Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Πώς το Χόλιγουντ έγινε antifa τις δεκαετίες 1930-40…

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η εξέλιξη και διάδοση του κινηματογράφου ως μέσου ψυχαγωγίας και καλλιτεχνικής έκφρασης, ιδίως στην Αμερική, συνέπεσε με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. Τη δεκαετία του 1930, οι ακραία εθνικιστικές κυβερνήσεις κι ο αντισημιτισμός που κέρδιζε έδαφος κυρίως στην Γερμανία οδήγησαν σε μαζική έξοδο προς την Αμερική πολλούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς που αργότερα θα γίνονταν θρύλοι της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, όπως ο Μπίλι Γουάιλντερ, ο Ερνστ Λούμπιτς, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Λουίζ Ράινερ, ο Φριτς Λανγκ, ο Πίτερ Λόρε, ο Φρεντ Τσίνεμαν και ο συνθέτης Μαξ Στάινερ.
Την ώρα που οι Ναζί εξοστράκιζαν τους Εβραίους από τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία και στρίμωχναν τους αμερικανούς παραγωγούς, ένα παρόμοιο κλίμα άρχισε να κυριεύει και την άλλη όχθη του Ατλαντικού, σε σημείο που οι υπεύθυνοι λογοκρισίας των χολιγουντιανών στούντιο έδιναν λόγο για τις αποφάσεις τους στον υπουργό Προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ, Γιόζεφ Γκέμπελς, και σβάστικες έκαναν προκλητικά την εμφάνισή τους στους δρόμους του Λος Άντζελες. (Περισσότερες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη σκοτεινή αυτή περίοδο του Χόλιγουντ αναφέρονται σε αυτό το άρθρο του Hollywood Reporter.) Ο πολιτικός αναβρασμός άνοιξε το δρόμο για την εισχώρηση προοδευτικών κι «αριστερών» ιδεολογιών στο Χόλιγουντ που οδήγησαν τους εργαζόμενους (σεναριογράφους, αρχικά) σε συνδικαλισμό ως αντίδραση στους απαρχαιωμένους περιορισμούς του Κώδικα Χέιζ που εξακολουθούσε να βάζει τρικλοποδιές στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο βασικός εκφραστής του Κώδικα, Τζόζεφ Μπριν, είχε υιοθετήσει μια μετριοπαθή προς ανεκτική δημόσια στάση απέναντι στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, ενώ στην ιδιωτική του ζωή ήταν βαθύτατα αντισημίτης, θεωρώντας παράλληλα ότι προστάτευε την κοινωνία από την αληθινή προπαγάνδα, εκείνη των κομμουνιστών, ακολουθώντας τις ρωμαιοκαθολικές προσταγές (που άλλωστε αποτέλεσαν βάση για τη δημιουργία του Κώδικα).
Ο καλλιτεχνικός ακτιβισμός βρήκε την ιδανική πλατφόρμα του το 1936, οπότε και ιδρύθηκε η οργάνωση Hollywood Anti-Nazi League of the Motion Picture Industry (HANL) από τον Ότο Κατζ, εραστή της Μάρλεν Ντίτριχ και σοβιετικό κατάσκοπο του οποίου η ζωή θα γέμιζε καμιά δεκαριά ταινίες. Στα high society μέλη της συγκατελέγονταν, μεταξύ άλλων, η Ντόροθι Πάρκερ, ο Τζέιμς Στιούαρτ (που ο συγγραφέας Ντέιβιντ Γουέλμπι χαρακτηρίζει «σχεδόν παθολογικά οργανωτικό»), ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, o Όσκαρ Χάμερστιν Β’, ο Τσίκο Μαρξ, ο Φρέντρικ Μαρτς και η Γκλόρια Στούαρτ. O Γουέλμπι στο βιβλίο του The Moguls and the Dictators: Hollywood and the Coming of World War II γράφει: «[Η HANL] ήταν η πρώτη επιφανής αντιχιτλερική οργάνωση που δεν συνδεόταν ρητά με τους Αμερικανοεβραίους. Ήταν το κεντρικό σημείο αναφοράς για τον αντι-ναζισμό της βιομηχανίας για τα επόμενα 3 χρόνια. Ένωσε τους εμιγκρέδες με τους διανοούμενους της Νέας Υόρκης, και η επιρροή της μετέτρεψε τοπικά βιβλιοπωλεία, κομμωτήρια και πάρτι σε κέντρα συζήτησης». Το 1936 διοργάνωσε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την επίσκεψη του γιου του Μουσολίνι, Βιτόριο, στο Χόλιγουντ κι ένα χρόνο μετά μποϊκόταρε με επιτυχία τη συμφωνία της σκηνοθέτιδας των Ναζί, Λένι Ρίφενσταλ, με τον Γουόλτ Ντίσνεϊ.

Confessions of a Nazi Spy, του Ανατόλ Λίτβακ (1939)

Ανάμεσα στους μεγαλοσχήμονες που στήριζαν οικονομικά την HANL ήταν κι ο παντοδύναμος Τζακ Γουόρνερ, επικεφαλής του ιστορικού στούντιο, που, μετά από προτροπή του θρησκευόμενου αδερφού του, Χένρι, που διέκρινε από νωρίς τη φασιστική απειλή, διέκοψε κάθε επαγγελματική σχέση με την Γερμανία και έγινε ο πρώτος που έδωσε το πράσινο φως για μια σειρά αντι-χιτλερικών ταινιών. Το Confessions of a Nazi Spy του 1939 με τον Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον θεωρείται ορόσημο, αφού ήταν η πρώτη ταινία που χρησιμοποιεί ως κακούς τους Ναζί, προλαβαίνοντας ακόμα και το Μεγάλο Δικτάτορα του Τσάρλι Τσάπλιν, που κυκλοφόρησε το 1940. (Η έξοδος της ταινίας δεν ευχαρίστησε τους πάντες, αφού προκάλεσε τον εμπρησμό του τοπικού γραφείου της Warner στο Μιλγουόκι από υποστηρικτές των Ναζί, ενώ στην Πολωνία κρέμασαν αιθουσάρχες μέσα στα σινεμά τους επειδή τόλμησαν να την προβάλλουν.) Άλλοι, σχετικής θεματολογίας, τίτλοι της Warner  περιλαμβάνουν το κινούμενο σχέδιο Bosko’s Picture Show, το μελόδραμα Espionage Agent και το ντοκιμαντερίστικο Black Legion, που παρακολουθούσε τη φασιστική δράση στις ΗΠΑ – το στούντιο όχι μόνο δεν υπέκυψε σε απειλές και οργισμένες καταδίκες ακόμα και από το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, αλλά έφτασε και μέχρι τα Όσκαρ με το Sergeant York με τον Γκάρι Κούπερ στην πρώτη του νίκη να υποδύεται τον αληθινό ήρωα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που αιχμαλώτισε 132 Γερμανούς.

Φυσικά η διασημότερη αντιναζιστική ταινία με την υπογραφή της Warner τυχαίνει να είναι και η διασημότερη ταινία όλων των εποχών, το Καζαμπλάνκα του μετανάστη από την Ουγγαρία Μάικλ Κερτίζ – την ίδια χρονιά, ο Λούμπιτς κυκλοφόρησε την καλύτερη από όλες τις κωμωδίες του, το κλασικό Να Ζει Κανείς Ή Να Μη Ζει; (μια από τις πιο ξεχωριστές επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού) για ένα θίασο που επιχειρεί να ξεγελάσει τους Ναζί στην κατεχόμενη Πολωνία. Ούτε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έμεινε ασυγκίνητος από τον επικείμενο κίνδυνο του φασισμού, σκηνοθετώντας το 1940 τον υποτιμημένο Ξένο Ανταποκριτή, τη δική του απόπειρα να πιέσει τις ΗΠΑ να συνδράμουν στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών που βρήκε ανέλπιστο θαυμαστή στο πρόσωπο του ίδιου του Γκέμπελς, που το αποκάλεσε «ένα αριστούργημα προπαγάνδας»

 

Να Ζει Κανείς Ή Να Μη Ζει;, του Ερνστ Λούμπιτς (1942)

 

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την HNAL να έχει διασπαστεί και τους προοδευτικούς του Χόλιγουντ να αμφιταλαντεύονται συγχυσμένοι ανάμεσα στην ιδεολογία μιας φιλελεύθερης αμερικάνικης κοινωνίας και την ανάγκη για σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, φυτεύτηκαν οι ρίζες για τη Μαύρη Λίστα του Χόλιγουντ και τη δράση της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Μια νέα οργάνωση, η Hollywood Independent Citizens Committee of the Sciences, Arts, and Professions (HICCASP), που προωθούσε το New Deal του Ρούσβελτ, μετρούσε ανάμεσα στα μέλη της τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ, τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, τον Τζιν Κέλι, τον Ντιουκ Έλινγκτον, τον Φρανκ Σινάτρα. αλλά και φιγούρες προσκείμενες στον κομμουνισμό όπως το δραστήριο σεναριογράφο Ντάλτον Τράμπο και τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν. Αποστολή της οργάνωσης ήταν η καταπολέμηση του εγχώριου φασισμού, του ρατσισμού, της ανεργίας και της οικονομικής ανισότητας. Η ταινία-σύμβολο των ιδανικών που προωθούσε αυτό το κίνημα ήταν το Τα Καλύτερα Χρόνια της Ζωής Μας (1946) του Γουίλιαμ Γουάιλερ, που παρουσίαζε με πρωτοφανή για το κλασικό Χόλιγουντ ευθύτητα την απογοήτευση τριών βετεράνων που επιστρέφουν από τον Β’ Παγκόσμιο κι έρχονται αντιμέτωποι με την αδιαφορία και παθητικότητα της οικογένειας και της κυβέρνησής τους. Παρά την τεράστια κοινωνική, εμπορική και καλλιτεχνική απήχησή του (κέρδισε 9 Όσκαρ), έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και προετοίμασε το έδαφος για την κυριαρχία της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ωστόσο, παρά το μετέπειτα εκτροχιασμό των αμερικάνικων ατομικών ελευθεριών, η Ιστορία βλέπει μάλλον θετικά το χειρισμό του Χόλιγουντ απέναντι στο φασισμό τη στιγμή που υπήρχε η πιο επείγουσα ανάγκη.

 

Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου