«Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει», ένα διήγημα της Γωγώς Ατζολετάκη από τη συλλογή «12 και 5 Αμαρτωλές Ιστορίες»

Είχε δυο μεγάλα, βαθιά, μελαγχολικά μάτια. Κι ήταν αγόρι. Το πολύ δώδεκα χρονών. Μακρύ, μπλε παντελονάκι κι ένα βαμβακερό, καρό πουκάμισο. Ήταν απόγευμα όταν μπήκε στη ζωή μου. Ένα απ’ αυτά τα σκοτεινά απογεύματα του Νοέμβρη, που πολύ αμφιβάλλεις αν θα ξαναβγεί ποτέ ο ήλιος. Ήταν ευγενικό παιδί. Ήσυχο. Κι απορημένο. Σαν να μην καταλάβαινε το χρόνο, τον τόπο, την αιτία.

Μαζί του ήρθαν κι οι γονείς του. Ο πατέρας σκυθρωπός· η μάνα ανέκφραστη. Λες κι είχε μια κρούστα αντί για δέρμα στο πρόσωπό της. Τα ρούχα των γονιών, τριμμένα. Καθαρά, αλλά παλιομοδίτικα, πολυκαιρισμένα. Του αγοριού σε καλύτερη κατάσταση, αλλά κι αυτά όχι του κουτιού. Ανέδιδαν τη μυρωδιά από δεύτερο χέρι.

Με το που μπήκαν μέσα, κάθισαν. Αμίλητοι. Καμιά δουλειά· ούτε τα πανωφόρια τους δεν έβγαλαν. Το παιδί ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι. Νύσταζε. Μ’ ακούμπησε κι ένιωσα τον τρυφερό χτύπο της καρδιάς του.

«Μην κοιμηθείς!» είπε χωρίς να κουνηθεί η μάνα. «Περιμένουμε κόσμο».

«Έχει ακόμη ώρα» είπε ο πατέρας.

Το αγόρι ήρθε λίγο πιο κοντά μου, λύγισε τα γόνατα κι αποκοιμήθηκε. Σαν να μην είχε τι άλλο να κάνει. Σαν να ’ταν ο ύπνος μια μοναδική λύση.

Επτάμισι περίπου χτύπησε η πόρτα και μπήκε ένας κύριος φρεσκοξυρισμένος κι ατσαλάκωτος, που κρατούσε στα πεντακάθαρα χέρια του μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα.

«Ξύπνα, αγάπη μου» είπε η μάνα και σκούντηξε το μικρό.

Ο φρεσκοξυρισμένος κύριος άνοιξε την τσάντα. Στηθοσκόπιο, πιεσόμετρο, λάστιχο και μια βελόνα.

«Πάλι;…» ψιθύρισε με μισόκλειστα μάτια το αγόρι και πρότεινε το χέρι χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση του τι κάνει.

Ο κύριος τον μέτρησε κι έπειτα του ’χωσε στη φλέβα μια βελόνα. Πήρε όσο αίμα του χρειαζόταν, το έβαλε σε ένα φιαλίδιο, τακτοποίησε και τα υπόλοιπα σύνεργα στην τσάντα και σηκώθηκε.

«Αύριο το πρωί θα γίνουν κάποιες τελικές ρουτίνας» είπε τυπικά. «Για την επιβεβαίωση των μέχρι τώρα αποτελεσμάτων. Δε νομίζω να υπάρξει πρόβλημα. Τα πρωινά ούρα μην ξεχάσετε. Να τρέξουν λίγα στην αρχή και τα υπόλοιπα στον ουροσυλλέκτη· ξέρετε… Απόψε να φάει ελαφρά ο μικρός. Σας περιμένω στις εννιά».

Έπειτα καληνύχτισε με μια μικρή κλίση της κεφαλής και αποχώρησε. Στο μεταξύ είχε βραδιάσει για καλά. Μ’ αυτό το μαύρο, που πολύ αμφιβάλλεις αν θα ξαναγίνει ποτέ μέρα. Ο πατέρας πετάχτηκε και πήρε μερικά σουβλάκια. Για το αγόρι κρέμα κι ένα ρυζόγαλο.

Έτρωγαν σιωπηλοί. Η κρούστα στο πρόσωπο της μάνας την εμπόδιζε να μασήσει και ένας κόμπος στο λαιμό δεν άφηνε τη μπουκιά να κατέβει κάτω. Με το ζόρι έφαγε μισό σουβλάκι. Το υπόλοιπο το τύλιξε προσεκτικά και το ’ριξε στο καλαθάκι μες στο μπάνιο.

Η ώρα είχε πάει εννιάμισι. Ώρα για ύπνο. Στα χωριά έχουν μάθει να κοιμούνται νωρίς, γιατί η μέρα τους πάντα ξεκινά από το χάραμα. Η μάνα βοήθησε το αγόρι να γδυθεί και του ’δωσε να βάλει την πιτζάμα του. Ύστερα έβαλε κι αυτή τη νυχτικιά της.

Ο πατέρας όρθιος, μουντός, και το αγόρι ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Κοντά, πολύ κοντά μου· κι ήταν από τις λίγες φορές που ένιωθα καλά από την παρουσία ενός ανθρώπου. Από το άγγιγμα ενός ανθρώπου. Ίσως γιατί ήταν παιδί. Ίσως γιατί καταλάβαινα από διαίσθηση, πως ήταν ένα παιδί με προαποφασισμένη μοίρα.

Ο πατέρας κάθισε πλάι του στην άκρη του κρεβατιού και το χάιδεψε με στοργικό πόνο στα μαλλιά.

«Θα σου πω ένα παραμύθι, γιε μου…» ακούστηκε ίσια και αχρωμάτιστη η φωνή του. «…Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας άντρας και μια γυναίκα. Φτωχοί, πολύ φτωχοί κι οι δυο· δεν είχανε στον ήλιο μοίρα. Για να βγάλουνε το λιγοστό ψωμί τους, δουλεύανε μέρα νύχτα στα χωράφια. Σκληρή δουλειά. Το καλοκαίρι τούς τσουρούφλιζε ο ήλιος και το χειμώνα τούς θέριζαν οι βοριάδες. Ήτανε, όμως, πάντα γελαστοί κι οι δυο τους, πάντα μ’ ένα τραγούδι στην καρδιά και μ’ ένα λουλούδι στο στόμα. Μια μέρα ανταμωθήκανε κι αγαπηθήκανε. Κι αποφασίσανε να μπούνε σε κοινή μοίρα. Ο ήλιος κι ο βοριάς δεν τους τρομάζανε. Είχανε την αγάπη τους, τα νιάτα τους, και χέρια μαθημένα να δουλεύουν. Παντρεύτηκαν και φτιάξανε φαμίλια –ένα αγοράκι και δυο κοριτσάκια– πάντα μ’ ένα τραγούδι στην καρδιά και μ’ ένα λουλούδι στο στόμα. Η γειτονιά απορούσε και οι περαστικοί θαύμαζαν πώς άνθιζε χαρά μέσα σε τόση φτώχεια;…

»Όμως το κακό παραμόνευε και δεν άργησε να τους χτυπήσει την πόρτα. Ξαφνικά το ένα κοριτσάκι –το πιο μικρό, σωστό αγγελούδι– έπεσε άρρωστο βαριά. Έσβηνε απ’ τον πυρετό και οι γιατροί είπαν πως βοτάνι της γιατρειάς υπήρχε, όμως βρισκότανε μίλια μακριά και χρειαζόντουσαν πολλοί παράδες για να το φέρουν στο αγγελούδι που αργοπέθαινε. Και πού να τους βρουν τόσους παράδες οι φτωχοί γονείς; Κανείς δε βόηθαγε… Το σπιτικό τους βουτήχτηκε ξάφνου στη θλίψη. Μαράθηκαν τα λουλούδια και τα τραγούδια γίνηκαν βουβός λυγμός. Έτρεχε ο πατέρας, χτύπαγε πόρτες, σκοτωνόταν στη δουλειά, αλλά μια μέρα σταμάτησε να τρέχει, γιατί το εργοστάσιο που δούλευε τότε, έκλεισε. Στο δρόμο οι εργάτες, ανεργία, το μεγαλύτερο προσόν του δύστυχου πατέρα –τα νιάτα και τα χέρια που είχανε μάθει να δουλεύουν–, ήτανε πια χωρίς αντίκρισμα.

»Μετά από λίγο ήρθε η ώρα να βρεθεί κυριολεκτικά στο δρόμο. Αυτός κι όλη η φαμίλια του, μαζί και το άρρωστο κοριτσάκι. Ο σπιτονοικοκύρης τους τούς πήγε στο δικαστήριο των ανθρώπων και ζήτησε απ’ το δικαστή να βγάλει απόφαση για τα έξι νοίκια που χρωστούσαν. Κι ο δικαστής είπε πως αν σε τρεις μήνες δεν πληρώσουν αυτά που χρωστούνε, να πάρουν τα πράγματά τους και να πάνε αλλού. Τρελάθηκαν η μάνα κι ο πατέρας. Πώς να πληρώσουν, πού να βρουν λεφτά, πώς να ταΐσουν τα παιδιά τους, και πώς να φέρουν το βοτάνι για να γιατρέψουν το μικρό τους κοριτσάκι;…

»Μια μέρα ο πατέρας, έτσι απελπισμένος καθώς ήταν, κάθισε σ’ ένα πεζούλι να ξαποστάσει και να σκεφτεί αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να κάνει και δεν το ’χε κάνει. Και ξαφνικά τον πήραν τα κλάματα. Ντράπηκε –κοτζάμ άντρας και να κλαίει;– και προσπάθησε να σταματήσει. Όμως, δεν μπόρεσε. Γιατί τα δάκρυα δε βγαίνανε από τα μάτια, πετιόντουσαν απ’ την ψυχή του· κι άμα ανοίξει η βρύση της ψυχής, δεν κλείνει εύκολα. Έκλαιγε ασταμάτητα, θρηνούσε για τη μοίρα του και την κακή του τύχη. Και τότε τον πλησίασε μια όμορφη κυρία και του είπε γλυκά:

»“Μην κλαις, φτωχέ. Εγώ θα σε βοηθήσω”.

»Παραξενεύτηκε ο πατέρας. Σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε μ’ ελπίδα. Και τότε η κυρία ξαναμίλησε και είπε:

»“Υπάρχει τρόπος για να βγεις από τη φτώχεια. Να ’ρθει και το βοτάνι και να ζήσει όλη σου η φαμίλια με αξιο­πρέπεια”.

»“Πώς;” ρώτησε ο πατέρας. “Ποιος είν’ ο τρόπος; Πες μου τον!”.

»Η κυρία του χάρισε ένα πλατύ, γλυκό χαμόγελο και του είπε:

»“Έχεις ένα αγόρι… Γερό παιδί. Αυτό μπορεί να σας σώσει. Και δε χρειάζεται να κάνει πολλά πράγματα. Απλώς θα δώσει κάτι που του περισσεύει”.

»“Τι;” ρώτησε έκπληκτος ο πατέρας.

»“Αύριο θα σου πω” είπε η κυρία, πάλι με γλυκό χαμόγελο. “Αύριο την ίδια ώρα, έλα να με βρεις εδώ”.

»Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε ο φτωχός γονιός. Και την άλλη μέρα έτρεξε όλος περιέργεια να συναντήσει την όμορφη κυρία. Τη βρήκε να τον περιμένει στο πεζούλι, πάντα με το γλυκό χαμόγελο στα χείλια. Του είπε, του εξήγησε, και στην ψυχή του γίνηκε σεισμός. Η όμορφη κυρία δεν ξαφνιάστηκε. Κούναγε το κεφάλι της με κατανόηση και τον περίμενε υπομονετικά να ηρεμήσει.

»“Καταλαβαίνω…” του είπε μετά από λίγο, “…είναι φυσικό. Όμως για σκέψου πόσο καλά θα ζήσετε αποδώ και μπρος. Τα χρήματα είναι πολλά. Θα γιάνεις το κορίτσι σου, θα σώσεις το σπιτικό σου, θα σπουδάσεις τα παιδιά σου… και όλ’ αυτά μόνο με ένα νεφρό που δε χρειάζεται”».

Το αγόρι είχε ήδη αποκοιμηθεί. Τι σόι παραμύθι ήταν αυτό που του ’λεγε απόψε ο πατέρας; Ανούσιο και μάλλον βαρετό. Τα καλά παραμύθια, αυτά που του ’λεγε η γιαγιά, μιλούσαν για βασιλοπούλες, βασιλόπουλα και δράκους. Δράκους, που είναι αψηλοί σαν κάστρα, που ζούνε σε σπηλιές και σε ρουμάνια, που έχουν πάνω σε μαλαματένια τρίποδα και ολοπλούμιστες κασέλες σωρούς τα διαμάντια, τα μπριλάντια, τα φλουριά και τ’ ασημένια γρόσια. Δράκους, που χνοτίζουν τον αέρα σαν αιμοβόρικα σκυλιά για να βρουν το ανθρώπινο κρέας που τους μυρίζει, και που άμα πεινούν, βουτάνε τ’ ανθρωπάκια και τα κάνουν μια χαψιά. Τέτοια παραμύθια τον γοήτευαν το μικρό. Αυτό που του ’λεγε ο μπαμπάς του απόψε, δεν ήταν παραμύθι. Καλύτερα ένα όνειρο!

Την άλλη μέρα σηκώθηκαν νωρίς. Πλύθηκαν σαν αυτόματα, φορέσανε τα ίδια ρούχα κι έφυγαν. Το βράδυ γύρισαν μόνοι η μάνα κι ο πατέρας. Αμίλητοι. Κι αμέσως πέσανε για ύπνο. Είπανε «καληνύχτα», αλλά η μάνα δεν κοιμήθηκε σταλιά· εγώ παρακολουθούσα. Η μάνα γύρισε στο πλάι, κουλουριάστηκε, κι ένιωσα την κρούστα του προσώπου της να λιώνει από μεγάλα, ζεστά δάκρυα. Όλη τη νύχτα τρέχανε τα δάκρυα. Και το πρωί η υγρασία στέγνωσε κι έγινε πάλι κρούστα.

Πάνω από δυο βδομάδες είχανε το ίδιο πρόγραμμα ακριβώς. Φεύγανε το πρωί και γύρναγαν σχεδόν βράδυ. Τη φωνή τους ελάχιστα την άκουσα. Ό,τι είχαν να πουν, το ’λεγαν με τα μάτια. Γλώσσα βαριά, που όταν γινόταν αβάσταχτη, απέφευγε ο ένας το βλέμμα του άλλου.

…Είχε δυο μεγάλα, βαθιά, μελαγχολικά μάτια αυτό το αγόρι. Κι ήτανε πάλι απόγευμα όταν ξαναήρθε στη ζωή μου. Ένα απ’ αυτά τα απογεύματα του Δεκέμβρη, που η πόλη αρχινά να σπάει τη μουρτζούφλικη ρουτίνα της με λαμπιόνια, φωτεινές γιρλάντες και πασπαλισμένες με χρυσόσκονη βιτρίνες. Μπήκε μαζί με τους μάλλον γελαστούς γονείς του. Φαινόταν αδυνατισμένο και η μελαγχολία σάμπως και να ’χε σκάψει λαγούμια στα μεγάλα μάτια του. Φορούσε ένα όμορφο κοστούμι, ακριβό μπουφάν και ολοκαίνουργια παπούτσια. Στα χέρια του κρατούσε μια μπάλα ποδοσφαίρου. Όμως, εξακολουθούσε να είναι απορημένο. Σαν να μην καταλάβαινε το χρόνο, τον τόπο, την αιτία.

Η μάνα γέμισε αμέσως ένα ποτήρι με νερό απ’ το νιπτήρα και του ’δωσε να πιει ένα χάπι. Το αγόρι το κατάπιε χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση του τι κάνει. Ύστερα γδύθηκε για να φορέσει την πιτζάμα του. Και μόλις έβγαλε πουλόβερ και παντελόνι, φάνηκε πάνω στην τρυφερή του σάρκα το σημάδι. Κάτι σαν μαχαιριά πίσω στα πλευρά. Μια μαχαιριά που θα του θυμίζει όσο ζει, πως δράκοι υπάρχουν και στα σημερινά ανούσια παραμύθια, σαν κι αυτό που του είπε ο πατέρας. Απλώς στις μέρες μας εκπολιτίστηκαν. Δεν είναι άγριοι, δεν είναι σαν κάστρα αψηλοί, ούτε ζουν απομονωμένοι σε σπηλιές και σε ρουμάνια. Σήμερα κυκλοφορούν άνετα σαν κύριοι, ντύνονται κομψά, απολαμβάνουν το απεριτίφ τους σε ιδιόκτητες πισίνες με υδρομασάζ, οργώνουν τις θάλασσες με τις θαλαμηγούς τους, μιλούν γλυκά, χαμογελούν ακόμα πιο γλυκά, και τα φλουριά τους τα φυλάνε ερμητικά σε τράπεζες ελβετικές, απ’ όπου βγαίνουν σε μορφή επιταγής με υπογραφή από ολόχρυσο Montblanc. Κατά τα άλλα, εξακολουθούν να χνοτίζουν με την ίδια μανία τον αέρα σαν αιμοβόρικα σκυλιά και να εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους με κρέας ανθρώπινο.

Οι 12 και 5 Αμαρτωλές Ιστορίες της Γωγώς Ατζολετάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ιωλκός. 

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA