Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Ανταπόκριση από τις Νύχτες Πρεμιέρας: Λίγο πριν το τέλος

Το να φτιάξεις μια ταινία με πολλαπλή αφήγηση, η οποία εξηγεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες ένα γεγονός και στο τέλος σου δίνει την απάντηση είναι ένα δύσκολο μα πάντα ενδιαφέρον εγχείρημα. Το Ανθρώπινο Κεφάλαιο, παρά τα κάποια «σκονάκια» που κρύβει στα μανίκια του, καταφέρνει να περάσει την τάξη και όχι με τη βάση, μα με «λίαν καλώς» στον έλεγχο.

Το δυστύχημα ενός ποδηλάτη που πεθαίνει μετά από σύγκρουση με ένα αμάξι, ανοίγει το φάκελο για να δούμε πως φτάσαμε ως εκεί. Η (χωρισμένη σε 4 κεφάλαια) ιστορία δύο οικογενειών που ξεκινά έξι μήνες πριν το ατυχές συμβάν, αποδεικνύεται αρκετά πολύπλευρη για να αφηγηθεί αποκλειστικά τη μια σκοπιά. Έτσι, κομμάτι-κομμάτι, (ψηφίδα την ψηφίδα) αρχίζουν να αποκαλύπτονται τα στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τους υποψήφιους ενόχους, μέχρι να φτάσουμε στην αλήθεια.

Το  μεμπτό στη συγκεκριμένη ταινία αφορά καθαρά στην επίλυση της υπόθεσης που εξιστορεί. Ενώ μέχρι να φτάσουμε στη λύση της υπόθεσης πηγαίνει περίφημα, ξαφνικά φαίνεται σαν να χάνει κάπως τη συνολική της μαεστρία και, βαριεστημένη, να επιλέγει ένα εύκολο κλείσιμο, το οποίο μπορεί τόσο να δικαιολογήσει, όσο και να συγκινήσει. Μα όταν η υπόλοιπη ταινία αφορά σε κρίσιμα ζητήματα, σε κοινωνικές διαβαθμίσεις και διαφορές αντίληψης, σε μια έμμεση κρίση στο χάσμα μεταξύ κεφαλαίου και πολιτισμού, η απλή επίκληση στο συναίσθημα (και μάλιστα βεβιασμένη και αρκετά μελοδραματική), μοιάζει να μην ανταποδίδει στο θεατή την προσοχή που εκείνος μέχρι στιγμής είχε επιδείξει. Σίγουρα, δείχνει ότι πάνω απ’ όλα ο δημιουργός Paolo Virzi έχει ανθρωπιά και δεν παραμένει στείρος κριτής, ότι θέλει να θίξει και τα πιο απλά πράγματα, μα ακόμα και με αυτή την αντίληψη, ισοπεδώνει μερικώς τη μέχρι τότε προσπάθειά του. Κατ’ ανάλογο τρόπο (μα όχι με ανάλογη ποιότητα) με το Παρελθόν του Farhadi: εξαίσιο χτίσιμο, απογοητευτικό φινάλε. Τουλάχιστον εδώ το σώζει κάπως στο τελευταίο δίλεπτο.

Σε περίπτωση που μπορέσει κανείς να αγνοήσει τη συγκεκριμένη παράμετρο, θα βρεθεί προ ευχάριστων εκπλήξεων. Θα γνωρίσει χαρακτήρες με διαφορετικό υπόβαθρο, άλλους βασισμένους στα κινηματογραφικά «κακομοιράκια» των μεσαίων τάξεων/απότοκα της comedia italiana, άλλους που έχουν προσμονές από τη ζωή μα η ίδια τους προσφέρει όχι ποιότητα αλλά μόνο ανέσεις και άλλους που παραμένουν ορκισμένοι στρατιώτες του αγνού έρωτα, που θα έφταναν στα άκρα για να πολεμήσουν για την αγάπη τους. Θα  δει ένα ρυθμό αμείωτο που καταφέρνει να τραβήξει μια ταινία στα 100 λεπτά χωρίς να την κάνει να φανεί βαρετή ούτε λεπτό. Δε θα κουραστεί στην προσπάθεια να καταλάβει τις πληροφορίες που του δίδονται ,όπως χρόνους, ονόματα, γεγονότα και διασυνδέσεις. Γενικώς, θα απολαύσει ένα καλοστημένο whodunit.

Μα το μεγαλύτερο προσόν του φιλμ είναι η μεγάλη προσοχή του σεναρίου στη συνέχειά του. Τρεις φορές πηγαινοέρχεται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, περιγράφοντας κοινες χρονικά περιόδους από διαφορετικές οπτικές γωνίες, αλλά ποτέ δε χωλαίνει. Πάντα μελετά τι έχει προηγηθεί και τι ακολουθεί σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, χωρίς να μπορεί κανείς να φέρει κάποια αντίρρηση σχετικά με απροσεξίες και ανακρίβειες. Σε  αρκετές πτυχές του μπορεί να μην κατατάσσεται στα μεγάλα κινηματογραφικά δημιουργήματα, μα το σενάριό του είναι αξιοθαύμαστα ακριβές. Και γι’ αυτό η προβολή του κρίνεται αναγκαία από κάθε σινεφίλ που αρέσκεται σε μια σωστά δομημένη αφήγηση.

Πέρσι στις «αργές» προβολές απόλαυσα –με όλη τη σημασία της λέξης- το ανεπανόρθωτο κάψιμο του Εκδικητή με το Κιλοτάκι. Φέτος, στη μια βραδινή προβολή που έμελλε να παρακολουθήσω (κάποια πράγματα, έστω και από συνήθεια, μ’ αρέσει να τα τηρώ), είπα να ρίξω λίγο τους τόνους και να δω ένα διαφορετικού είδους mindfuck. Μόνο που, για να ‘μαι ειλικρινής, τη Νύχτα Του Κομήτη δε μπορώ να πω πως θα τη διηγούμαι για καιρό. 

Μια νύχτα, μια φιλική μάζωξη σε ένα σπίτι, οχτώ άτομα, ένας κομήτης που περνά κοντά από τη γη. Οι «δειπνοσοφιστές» είναι παλιοί γνώριμοι που δε βρίσκονται με την ίδια συχνότητα όπως παλιά, μα έχουν μεγάλο κέφι. Ώσπου, ένα blackout θα συντελέσει ώστε το βράδυ τους να σταματήσει να ‘ναι τόσο εύθυμο και μια ακαθόριστη απειλή, χωροχρονικής φύσης, αρχίζει να εκδηλώνεται.

Εξ’ αρχής είναι προφανής ο στυλιστικός ερασιτεχνισμός της ταινίας. Η κάμερα κουνιέται διαρκώς, οι φωτισμοί δεν είναι οι πλέον ταιριαστοί, οι ερμηνείες κυμαίνονται μεταξύ του προσποιητού και του μη πιστευτού, ενώ το φλύαρο σενάριο πάσχει από αρκετά κενά και εκνευριστικά γενικευμένες λύσεις στις απορίες. Μπουκώνει την κεντρική ιδέα με ένα σωρό από αχρείαστη πολυλογία και, όποτε καλείται να δώσει εξηγήσεις είτε τις δίνει, μα με μέτριο τρόπο είτε επιλέγει την εύκολη οδό.

Δε λέω, σε σύνολο μπορώ να παραδεχτώ πως υπήρξαν στιγμές που όντως αισθάνθηκα μια ατμόσφαιρα απόκοσμη να περιβάλλει τους ήρωες, μα λίγο αργότερα, οι ίδιοι κακογραμμένοι, άψυχοι και αχρείαστα ειρωνικοί (όσοι από αυτούς, τουλάχιστον μιλάνε, γιατί υπάρχουν και κάποιοι που ανά στιγμές ξεχνάς την ύπαρξή τους) την καταστρέφουν με την πεζότητα και την παντελή έλλειψη αληθοφάνειας. Διαφορετικοί μόνο εμφανισιακά, χαρακτηρολογικά ελάχιστα. Να ‘χουμε ένα μπούγιο μωρέ, «απλωθείτε ρε παιδιά να φανούμε καμιά πενηνταριά» που έλεγε και ο Χάρρυ Κλυνν.

Και ενώ προς το τέλος δείχνει να προσπαθεί να κάνει την υπέρβαση, να δημιουργήσει λίγη ποίηση μέσα στα ερείπια της ιδέας του (η περιπλάνηση της κεντρικής ηρωίδας), ξανά στερεί την ευκαιρία της ανάπτυξης για να καταλήξει βιαστικά σε ένα κλείσιμο τάχα «σοκαριστικό». Παραπαίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, νομίζει ότι Δημιουργεί ενώ απλά γεμίζει και η μόνη ζάλη που δημιουργεί είναι από τη διαρκή πολυλογία των ηθοποιών. Όχι από την υπόθεση. Για κατ’ οίκον προβολή εντάξει είναι, και πάλι για συγκεκριμένο κοινό. Προφανώς ένα κοινό στο οποίο δεν ανήκω.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας