«Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός» έλεγε, εν μέσω μιας «Καινούργιας Ζάλης», κάποτε ο Γιάννης Αγγελάκας. «Ο χρόνος είναι τα πάντα και τίποτα» τοποθετήθηκε αρκετά πιο πρόσφατα ο Παύλος Παυλίδης. Το πλήρωμα του χρόνου έμελλε πολλά και για τους δύο: με σημείο εκκίνησης την Θεσσαλονίκη («Παράξενη Πόλη» για τις Τρύπες – «Ξεσσαλονίκη» για τα Ξύλινα Σπαθιά), ο μεν Αγγελάκας με τις Τρύπες έδειξε τι πάει να πει συνέπεια στον πύρινο λόγο που μπορεί να αναφέρεται με την ίδια άνεση κι ένταση στην κοινωνική καταδήλωση αλλά και τους προσωπικούς δαίμονες. Κι από εκεί να συνεχίσει το μουσικά αέναο ταξίδι του, παρέα με ενδιαφέροντες Επισκέπτες μέχρι να αγγίξει το σημείο βρασμού των 100°C. Ο δε Παυλίδης με τα Ξύλινα Σπαθιά ξετύλιξε την κοφτερή του ποιητικότητα κι ενώ η μπάντα θα μπορούσε να επαναπαυθεί στην επιτυχημένη κιθαριστική συνταγή κομματιών όπως το «Λιωμένο Παγωτό», είχε τα κότσια να μπλέξει τα ηλεκτρονικά με τις κιθάρες και να γίνει «Τροφή για τα Θηρία». Κι από εκεί, η στιχουργική ευαισθησία του Παυλίδη αναδύθηκε σταδιακά στο προσκήνιο πιο απογυμνωμένη για να βαδίσει σε μελωδικότερα μονοπάτια και να προβάλει στον προτζέκτορα τις προσωπικότερες B-Movies του.
Ο δαίμονας του χρόνου πέρα από όλα τα παραπάνω, έμελλε να χρειαστεί σχεδόν τρεις δεκαετίες για να μοιραστούν οι δύο παραπάνω κύριοι επίσημα μαζί την σκηνή. Να ήταν οι συγκυρίες, να ήταν προσωπικές επιλογές, να ήταν πλέον η μόνη λύση; Δεν έχει πολλή σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι βρισκόμαστε σε μία κατάμεστη Τεχνόπολη που βράζει. Από τους μεν «Αγγελακικούς», από τους δε «Παυλιδικούς», από εμάς που υποτασσόμαστε ισόποσα και χωρίς συγκρίσεις στην δημιουργική γοητεία και των δύο. Σε μία νύχτα για τον Γιάννη, τον Παύλο κι εμάς, για τις στιγμές που «πεθαίνει γύρω κάθε ομορφιά» και από εκεί ξεφυτρώνει μία γιορτή. Από εδώ, στο διηνεκές.
Οι δείκτες του ρολογιού θέλουν περίπου 20 στροφές ακόμη για να δείξουν 9 και στην είσοδο της Τεχνόπολης υπάρχει μία μεγάλη ετοιμοπόλεμη μάζα κόσμου που δεν έχει εισιτήριο κι ευελπιστεί με κάποιον τρόπο να μπει, μιας και το live έχει βγει ήδη sold out από την προηγούμενη. Οι τελευταίοι αφιχθέντες που κατέχουμε το μαγικό χαρτάκι μπαίνουμε στο χώρο μετά από σχετική κίνηση στην είσοδο λίγα λεπτά πριν τις 9 σε μία κατάμεστη Τεχνόπολη που απαιτεί μαεστρία για να βρεις μία σχετικά κατάλληλη θέση και τα φώτα στην σκηνή σβήνουν. Τώρα αρχίζει το ταξίδι στη «χώρα που τα ρολόγια δεν έχουν δείκτες».
O Παύλος Παυλίδης ανεβαίνει με τους B-Movies στην σκηνή και μας καλησπερίζει δηλώνοντας σχεδόν ειρωνικά πως αυτή είναι «Άλλη Μια Μέρα», κάτι που θα διαψευστεί λίαν συντόμως. Αφού συνομιλεί για λίγο με αντικαταπληκτικές τύπισσες και σινεφίλ ονόματι Μαίρη, ακονίζει τα Σπαθιά του, μπαίνει στο «Στοιχειωμένο Σπίτι» του και μας παίρνει μαζί του. Ο κόσμος είναι λες και περίμενε αυτό το σπίρτο για να πάρει φωτιά, αλλά ακόμα σιγοβράζει η προσμονή που σχεδόν έχει μετατραπεί σε φαντασίωση, της στιγμής που θα δούμε το γκρέμισμα του τείχους. Και τα πρώτα τούβλα δεν αργούν να πέσουν.
“Oh captain, my captain!” αναφωνεί ο Παυλίδης στον κύριο που υπήρξε ο πρώτος «καπετάνιος» που όρισε την πορεία μία ολόκληρης σκηνής που ξεκίνησε πριν 35 σχεδόν χρόνια πίσω στα προβάδικα των Λαδάδικων. Δύο κεφάλια γεμάτα χρυσάφι ενώνονται πλέον στην σκηνή με την άφιξη του Αγγελάκα και τις πρώτες νότες του ομώνυμου κομματιού συνοδεύουν τα πρώτα καπνογόνα. Είναι αυτή η στιγμή ικανοποίησης, που σχεδόν έχει ξεχειλίσει από συναισθηματική και σημειωτική φόρτιση. Ο Αγγελάκας μένει για λίγο ακόμα στη σκηνή για να φυσήξει «Ζεστός Αέρας» και αφού ιδρώσαμε, αφήνει και πάλι τα ηνία στο πλήρωμα του Παυλίδη. Ο οποίος από εκεί και πέρα επιδίδεται με τους B-Movies σε ένα από τα καλύτερα setlists τους που έχουμε υπάρξει μάρτυρες, σχεδόν αποκλειστικά προερχόμενο από τον κατάλογο των Σπαθιών. Ακούσαμε μέχρι και τον «Βασιλιά της Σκόνης» για να διαπιστώσουμε πως «τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα». Και μετά από μιάμιση ώρα ένα είναι σίγουρο. Εδώ ήταν ωραία, μίστερ.
Και θα γίνει ακόμα ωραιότερα. Η σκηνή αδειάζει για περίπου δέκα λεπτά κι ενώ ένα κομμάτι μας έχει αδειάσει μαζί της, ένα άλλο περιμένει φορτισμένο. Η σκυτάλη δίνεται στον Αγγελάκα και τους 100°C κι ένα «Ακίνδυνο Τραγουδάκι» μας βάζει σε τροχιά Τρυπών, η οποία στη συνέχεια παίζει πινγκ πονγκ με πιο πρόσφατα αλλά και κλασικά πλέον κομμάτια του προσωπικού του καταλόγου. «Είμαι τυχερός, τυχερός, τυχερός, σ’ ευχαριστώ» τραγουδά και μοιάζει σαν να το απευθύνει σε εμάς και όλο αυτό που συμβαίνει μέσα στην Τεχνόπολη. Μία Τεχνόπολη που κυριολεκτικά σείεται από το χοροπηδητό και μαζί με «Το Τρένο» έρχονται κι άλλα καπνογόνα. «Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα», αλλά απόψε κανείς δεν μοιάζει χαμένος.
Ο Αγγελάκας συνεχίζει για σχεδόν μιάμιση ώρα να φτύνει σάλια, μισόλογα και τρύπιους στίχους και παρά τα κατάλευκα πλέον του μαλλιά μοιάζει σαν ένας αιώνιος έφηβος. Σε όλη αυτή την ώρα θυμάται τους «Νεάντερταλ» που έγραψαν μαύρες σελίδες στην πρόσφατη ιστορία με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα για να επισφραγίσει μετά από λίγο ότι σιγά μην κλάψουμε και φοβηθούμε. Τελικά, αυτό που σώζει είναι η αγάπη. Και την ακούσαμε. Τόσο δυνατά όσο δεν την έχουμε ξανακούσει ζωντανά, μιας και αυτό του οποίου γίναμε κοινωνοί για τα περίπου τέσσερα λεπτά που κράτησε το «Ακούω την Αγάπη» άγγιξε επίπεδα σωματικής και συναισθηματικής έντασης που δεν ζούμε κάθε μέρα.
Πλέον στο τείχος έχουν μείνει ελάχιστα τούβλα. Και μια «Σπασμένη Πολυθρόνα» ακουμπά και στα τελευταία θρύψαλα αυτών, με τον Παυλίδη να έρχεται και πάλι στη σκηνή. Και από εδώ και πέρα ζούμε αυτό ακριβώς που περιμέναμε. «Όλα Είναι Δρόμος» μας λένε και οι δύο μαζί, για να πάθουν ευθύς αμέσως «Αμνησία» σε μία απογυμνωμένη ακουστική εκδοχή του κομματιού που σε κάποιους αποθηκεύεται κατευθείαν στην μνήμη, από την οποία θα κάνει καιρό να σβηστεί. Ίσως φτάνει «Μόνο Αυτό». Το «Δεν Χωράς Πουθενά» έρχεται να ακουστεί σαν ύμνος που εκφράζει τρεις διαφορετικές γενιές που έχουν δώσει απόψε το παρών. Η «Γιορτή» φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν ανεβαίνουν και οι B-Movies στην σκηνή για να παίξουν όλοι μαζί το κομμάτι συνοδεία εφτά χιλιάδων περίπου φωνών από κάτω. Και πάνω που νομίζαμε ότι αυτό ήταν και ενώ όλοι έχουν αποχωρήσει από την σκηνή, ο Αγγελάκας ανεβαίνει και πάλι. Ανάβει τσιγάρο, κάθεται σε ένα ηχείο και μας κοιτάζει να τραγουδάμε την «Ταξιδιάρα Ψυχή». Σε αυτό το ταξίδι, τον περιμέναμε.
Ήταν μια βραδιά που όσοι έχουν παρακολουθήσει διψήφιο αριθμό φορών τους δύο κύριους που έχουν την τιμητική τους, είδαν στα καλύτερα τους αυτό ακριβώς που ξέρουν πως είναι μία εμφάνιση του καθενός ξεχωριστά. Εκείνες όμως τις κοινές στιγμές, αυτή η πυκνή σημασία που αποκτούσε αυτό που συνέβαινε στη σκηνή ερχόταν να μας υπενθυμίσει ότι μερικές φορές, τα στρατόπεδα και τα διλήμματα δεν χωρούν. Γιατί όταν η μουσική συνδέεται με στιγμές της ζωής και μιλά πλέον στη μνήμη σχεδόν παραπάνω από τις ίδιες τις στιγμές, όταν σημαδεύει την εφηβεία πολλών πλέον σαραντάρηδων και πενηντάρηδων που υπάρχουν απόψε ανάμεσά μας, αλλά και εφήβων ή εικοσάρηδων που μπορούν να εκφράζονται με την ίδια ένταση με αυτήν, ξέρεις ότι η καρδιά πατάει το μυαλό. Ο Γιάννης και ο Παύλος έριξαν μια ματιά σαν βροχή στους εαυτούς τους, στο μέσα μας, στη νύχτα των άλλων.
Άραγε αυτή η στιγμή θα κρατήσει την μοναδικότητα της ή μήπως θα μετατραπεί σε μια κανονικότητα; Δεν έχει σημασία. Ξέρουμε ότι ήμασταν εκεί όσο ακόμα ήταν μοναδική. Όπως και να ‘χει το μόνο που θέλουμε είναι να συνεχίσουν να καταστρέφουν με τραγούδια της ψυχής μας το μπουρδέλο. Ν’ ανατέλλουν.