Ανάμεσα στους μεγαλοσχήμονες που στήριζαν οικονομικά την HANL ήταν κι ο παντοδύναμος Τζακ Γουόρνερ, επικεφαλής του ιστορικού στούντιο, που, μετά από προτροπή του θρησκευόμενου αδερφού του, Χένρι, που διέκρινε από νωρίς τη φασιστική απειλή, διέκοψε κάθε επαγγελματική σχέση με την Γερμανία και έγινε ο πρώτος που έδωσε το πράσινο φως για μια σειρά αντι-χιτλερικών ταινιών. Το Confessions of a Nazi Spy του 1939 με τον Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον θεωρείται ορόσημο, αφού ήταν η πρώτη ταινία που χρησιμοποιεί ως κακούς τους Ναζί, προλαβαίνοντας ακόμα και το Μεγάλο Δικτάτορα του Τσάρλι Τσάπλιν, που κυκλοφόρησε το 1940. (Η έξοδος της ταινίας δεν ευχαρίστησε τους πάντες, αφού προκάλεσε τον εμπρησμό του τοπικού γραφείου της Warner στο Μιλγουόκι από υποστηρικτές των Ναζί, ενώ στην Πολωνία κρέμασαν αιθουσάρχες μέσα στα σινεμά τους επειδή τόλμησαν να την προβάλλουν.) Άλλοι, σχετικής θεματολογίας, τίτλοι της Warner περιλαμβάνουν το κινούμενο σχέδιο Bosko’s Picture Show, το μελόδραμα Espionage Agent και το ντοκιμαντερίστικο Black Legion, που παρακολουθούσε τη φασιστική δράση στις ΗΠΑ – το στούντιο όχι μόνο δεν υπέκυψε σε απειλές και οργισμένες καταδίκες ακόμα και από το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, αλλά έφτασε και μέχρι τα Όσκαρ με το Sergeant York με τον Γκάρι Κούπερ στην πρώτη του νίκη να υποδύεται τον αληθινό ήρωα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που αιχμαλώτισε 132 Γερμανούς.
Φυσικά η διασημότερη αντιναζιστική ταινία με την υπογραφή της Warner τυχαίνει να είναι και η διασημότερη ταινία όλων των εποχών, το Καζαμπλάνκα του μετανάστη από την Ουγγαρία Μάικλ Κερτίζ – την ίδια χρονιά, ο Λούμπιτς κυκλοφόρησε την καλύτερη από όλες τις κωμωδίες του, το κλασικό Να Ζει Κανείς Ή Να Μη Ζει; (μια από τις πιο ξεχωριστές επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού) για ένα θίασο που επιχειρεί να ξεγελάσει τους Ναζί στην κατεχόμενη Πολωνία. Ούτε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έμεινε ασυγκίνητος από τον επικείμενο κίνδυνο του φασισμού, σκηνοθετώντας το 1940 τον υποτιμημένο Ξένο Ανταποκριτή, τη δική του απόπειρα να πιέσει τις ΗΠΑ να συνδράμουν στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών που βρήκε ανέλπιστο θαυμαστή στο πρόσωπο του ίδιου του Γκέμπελς, που το αποκάλεσε «ένα αριστούργημα προπαγάνδας».
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την HNAL να έχει διασπαστεί και τους προοδευτικούς του Χόλιγουντ να αμφιταλαντεύονται συγχυσμένοι ανάμεσα στην ιδεολογία μιας φιλελεύθερης αμερικάνικης κοινωνίας και την ανάγκη για σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, φυτεύτηκαν οι ρίζες για τη Μαύρη Λίστα του Χόλιγουντ και τη δράση της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Μια νέα οργάνωση, η Hollywood Independent Citizens Committee of the Sciences, Arts, and Professions (HICCASP), που προωθούσε το New Deal του Ρούσβελτ, μετρούσε ανάμεσα στα μέλη της τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ, τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, τον Τζιν Κέλι, τον Ντιουκ Έλινγκτον, τον Φρανκ Σινάτρα. αλλά και φιγούρες προσκείμενες στον κομμουνισμό όπως το δραστήριο σεναριογράφο Ντάλτον Τράμπο και τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν. Αποστολή της οργάνωσης ήταν η καταπολέμηση του εγχώριου φασισμού, του ρατσισμού, της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας. Η ταινία-σύμβολο των ιδανικών που προωθούσε αυτό το κίνημα ήταν το Τα Καλύτερα Χρόνια της Ζωής Μας (1946) του Γουίλιαμ Γουάιλερ, που παρουσίαζε με πρωτοφανή για το κλασικό Χόλιγουντ ευθύτητα την απογοήτευση τριών βετεράνων που επιστρέφουν από τον Β’ Παγκόσμιο κι έρχονται αντιμέτωποι με την αδιαφορία και παθητικότητα της οικογένειας και της κυβέρνησής τους. Παρά την τεράστια κοινωνική, εμπορική και καλλιτεχνική απήχησή του (κέρδισε 9 Όσκαρ), έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και προετοίμασε το έδαφος για την κυριαρχία της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ωστόσο, παρά το μετέπειτα εκτροχιασμό των αμερικάνικων ατομικών ελευθεριών, η Ιστορία βλέπει μάλλον θετικά το χειρισμό του Χόλιγουντ απέναντι στο φασισμό τη στιγμή που υπήρχε η πιο επείγουσα ανάγκη.