Μηχανικός, ζωγράφος, εικαστικός, εσχάτως ποιητής, ανιψιός του Νίκου Κούνδουρου, πατέρας δυο κορών, μοιρασμένος ανάμεσα στο Λασίθι και τα Εξάρχεια, ο Άγγελος Σπάρταλης φοράει πολλά καπέλα. Αυτό που φαίνεται όμως να τον εξιτάρει περισσότερο είναι αυτό του σκηνοθέτη. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι αφιέρωσε πέντε ολόκληρα χρόνια σε μια ταινία, δίχως καμιά κρατική ή ιδιωτική υποστήριξη, δίχως τίποτα, πέρα απ’ το δικό του μεράκι και την όποια θεία μανία κατάφερε να εμπνεύσει στους συνεργάτες που μάζεψε στην πορεία, για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα απ’ τα πιο γνωστά και πιο αντικινηματογραφικά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Το Από τη Γη στη Σελήνη του, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, έγινε η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων στην Ελλάδα, χάρη σε «κουζουλάδα, πείσμα και αφέλεια», όπως λέει ο ίδιος στην Popaganda. Βέβαια, τα περισσότερα πράγματα που γίνονται για πρώτη φορά, χάρη σ’ αυτόν τον συνδυασμό γίνονται.
Με τον Σπάρταλη γνωριζόμαστε από παλιά. Ξεκινήσαμε τη φεστιβαλική καριέρα μας σχεδόν παράλληλα, εκείνος κάνοντας το φεστιβαλικό του ντεμπούτο στη Θεσσαλονίκη το 2006 με την Αρπαγή της Ευρώπης, εγώ καλύπτοντας εκεί το πρώτο μου μη αθηναϊκό κινηματογραφικό φεστιβάλ την ίδια χρονιά. Συναντηθήκαμε το ‘07, στο ίδιο φεστιβάλ, όταν παρουσίαζε το Μήλο Μέσα στο Κεφάλι Σου, και κάναμε την πρώτη μας συνέντευξη με μια μικροσκοπική φωτογραφική μηχανή τότε, απ’ τις πρώτες που τραβούσαν ένα κάποιο βίντεο. Εξ ου και η έκπληξή του όταν είδε φέτος τον φακό του Ανδρέα να τον σημαδεύει για τη φωτογράφηση. «Τι έγινε, ρε συ;» μου λέει, «Μεγάλωσε η κάμερά σου!». «Πάει σχεδόν μια δεκαετία, εδώ εσένα μεγάλωσαν τα μήκη σου» του απαντάω και με κοιτάζει μ’ αυτό το πονηρό κρητικό μειδίαμα που χωράει σ’ ένα βλέμμα ικανοποίηση, περηφάνια και ζαβολιά μαζί.
Εξωτική φιγούρα από μόνος του, μια εκτός τόπου και χρόνου σιλουέτα, ο Σπάρταλης ποζάρει με το λαδί παντελόνι χωμένο στα στιβάνια του και μια fleece ζακέτα ριγμένη πάνω απ’ το μαύρο μπλουζάκι του, οι χαώδεις μπούκλες της κεφαλής του να συμπληρώνουν τη σουρεάλ εικόνα ενός βουνίσιου Κρητίκαρου που στέκει καταμεσής στο Γκάζι, λες και έπεσε από εκείνο το αεροπλάνο απ’ τα ανέκδοτα. Στα ενδιάμεσα απ’ τα στησίματα του Ανδρέα, βγάζει απ’ την τσέπη ένα φλασκί και μας κερνάει. «Πιες», μου λέει, «κι άμα τελειώσει θα πάω μέσα να το γεμίσω, έχω φέρει δυο καζάνια». Ρακή. Το πιο δυνατό κρυφό του όπλο, όπως θα μάθω αργότερα.
Την είσοδο στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας κοσμούν δυο τεράστιες αφίσες. Απ’ τη μια, η στιβαρή, σκούρα κι απειλητική αυστηρότητα του βλέμματος του Βαγγέλη Μουρίκη απ’ το Μικρό Ψάρι του Γιάννη Οικονομίδη. Απ’ την άλλη, η φωτεινή συλλογή από αλλοπρόσαλλες φιγούρες του Σπάρταλη απ’ το Από τη Γη στη Σελήνη. Δικαίως, η αφίσα του Οικονομίδη έχει πρώτη μούρη την αρκούδα απ’ τη συμμετοχή της ταινίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Η αφίσα του Σπάρταλη, όμως, έχει κάτι λίγο πιο χρήσιμο στη μικρή, πρακτική ζωή ενός κινηματογραφιστή: φαρδιά-πλατιά τη σφραγίδα του χορηγού επικοινωνίας απ’ το MEGA. «Απίστευτο έτσι; Κι εγώ δεν το έχω πιστέψει ακόμη καλά-καλά», μου λέει όταν του το δείχνω.
Φτιαγμένη με μηδενικό προϋπολογισμό και με μόνο προωθητικό μηχανισμό τις μανιώδεις προσπάθειες του δημιουργού της και της ομάδας του, η ταινία του Σπάρταλη έκανε τα αποκαλυπτήριά της στις Νύχτες Πρεμιέρας το περασμένο φθινόπωρο. Προβλήθηκε ως ταινία έναρξης στο AnimaSyros λίγες μέρες μετά, και αφού παίχτηκε στο διεθνές διαγωνιστικό του Holland Animation Film Festival, ενός απ’ τα μεγαλύτερα φεστιβάλ animated ταινιών στον κόσμο, κέρδισε και το βραβείο κοινού στο 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας και Φανταστικού στην Αθήνα. Και χωρίς να έχει βρει ποτέ εταιρεία διανομής να τη βγάλει στις αίθουσες, αυτή η πρώτη μεγάλου μήκους animated ταινία στην Ελλάδα έχει ήδη πουλήσει τα τηλεοπτικά της δικαιώματα σε ένα απ’ τα μεγαλύτερα ιδιωτικά κανάλια της χώρας. Απ’ αυτά που μια οποιαδήποτε άλλη μικρομεσαία ελληνική παραγωγή θα έκανε τεμενάδες να εξασφαλίσει.
Τον ρωτάω πώς βρίσκει χώρο στην ελληνική αγορά μια ταινία σαν τη δική του, φτιαγμένη από ανθρώπους εκτός κυκλώματος, εντελώς εξωσυστημική, χωρίς πλάτες κάποιου γνωστού παραγωγού, χωρίς διανομέα, χωρίς λεφτά προώθησης, με μια αισθητική εντελώς παράταιρη με αυτό που έχουμε συνηθίσει να περιμένουμε ως animation. «Με μαγικά κόλπα», μου λέει. «Βρέθηκε, βασικά, χάρη στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και τους ανθρώπους της, οι οποίοι τιμούν το όνομά της. Και δεν το λέω αυτό επειδή παίζει το δικό μου ταινιάκι, σ’ το λέω ειλικρινά, επειδή γνώρισα τους ανθρώπους της και είναι πραγματικά φωτισμένοι. Και προβάλλουν λοιπόν το ταινιάκι μας, κι ο κόσμος ανταποκρίνεται, κι έτσι τσιμπάνε και δυο-τρεις κινηματογράφοι ακόμη, κι έτσι κάτι αρχίζει να κινείται. Μη φανταστείς τρελά πράγματα, αλλά κάτι κινείται. Άσε που έχουμε κι αυτήν την τρομερή περίπτωση, όπου ένα ιδιωτικό κανάλι ήρθε και έδειξε ενδιαφέρον να προβάλει την ταινία. Ούτε αυτό το περίμενα. Πραγματικά δεν το πιστεύω δηλαδή. Τσιμπιέμαι, πώς να σου πω!».
Στην επόμενη σελίδα: γιατί του λέει η μάνα του ότι έχει το θράσος χιλίων ερυθροκώλων πιθήκων;