Στις 20 Μαρτίου, ρόλο σολίστα στο Πρώτο Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο και Ορχήστρα σε μι ύφεση μείζονα, αναλαμβάνει ο Κορυφαίος Β’ στα Βιολοντσέλα, Άγγελος Λιακάκης. Συναντήσαμε τον αναγνωρισμένο μουσικό και μιλήσαμε μαζί του για τους δασκάλους, την επιστροφή στην Ελλάδα, την Πρώτη Ορχήστρα της Χώρας, αλλά και την επόμενη γενιά μουσικών.
Τι θυμάστε από τον πρώτο σας δάσκαλο, Χρήστο Σφέτσα; Από την αρχή τον φώναζα Χρήστο, με αυτή την αγάπη και την ασφάλεια που περιέχει ο ενικός με τον οποίο μιλούν τα παιδιά στους γονείς τους. Μαθήτευσα πλάι του για 11 ολόκληρα χρόνια. Πέρα από τα ειδικά στοιχεία της διδασκαλίας του στο βιολοντσέλο και τη μέθοδό του, ως άνθρωπος με ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ποιότητες και ευαισθησίες και βαθιά αγάπη για τη μουσική, πιστεύω ότι αποτέλεσε παράδειγμα και άφησε ένα στίγμα για το οποίο του είμαι πάντα ευγνώμων.
Πότε αποφασίσατε ότι η μουσική είναι ο δρόμος που θα ακολουθήσετε επαγγελματικά; Ήταν αναπόδραστη η έλξη ή σκεφτήκατε ποτέ μία άλλη καριέρα; Η συνειδητοποίηση αυτή ήρθε αφότου ξεκίνησα να παίζω για πρώτη φορά σε μαθητική ορχήστρα. Αυτό συνέβη όταν ήμουν 12. Όπως είπα και πριν, μέχρι εκείνη την ηλικία μπορεί να ήμουν επιμελής, αλλά το έκανα περισσότερο ως μαθητική αγγαρεία. Η ορχήστρα ήταν αποκάλυψη για μένα σε πολλά επίπεδα. Τόσο η χαρά που ένιωθα στις πρόβες και τις συναυλίες, αλλά και το πώς αυτό με τη σειρά του με έβαλε στη διαδικασία της μουσικής ακρόασης. Είχα μόλις αρχίσει να καταλαβαίνω σε πρώτο πρόσωπο ότι είχα να κάνω με μια αστείρευτη πηγή συγκινήσεων, η οποία μου άλλαξε τη ζωή.
Διεκδικώντας υποτροφίες αλλά και σπουδάζοντας σε μεγάλες ευρωπαϊκές σχολές (Ferenc Liszt Academy of Music στη Βουδαπέστη, Royal College of Music στο Λονδίνο, Royal Scottish Academy of Music and Drama) νοιώθατε την πίεση του ανταγωνισμού; Αν ναι ποιες οι θυσίες που ενδεχομένως χρειάστηκε να κάνετε για να επιβιώσετε σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Είναι γεγονός ότι και η μουσική – όπως και όλοι οι τομείς – έχει αναχθεί σε στίβο πρωταθλητισμού με πρόσχημα την επιβίωση, και προσαρμογή σε ένα αδυσώπητο ανταγωνιστικό επαγγελματικό περιβάλλον. Παρόλο που αυτές οι πρακτικές της αγοράς δεν έχουν καμία σχέση με την ουσία και το μήνυμα της μουσικής, τις βρίσκει κανείς να διαποτίζουν σε μεγάλο βαθμό την εκπαιδευτική διαδικασία με τρόπο τοξικό. Έχοντας πέσει και εγώ στην παγίδα αυτού του τρόπου σκέψης, γρήγορα κατάλαβα τη ματαιότητά του. Θεωρώ την έννοια του ανταγωνισμού διαρκώς παρούσα, αλλά επιλέγω να την αντιλαμβάνομαι ως μορφή εσωτερικής πάλης, κατά την οποία κάποιος καταβάλλει προσπάθεια να υπηρετήσει και να ανταποκριθεί στο καλλιτεχνικό του όραμα. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν θεωρώ πως υπάρχει θυσία από τη στιγμή που αυτός ο μηχανισμός ενεργοποιείται έσωθεν.
Έχετε θητεύσει δίπλα σε σημαντικούς καθηγητές. Έχετε κρατήσει κάτι από τη φιλοσοφία και την τεχνική ορισμένων; Λειτούργησαν ίσως κάποιοι για εσάς ως πρότυπα; Έχω συγκρατήσει το πνεύμα της διδασκαλίας των καθηγητών μου και το καλλιτεχνικό τους στίγμα το νιώθω παρόν. Παράλληλα όμως, νιώθω πως έχω τρομερή δυσκολία στο να ανασύρω από τη μνήμη μου συγκεκριμένες οδηγίες ή ειδικές συζητήσεις πάνω στο ρεπερτόριο και την ερμηνεία του. Παρά μόνο θραύσματα και σποραδικές εικόνες από μαθήματα. Παλιότερα, αισθανόμουν άβολα με αυτό. Μόνο όταν άρχισα να διδάσκω ο ίδιος, κατάλαβα και συμφιλιώθηκα με τον μηχανισμό κατά τον οποίο υπάρχει διαρκής κίνηση, συλλογή και απόρριψη, με μόνο ζητούμενο τη συγκρότηση και ενδυνάμωση της προσωπικής φωνής μας.
Τα πρότυπα, το μέτρο σύγκρισης που δίνουν, λειτουργεί θετικά ή μπορεί και να αποθαρρύνουν έναν νέο μουσικό; Μόνο θετικά μπορώ να δω το γεγονός ότι ένας νέος μουσικός αναζητά πρότυπα και βρίσκει τους «ήρωές» του, από τους οποίους μπορεί να αντλήσει έμπνευση. Η μίμηση παίζει κεντρικό ρόλο στην εκπαίδευση ενός μουσικού, όσο και αν αυτό αποτελεί πλέον ένα ανομολόγητο είδος ταμπού. Είναι ο ίδιος μηχανισμός με τον οποίο τα μικρά παιδιά μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα μιμούμενα τους γονείς τους. Από την άλλη, θα έλεγα ότι ο νέος μουσικός μάλλον αποθαρρύνεται περισσότερο – και ίσως με αδιόρατο τρόπο – από τους ίδιους τους μηχανισμούς που αναδεικνύουν αυτά τα πρότυπα. Για παράδειγμα, διαγωνισμοί που εστιάζουν ως επί το πλείστον στην αθλητική διάσταση της μουσικής, υποβιβάζοντας μια πληθώρα παραμέτρων μιας ερμηνείας, ή η εικόνα του κόσμου των ηχογραφήσεων και του CD ως πεδίου που βαδίζει ολοταχώς στον κορεσμό. Αναφέρω αυτά τα δύο παραδείγματα, διότι είναι χαρακτηριστικά δύο πρακτικών που εκτρέπουν από αυτό που για μένα αποτελεί τον κύριο στίβο του μουσικού και της ολοκληρωμένης μουσικής πράξης: τη ζωντανή συναυλία.
Τι σας έκανε να επιστρέψετε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές σας; Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να είναι ευτυχισμένος στο εξωτερικό.
Είστε Κορυφαίος Β’ στα Βιολοντσέλα της ΚΟΑ, ενώ παράλληλα έχετε μακρά εμπειρία συμμετοχής σε σύνολα μουσικής δωματίου. Η κάθε «θέση» τι προσφέρει στην εμπειρία και την ερμηνεία σας; Και τα δυο πεδία έχουν ως βάση τους τη συνύπαρξη. Η μουσική δωματίου διδάσκει τη συνύπαρξη. Το παράδειγμά που δίνει – ένας λόγος που απολαμβάνω ιδιαιτέρως τη διδασκαλία της – είναι παράδειγμα φροντίδας και μοιράσματος, το οποίο δεν αφορά μόνο τη μουσική, αλλά επηρεάζει και την υπόλοιπη ζωή μας. Αφουγκράζομαι τον άλλον και του προσφέρω τον καλύτερό μου εαυτό.
Το ρεπερτόριό σας εκτείνεται από το μπαρόκ μέχρι την avant-garde, ενώ έχετε στο ενεργητικό σας πρώτες εκτελέσεις έργων Ελλήνων δημιουργών. Πώς προσεγγίζετε ερμηνευτικά τις διαφορετικές περιόδους; Κάθε φορά που μπαίνουμε στη διαδικασία ως μουσικοί να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά ένα έργο, καλούμαστε να συμπληρώσουμε μια εικόνα, μία αφήγηση μέσα στον χρόνο. Οι οδηγίες που μας δίνει ο κάθε συνθέτης για αυτή τη συμπλήρωση, βάσει της παρτιτούρας του, σκιαγραφούν ένα νοηματικό πλαίσιο που, είτε αχνοφαίνεται, είτε γίνεται πιο συγκεκριμένο, σε κάθε περίπτωση παραμένει ημιτελές. Το τελικό και ενοποιητικό κομμάτι του παζλ είναι το δάνειο από μεριάς του εκτελεστή, το κομμάτι στο οποίο η φαντασία του μετουσιώνει και προσδίδει ζωή στα άψυχα σινιάλα από νότες και ρυθμούς, και τα ενοποιεί προσφέροντάς τα ως παράξενη γλώσσα στον ακροατή του. Υποκειμενικά και μοναδικά.
Θεωρείτε τον εαυτό σας αυστηρό δάσκαλο; Ναι, αλλά νομίζω ότι φταίνε οι συνθέτες γι’ αυτό. Ζητούν πολλά.
Ταυτίζεστε με μαθητές σας, λέτε ίσως «μου θυμίζει εμένα» ορισμένες φορές; Καμιά φορά οι μαθητές ξεπατικώνουν τους δασκάλους. Είναι κολακευτικό και χαριτωμένο ταυτόχρονα. Ενώ, όπως είπα και προηγουμένως, αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ένα από τα μεγάλα στοιχήματα της διδασκαλίας θεωρώ πως είναι η αυτονόμηση των μαθητών – ο εφοδιασμός τους με τα απαραίτητα εργαλεία για την ανάπτυξη της δικής τους προσωπικής φωνής.
Είστε αισιόδοξος για τις επόμενες γενιές μουσικών στην Ελλάδα; Για το δυναμικό της νέας γενιάς είμαι πολύ αισιόδοξος. Ελπίζω να βρουν γόνιμο έδαφος οι προσπάθειές τους, και γι’ αυτό εμείς οι υπόλοιποι έχουμε χρέος να αγωνιστούμε για την υπεράσπιση των αξιών στον χώρο της μουσικής και του πολιτισμού.
Πώς νιώθετε για την Ορχήστρα ενόψει της σολιστικής εμφάνισης; Είναι αυτονόητη η χαρά μου που θα βρίσκομαι ως σολίστ ανάμεσα στους συναδέλφους μου. Θα δουλέψουμε ένα από τα συναρπαστικότερα έργα του ρεπερτορίου του βιολοντσέλου, το Πρώτο Κοντσέρτο του Σοστακόβιτς: έχω κάθε λόγο να έχω μια γλυκιά ανυπομονησία!
Σας λείπουν οι ζωντανές εμφανίσεις; Μου λείπουν αφάνταστα. Θεωρώ ότι έχουμε στερηθεί τον ζωτικό μας χώρο.