«Πες μου λίγο και πόσους μήνες πριν είχες δουλέψει το #guvλα», ένα από τα πρώτα μηνύματα που δέχτηκα, όταν επέστρεψα πριν λίγες μέρες από το Andrew Weatherall festival (για τους «παλιούς» επισκέπτες του, απλά Convenanza), το διήμερο φεστιβάλ που διοργανώνει τα τελευταία χρόνια στη Νότια Γαλλία ο Andrew Weatherall – ο DJ/παραγωγός και διακεκριμένος gentleman της βρετανικής ηλεκτρονικής (και όχι μόνο) σκηνής εδώ και πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα (εδώ όσα χρειάζεται να ξέρετε γι’ αυτόν, σε περίπτωση που βρεθήκατε κατά λάθος σε αυτήν την σελίδα). Ήταν το hashtag που χρησιμοποίησα για τις «ανταποκρίσεις» μου στα σόσιαλ μίντια για όσα συνέβαιναν εκεί. Φανερά δηλωτικό του ενθουσιασμού μου για την περίσταση και του σεβασμού, δικού μου και τόσων εκλεκτικών θαυμαστών του, για τον οικοδεσπότη μας στο Théâtre de la Mer το διήμερο 22-23/9 που ακούει και στα ονόματα The Chairman, The Major, Lord Sabre. Αλλά κυρίως στο The Guv, είναι ο Kυβερνήτης της φυλής του καλού γούστου μέσα στον πολτό του dancefloor.
Για την ακρίβεια, το hashtag δε χρειάστηκε να το δουλέψω σχεδόν καθόλου. Χρειάστηκε απλά να πατήσω το πόδι μου στη Sète, τη μικρή παραθαλάσσια πόλη γνωστή και ως «Βενετία της Νότιας Γαλλίας» όπου έγινε φέτος η διοργάνωση (μέχρι πέρσι διεξαγόταν σε ένα κάστρο στο Carcassonne, μία μεσαιωνική πόλη εκεί κοντά), και να δω τον χώρο του event, ένα αμφιθέατρο χτισμένο πάνω σε βράχια με θέα τη θάλασσα. Ε ναι, ακούγοντας αυτό εδώ την ώρα που θα δύει ο ήλιος, ούτε καν ο έρωτας δε θα μπορούσε να ραγίσει την καρδιά κανενός από όλους όσοι ήμασταν εκεί.
Η Sète, για την οποία μετά από σοβαρά επιχειρήματα αποφασίσαμε ότι είναι «η Sète» και όχι «το Sète» ( – «νομίζω έτσι ακούγεται καλύτερα», – «εντάξει») είναι κατά βάση μία πόλη ψαράδων, κάτι που γίνεται κατανοητό βλέποντας τα εντυπωσιακά τεράστια ψαροκάικα αραγμένα στα κανάλια της πόλης και στο λιμάνι, καθώς και από την αντίστοιχη μυρωδιά που διατρέχει όλη την πόλη. Αν έχετε δει τις γαλλικές ταινίες δράσεις Taxi που είχαν γυριστεί στη Μασσαλία, τότε η Sète είναι η πόλη που θα είχαν γυριστεί αυτές οι ταινίες, αν αντί για αυτοκίνητα υπήρχαν κυνηγητά με σκάφη και αν τις είχε σκηνοθετήσει ο Wes Anderson.
Δε χρειάζεται και πολλή ανάλυση για να γίνει αντιληπτό ότι η τοπική κουζίνα βασίζεται στα θαλασσινά, με χαρακτηριστικές σπεσιαλιτέ το ψητό φιλέτο τόνου και το πιάτο “Brasucade de moules“, δηλαδή μύδια που παραδοσιακά μαγειρεύονται σε μεγάλη φωτιά από ξύλα σε εξωτερικό χώρο ή σε ένα μεγάλο τηγάνι σε κουζίνα. Από όποιο εστιατόριο και αν περνούσες, 7 στα 10 τραπέζια θα είχαν πάνω αυτό το μαύρο κατσαρολάκι με μύδια σε διάφορες παραλλαγές (στη φωτογραφία τα βλέπετε με μία σάλτσα που δε θα μάθουμε ποτέ τι ήταν, γιατί παραγγείλαμε με κόκκινη κι έγινε λάθος και μας έφεραν αυτά, κι αν έχετε πάει ποτέ στη Γαλλία, αντιλαμβάνεστε πόσο δύσκολο είναι να συνεννοηθεί κάποιος με τον/την σερβιτόρο/α, αν δεν έχει τουλάχιστον τρία πτυχία Sorbonne. Εμείς δεν είχαμε πτυχία, αλλά αυτά είχαν κρέμα γάλακτος και ήταν νόστιμα.)
Το δεύτερο πράγμα που καταλαβαίνεις άμεσα στη Sète είναι ότι, προφανώς, εκεί γεννήθηκε ο Paul Valéry, σπουδαίος ποιητής, συγγραφέας και φιλόσοφος, προς τιμήν του οποίου υπάρχει ένα μουσείο στην πόλη, 5-6 δρόμοι, ένα καφέ, ένα μπαρ, ένας φούρνος, μία γέφυρα, και πάει λέγοντας – οπότε νομίζεις είτε ότι κάνεις κύκλους και καταλήγεις συνέχεια στο ίδιο μέρος ή ότι έχει κολλήσει το Google maps. Στο τέλος, όμως, τους συγχωρείς, γιατί εντάξει, o Valéry προτάθηκε 12 φορές για Νόμπελ Λογοτεχνίας και τελικά δεν του το έδωσαν ποτέ, γιατί πέθανε, οπότε απλά φροντίζεις να μη δώσεις ποτέ ραντεβού σε κάποιο σημείο που περιέχει αυτό το όνομα, αν σε ενδιαφέρει πραγματικά να ξαναδείς αυτόν τον άνθρωπο. Το ποίημα του Valery “The Graveyard By The Sea” έχει γραφτεί για το εντυπωσιακό νεκροταφείο της Sète, το οποίο βρίσκεται σε έναν λόφο πάνω από το λιμάνι.
Τέλος, μικρή αλλά θαυματουργή, η Sète έχει το δικό της άθλημα, για το οποίο διεξάγεται εκεί κι εθνικό τουρνουά κάθε χρόνο τον Μάρτιο (Hint: δεν είναι το ποδόσφαιρο, το δεύτερο αγαπημένο πράγμα του Andrew Weatherall μετά τη μουσική) Το τοπικό άθλημα της Sète το ανακάλυψα γυρνώντας στην πόλη τα απογεύματα, οπότε και το μόνο που έβλεπα στις πλατείες ήταν συνταξιούχους χωρισμένους σε μικρές ομάδες να προσπαθούν κάτι να κάνουν με κάτι μικρές μεταλλικές μπάλες. Τα συμπεράσματά μου ήταν δύο: η Sète δεν έχει καφενεία και για εμένα είχε έρθει, δυστυχώς, εκείνη η ώρα που θα έπρεπε να γκουγκλάρω τις λέξεις “old people, balls, game, France”. Μετά από αυτό, έχω να σας πω να μην κάνετε ποτέ αυτό το search και, αν το κάνετε, να μην πατήσετε τα αποτελέσματα στις εικόνες. Θυσιάστηκα εγώ για εσάς, αλλά, τουλάχιστον, έμαθα ότι αυτό το παιχνίδι λέγεται pétanque και, μάλιστα, έχει απαθανατιστεί και στο πέμπτο τέυχος του Αστερίξ, Ο Γύρος της Γαλατίας, μιλάμε για πώρωση. Είναι τρελοί αυτοί οι Γάλλοι.
Το μικρό οδοιπορ(ωτ)ικό στη Νότια Γαλλία ολοκληρώθηκε με μία εκδρομή στο Montpellier, τη μεσαιωνική πόλη που απέχει 20 λεπτά από τη Sète, διάσημη για το πανεπιστήμιό της, απ’όπου αποφοίτησε και ο Αδαμάντιος Κοραής. Μία πόλη που έχει βρει το νόημα της ζωής, με κατοίκους άμεσους/ λιτούς/ χομπίστες, με μαγαζιά χωρίς στάνταρ ωράριο που ανοίγουν όποτε θέλουν, κι ΟΛΑ τα εστιατόρια γεμάτα ΟΛΗ τη μέρα. Το Montpellier είναι μία ζωντανή φοιτητούπολη, με ατελείωτα σοκάκια για βόλτες που διαθέτει όμορφες αντιθέσεις, όπως graffiti πάνω σε μεσαιωνικά κτήρια και τρούλους. Μία ενδιαφέρουσα υπενθύμιση ότι η Γαλλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη hip hop αγορά, αμέσως μετά τις ΗΠΑ.
Όσο για το φεστιβάλ; Δύσκολο να βάλω σε λέξεις όσα άκουσα, είδα και ένιωσα, επομένως το άφησα για το τέλος. Το φεστιβάλ έτρεχε Παρασκευή και Σάββατο από τις 19:00 έως τις 03:00, ενώ προηγήθηκε και ένα pre-party event την Πέμπτη σε ένα μπαρ στο κέντρο της Sète, μία πρώτη γεύση για το τι θα ακολουθούσε. Μας εντυπωσίασε μία φίλη του Guv και του DJ που έπαιζε εκείνο το βράδυ που νόμιζες ότι φοράει καλσόν, μα οι γραμμές στα πόδια της ήταν τατουάζ.
Η πρώτη μέρα ξεκίνησε με τον οικοδεσπότη Weatherall να μας υποδέχεται με ένα dub απογευματινό set, βάζοντας τις βάσεις για το χτίσιμο του ρυθμού που θα κορυφωνόταν τις επόμενες ώρες. Τη σκυτάλη πήραν οι Fontän, ένα ντουέτο από τη Σουηδία που όταν εμφανίζονται live έχουν κι ένα τρίτο μέλος στην κιθάρα, με αποτέλεσμα να ακούγονται σαν το παιδί των Led Zeppelin με τους Chemical Brothers (trust me, ίσως η καλύτερη εμφάνιση του φεστιβάλ, και δεν είμαι fan των Led Zeppelin) και από το κοινό να ανταποκρίνονται με κραυγές ενθουσιασμού. O Autarkic, ο Ισραηλινός DJ και παραγωγός που ακολούθησε, είχε δύσκολο έργο μπροστά του για να καταφέρει να ισοφαρίσει ό,τι προηγήθηκε. Αλλά… Ο Autarkic αποδείχθηκε αυτάρκης (editor’s note: η ατάκα που όλοι περιμέναμε), καταφέρνοντας όχι μόνο να σβήσει προσωρινά από το μυαλό μας τους Fontän, αλλά και στο τέλος να ακούγεται όπως θα ακούγονταν οι LCD Soundsystem, αν τα τραγούδια τους τα έγραφε τώρα η Νάνσυ και αν είχαν λίγες περισσότερες κάβλες και λίγο λιγότερες υπαρξιακές ανησυχίες. Η βραδιά έκλεισε με ένα μαραθώνιο σετ από τους A love from Outer Space, το dj σχήμα του Guv με τον Sean Johnston, το οποίο μας διακτίνισε ακριβώς εκεί που λέει το όνομά του.
Τη δεύτερη μέρα, ξεκίνημα πάλι με τον Sir Andrew με ένα σετ βασισμένο στη ραδιοφωνική εκπομπή του στο NTS Radio, Music’s not for Everyone. Και παρά το όνομα αυτό, αυτο το ωριαίο set είναι κάτι που εύχομαι να μπορούσαν να το έχουν ζήσει όλοι. Οι σκωτσέζοι Junto Club που ακολούθησαν, προσπάθησαν να μας βάλουν ξανά πίσω στο σώμα μας, φαίνεται να έχουν μελετήσει καλά τους Blur και τους Joy Division κι έτσι όπως είδαμε τον frontman να κινείται ανάμεσά μας, μας έπεισε ότι έχει φανερά κρατήσει σημειώσεις από όλες τις κινήσεις του Dave Gahan των Depeche Mode πάνω στη σκηνή. Όταν έδωσαν τη σκυτάλη στους Happy Meals, ο frontman των Junto Club, David Wilson, πέρασε την υπόλοιπη μία ώρα βγάζοντας φωτογραφίες από την performance της «είμαι-πάρα-πολύ-σέξι-γαλλίδα» τραγουδίστριας των Happy Meals. Μία από τις κακές φωτογραφίες, ήταν αυτή (ναι, πόδι είναι αυτό που βλέπετε σε κατακόρυφο…).
Πάντως, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν ο κόσμος, με τους μικρότερους ηλικιακά να διανύουν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους και τους μεγαλύτερους τουλάχιστον την έβδομη, ανθρώπους που φώναζαν με την παρουσία τους ότι, όπως έλεγε και η Penny Lane στην ταινία Almost Famous, «είμαστε εδώ εξαιτίας της μουσικής». Οι περισσότεροι φαίνονταν να γνωρίζονται μεταξύ τους, πράγμα καθόλου παράξενο, αν αναλογιστεί κανείς ότι το μότο του φεστιβάλ είναι “Turning Listeners Into Believers”. Οι πιστοί, φίλοι και ακόλουθοι του Guv, ήταν εκεί, έδιναν το παρών για ακόμη μία χρονιά, ξεκινώντας να χορεύουν την Πέμπτη το βράδυ και σταματώντας ξημερώματα Κυριακής.
Αν μου έχει μείνει μία εικόνα χαραγμένη από αυτό το φεστιβάλ, είναι αυτή. Όλοι να χορεύουν με φόντο τη θάλασσα, λουσμένοι σε μωβ φως είτε από το ηλιοβασίλεμα είτε από τα φώτα όταν έπεσε η νύχτα. Να χαμογελάνε, να σου μιλάνε απλά και μόνο για να σε ρωτήσουν ρητορικά «δεν είναι φανταστικό όλο αυτό;» και εσύ να μη χρειάζεσαι πτυχία για να καταλάβεις τι θέλουν να πουν, και ο Guv, πάνω ψηλά στα decks με τους πιστούς του από κάτω να λικνίζονται και να υποκλίνονται στην ευφυία και το μουσικό του ένστικτο, με τα μάτια του κλειστά, όλοι σε ένα συνεχόμενο «bliss», όπως εύστοχα σχολίασε κάποιος στο παρακάτω βίντεο που αποτυπώνει αυτό το στιγμιότυπο.
Το αμφιθέατρο του φεστιβάλ στη Sète ονομάζεται “Theater of the Sea”. Για εμάς που ζήσαμε αυτό, ονομάστηκε “Our church”.