτες. Τα σχέδια για την ταινία δεν ευδοκιμούν αλλά το πλήρωμα του χρόνου έρχεται και η δισέγγονη Αντιγόνη μεταφέρει στη σκηνή την ιστορία της συνονόματης προγιαγιάς που έζησε τη προσφυγιά και τον ξεριζωμό αλλά ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Η συγκλονιστική ιστορία της φέρνει στο νου το σημερινό μαρτυρικό ταξίδι εκατομμυρίων προσφύγων που επίσης δε το βάζουν κάτω προκειμένου να φτάσουν στο νέο τους σπίτι. Ποια είναι όμως η ιστορία της Αντιγόνης Μαυρομματοπούλου όπως μας την περιγράφει η Αντιγόνη Νέτα;
«Η Αντιγόνη γεννιέται το 1893 στην Ίμερα του Πόντου. Παντρεύεται το 1910 τον Γιώργο Μαυρομματόπουλο, η ίδια ήταν το γένος Σετάτου, και μάλιστα από αίσθημα, πράγμα σπάνιο για την εποχή. Τότε τα αρραβώνιαζαν από μωρά, όμως τελικά αυτοί με τους οποίους τους είχαν αρραβωνιάσει παντρεύτηκαν άλλους και οι δυο τους γνωρίζονται στο σπίτι του καθηγητή Χρυσουλίδη, όπου ήταν οικότροφη, κι εκεί μάλιστα ανταλλάσουν τα ραβασάκια τους.
Μετά το γάμο γίνεται το Σύνταγμα των Τούρκων που ζητά επιστράτευση και έτσι ο Γιώργος, ο άντρας της, φυγαδεύεται στη Ρωσία με ξένο διαβατήριο για να μην τον πάρουν φαντάρο. Ο Μαυρομματόπουλος πάει λοιπόν στην Τασκένδη, όπου βρίσκει τα αδέρφια του και τα αδέρφια της Αντιγόνης που ήδη εργάζονται εκεί. Έναν χρόνο μετά η Αντιγόνη τον ακολουθεί, αφήνοντας πίσω τον πρωτότοκο γιο της. Η πρώτη επιχείρηση τους ήταν κούρσες, τα πρώτα μεγάλα αυτοκίνητα της Τασκένδης, τα οποία χρησιμοποιούν κυρίως αξιωματούχοι για τις μετακινήσεις τους. Αποκτούν την πρώτη τους κόρη που τη χάνουν από κοκκύτη μόλις μετά από 10 μήνες. Φεύγουν για την Κοκάνδη όπου ανοίγουν μεγάλους φούρνους και εκεί τους βρίσκει ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, η Ρωσική επανάσταση και η τοπική αντεπανάσταση. Τότε παίρνουν την απόφαση να γυρίσουν στην Τουρκία αλλά λόγω των τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών δεν μπορούν.
Δρόμοι που κανονικά διασχίζονται σε 4 ώρες τους κάνουν σε 8 ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας γεννάει το πέμπτο παιδί της, έχουν μεσολαβήσει άλλες δύο γέννες μετά τον θάνατο της κόρης της, μέσα σε ένα τραίνο πάνω σε ένα χαλί που κουβαλά συνεχώς μαζί της, το στρώνει όπου βρει για να νιώσει το νέο μέρος σπίτι της. Συνολικά γέννησε 11 φορές αλλά μόνο επτά από τα παιδιά κατάφεραν να επιβιώσουν.
Δεν καταφέρνουν να φτάσουν στην Τουρκία μέσω Ρωσίας αφού υπάρχει μεγάλη αναστάτωση λόγω των τοπικών αντεπαναστάσεων και αναγκάζονται να πάνε μέσω Περσίας. Πρόκειται για κομβόι ανθρώπων που χρησιμοποιούν διάφορα μέσα: τραίνα, άμαξες, μουλάρια, τα πόδια τους.
Η οικογένεια Μαυρομματόπουλου είχε οικονομική άνεση αλλά στον τελευταίο τους σταθμό πριν περάσουν στην Περσία, στο Ασχαμπάτ, αφήνουν όλα τους τα υπάρχοντα γιατί πλέον δεν μπορούν να τα κουβαλήσουν. Το θετικό από την άλλη είναι ότι σχεδόν σε όλη τους την πορεία βρίσκουν συγγενείς κάτι που αποδεικνύει την οικουμενικότητα που είχαν τότε οι άνθρωποι. Δυστυχώς αυτό μετά τους Βαλκανικούς πολέμους αρχίζει και χάνεται για χάρη της «εθνικής καθαρότητας». Είναι κρίμα που χάθηκε η οικουμενικότητα του ελληνισμού και η ευκολία του να προσαρμόζεσαι και κάνεις σπίτι σου εκεί που βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή. Άλλωστε η πατρίδα είναι κάτι που κουβαλάς μέσα σου.
Φτάνουν στο πρώτο χωριό της Περσίας με μουλάρια, έχοντας στα χέρια τους μόνο τα τρία τους παιδιά και το χαλί. Στο Κοτσάν αναγκάζονται να μείνουν ένα μήνα και μετά άλλο ένα μήνα στο Μεσέτ. Είμαστε πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών και είναι πραγματικά εγκλωβισμένοι. Στο Κοτσάν και στο Μεσέτ δεν τους αφήνουν καν να πάρουν νερό. Τους δίνουν χρήματα από το προξενείο «με εντολή Βενιζέλου» όπως έλεγε και η Αντιγόνη αλλά οι ντόπιοι μπακάληδες δεν τους αφήνουν να αγοράσουν τρόφιμα ή οτιδήποτε άλλο. Σε άλλα χωριά τους υποδέχονται καλύτερα. Και οι ίδιοι βέβαια νιώθουν περαστικοί, ξέρουν ότι θέλουν να προχωρήσουν. Όμως «εφτά φορά πέφτουν και οκτώ σηκώνονται». Δεν έχει ακόμη κλείσει ένας αιώνας και βλέπουμε ότι στην ίδια γειτονιά συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Περνούν από τη Τεχεράνη, το Ρεχτ και το Παχλέβι και επιστρέφουν πάλι στο Μπακού, δηλαδή στη Ρωσία. Η Ευτυχία που γεννήθηκε στο τραίνο πεθαίνει στο Μπακού και εκεί μαθαίνουν ότι δεν μπορούν να γυρίσουν στη Τουρκία με κανένα τρόπο. Είναι δύσκολο να επιβιβαστούν στα πλοία προς την Ελλάδα γιατί φεύγουν φορτωμένα με ζώα αλλά και ανθρώπους ασφυκτικά. Αποφασίζουν να παραμείνουν για κάποια χρόνια στη Ρωσία μολονότι νιώθουν πατρίδα την Ελλάδα. Όταν η κόρη της πάει σε ελληνικό σχολείο στο Βατούμ βάζει τα κλάματα μόλις αντικρίζει τα ελληνικά γράμματα στο βιβλίο. Κι όλα αυτά παρότι δεν είχαν βρεθεί ποτέ στη χώρα.
Μένουν στο Βατούμ για τέσσερα χρόνια μέχρι το 1924 όπου έρχεται η είδηση από την Λοζάνη για την ανταλλαγή πληθυσμών. Μαθαίνουν ότι και οι δικοί τους μαζί με τον πρωτότοκο θα φύγουν για την Ελλάδα και αποφασίζουν να πάρουν το πλοίο. Από λάθος η οικογένεια της Ίμερας φτάνει στη Θεσσαλονίκη και η Αντιγόνη με τον άνδρα της και τα παιδιά της αποβιβάζονται στον Πειραιά. Μαθαίνουν όμως ότι οι υπολοιποι έχουν εγκατασταθεί στη Νεάπολη Κοζάνης και ξεκινούν να τους βρουν. Ένα ταξίδι 12 χρόνων φτάνει στο τέλος του.
Στον Εμφύλιο καίγεται ολοσχερώς το χωριό και καταφεύγουν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί η Αντιγόνη κάνει κατάληψη σε ένα εγκαταλελειμμένο εβραϊκό σπίτι. Θέλει να τους ενώσει κάτω από την ίδια στέγη. Πρόκειται για μια καθαρά μητριαρχική οικογένεια. Η Αντιγόνη ανοίγει τον δρόμο και παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη δωδεκάχρονη οδύσσεια τους.
Αυτή η γυναίκα είχε χιούμορ και δυναμισμό και η ζωή με τις δυσκολίες της την είχε σκληρύνει κατά κάποιο τρόπο. Το βασικό της μοτίβο ζωής ήταν το «πάμε παρακάτω», με τα δύσκολα δεν λυπόταν αλλά τα χρησιμοποιούσε ως μάθημα για να προχωρήσει. Αυτό το ταξίδι της θέλω να συνεχιστεί για αυτό μεταφέρουμε την ιστορία της στη σκηνή. Μας έχει επηρεάσει βαθύτατα ως προσωπικότητες όλους στην οικογένεια μου. Ακόμη και τη πεντάχρονη κόρη μου, που ακούγεται στην παράσταση να τραγουδά ένα ρώσικο νανούρισμα».