«Λίγο πριν κάνουμε το Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε ξεκινήσαμε, νύχτα ακόμα, με τον Χρήστο Βακαλόπουλο για να επισκεφθούμε στην Καβάλα τον Αργύρη τον Μπακιρτζή. Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε τα ξημερώματα, αλλά εγώ έχω αυτό το πρόβλημα με τη Θεσσαλονίκη: όταν είμαι εκεί, χάνω τον προορισμό μου. Εφιστώ την προσοχή στον Χρήστο να έχει το νου του για την ταμπέλα Καβάλα. Ξαφνικά, βλέπω την θάλασσα στα αριστερά μας και του λέω “έχεις κάνει λάθος, πάμε για Αθήνα από δω”. Ευτυχώς βλέπουμε έναν κύριο να πουλάει μπανάνες, πάω, αγοράζω κάνα δυο και τον ρωτάω αν είμαστε σε καλό δρόμο. Αυτός μας λέει “μην ανησυχείτε δεν είναι η θάλασσα αυτή, είναι η λίμνη Βολβη, λίγο πιο μετά στην Ασπροβάλτα θα τη δείτε κανονικά στα δεξιά τη θάλασσα”. Χάρηκα τόσο πολύ που πήρα άλλες έξι μπανάνες κι επιστρέφω με τα χαρμόσυνα στον Χρήστο, έκανε κι ένα φοβερό κρύο και είχε δύο μέτρα κύμα η λίμνη. Ψάχνοντας να πιούμε έναν καφέ τον ρωτάω, “ρε Χρήστο, εδώ δεν έγινε το ιστορικό συνέδριο της Βολβης;”. Κάτι θυμόταν κι εκείνος, και με ρώτησε πόσοι σύνεδροι χρειάζονταν για να γίνει. Του απαντάω 1000-1500. Άρα, μου λέει, σίγουρα θα υπάρχει εδώ καλό ξενοδοχείο να πάρουμε το πρωινό μας. Και πράγματι, λίγο πιο κάτω, βλέπουμε κατευτυχισμένοι σημαίες, αστέρια, Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας χαμός και μπαίνουμε μέσα. Ήταν μόνο κάτι γεροντάκια, δεν είχαν ιδέα. Αρχίζουμε και ρωτάμε “πού έγινε το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης;”. Κανείς δεν ξέρει να απαντήσει. Γινόμαστε έξαλλοι και ο Χρήστος καταλήγει: “Έπαιξαν παιχνίδι στην πλάτη του κοσμάκη, το συνέδριο δεν έγινε ποτέ”. Το συζητούσαμε σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή, καταλήγοντας πώς το ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να καταγγείλει αυτήν την εξαπάτηση. Λέγοντας τέτοιες ιστορίες όμως δεν μπορεί να λείπει μια γυναίκα. Σκεφθήκαμε λοιπόν ότι κάποιοι, καλή ώρα σαν κι εμάς, πηγαίνοντας για διακοπές στη Θάσο, συναντάνε μια γυναίκα κι ο ένας την ερωτεύεται. Χρησιμοποιούν λοιπόν σαν πρόφαση το “παιχνίδι στις πλάτες του λαού” για να δικαιολογηθούν στις γυναίκες τους και στην πορεία γεννιέται κι ένα τρίτο πρόσωπο, ένας τρίτος μπατζανάκης, ο οποίος έπρεπε να είναι ΠΑΣΟΚόσκυλο που σηκώνεται να πάει να τους βρει για να διαπιστώσει τι συμβαίνει. Και κολλάει κι αυτός μαζί τους, λόγω έρωτα βέβαια. Να μην στα πολυλογώ, μέχρι την Καβάλα το είχαμε φτιάξει το σενάριο. Το κάναμε συχνά με τον Χρήστο αυτό, να πλάθουμε ιστορίες στα ταξίδια, άλλα 2-3 έτσι είχαν φτιαχτεί. Μετά γυρίσαμε τις Γυναίκες και δυστυχώς τον ερχόμενο Γενάρη, ο Χρήστος πέθανε. Ήμουν πολύ στενοχωρημένος, έκανα άλλη μια ταινία, τον Χουρσίτ Πασά και σε κάποια άσχετη στιγμή θυμήθηκα την ιστορία με το συνέδριο. Έκατσα με πολύ κέφι και την έγραψα πολύ γρήγορα, είχε και πολύ υλικό το τότε ΠΑΣΟΚ να βάλουμε μέσα και να καυτηριάσουμε την κουλτούρα του».
Η αφήγηση του Σταύρου Τσιώλη πραγματικά χάνεται στην, χαρτί πήγα να γράψω, οθόνη. Θα ήταν τέλειο να μπορούσατε να ακούτε τη χαρακτηριστική του φωνή, το ταλέντο αυτού του υπέροχου παραμυθά στη διήγηση, την προσφώνηση «μανάρι μου» που μου επεφύλασσε όταν ήθελε να μου εξηγήσει κάτι πιο αναλυτικά. Όμως δεν το είχαμε συμφωνήσει έτσι. Κι έπρεπε να το τηρήσω. Όπως δεν ήθελε να τα πούμε από κοντά. «Ελα μωρέ, 77 χρονών είμαι, τι να σου πω εγώ να τραβιέσαι από δω;» με ντρίμπλαρε επιδέξια. Όμως, τα είπαμε τελικά πολύ όμορφα με αυτόν τον σεβάσμιο γέροντα, αυτόν τον άνθρωπο που είναι τόσο γλυκός όσο και οι ταινίες του. Όσο αυτές οι ποιητικά μπερδεμένες φιγούρες των τριών ηρώων του Ας Περιμένουν Γυναίκες. Ίσως της πιο αντιπροσωπευτικής ταινίας για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται αυτό. Και δε θέλω αηδίες όπως «καλτ διαμαντάκι». Ο Τσιώλης, λίγο πριν εκπνεύσει ο 20ος αιώνας κι εμείς βουτήξουμε στο peak της συλλογικής αυταπάτης, την περιγράφει με ένα πολύ απλό, και συνάμα σοφό, τρόπο. Με μπόνους μερικές μεγάλες αλήθειες για το ανδρικό psyche που θα διαβάσετε και παρακάτω. Στο δικό μου το μυαλό, αλλά και σους 30ρηδες της γενιάς μου που ευτυχώς χάρισαν με την εκτίμησή τους μια δεύτερη ζωή στην ταινία, το φιλμ είναι το δικό μας αντίστοιχο με τις μεγάλες ιταλικές κωμωδίες όπως Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου ή Ο Κλέψας Του Κλέψαντος.
Αν δεν έχετε κάτι στ’ αλήθεια πολύ καλύτερο να κάνετε, μην χάσετε την προβολή της στο πλαίσιο του Athens Open Air Film Festival, σήμερα στις 21.00 στο Πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος.
«Ο Ζουγάνελης και ο Μπουλάς δούλεψαν με πολύ αγάπη και φιλότιμο. Είχα ένα φόβο μιας και δε γνωριζόμασταν. Αλλά κι έτρεφα έναν θαυμασμό από μερικά μικρά κομματάκια της τηλεοπτικής τους παρουσίας που έβγαζαν μεγαλείο. Συνήθως έκαναν εύκολα πράγματα που δε μ’ άρεσαν αλλά είχαν κάτι στιγμές που έβγαζαν το ταλέντο τους. Κι αυτοί ήταν επιφυλακτικοί απέναντί μου, με θεωρούσαν “κουλτουριάρη”. Βουτηχθήκαμε όμως μέσα στη δουλειά, μέρα με τη μέρα, κι αναπτύξαμε πολύ ωραία σχέση.
Τον Μπακιρτζή δε, τον έλεγα Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Είχε πια γίνει ηθοποιός με χρώματα. Του τα ‘κοβα αυτά, του ‘λεγα “παράτα μας, εδώ τα κάνουμε απλά”. Όμως αν τον δεις, ας πούμε στην σκηνή που κατηγορεί τον Ζουγανέλη ότι κανείς δε θα του λέει μια καλημέρα στον Λευκό Πύργο, ερμηνεύει πολύ καλά. Εκεί τον άφησα, χρειαζόταν.
Τις δύο γιατρίνες τις βρήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί εντοπίσαμε και την Αγγελική Ηλιάδη, πόσο πολύ την αγαπάω. Το είχαμε υποψιαστεί ότι θα γινόταν μεγάλη φίρμα. Ο Ζουγανέλης την ανακάλυψε μετά από παρότρυνση κάποιο θεσσαλονικιών φίλων του. Εμείς βέβαια δεν είχαμε προβλέψει για τραγούδι στην ταινία κι έτσι το γράψαμε επί τόπου, εγώ τους στίχους κι ο Γιάννης τη μουσική. Η λήψη είναι live.
Οι δύο χαρακτηριστικές μεγαλοκυρίες είναι η Έμιλυ Παπαχρήστου, μέτζο σοπράνο που είχαμε χρησιμοποιήσει και στις Γυναίκες αλλά δεν μπορούσα να ξεχάσω την αρχοντική ορθοφωνία της και η άλλη είναι η Αρχοντούλα Ξένου, η ξενοδόχα μας που μας αγαπούσε και μας περιποιούταν πολύ καλά. Πάντα μου άρεσε να δουλεύω με τους ερασιτέχνες».
«Με ρωτούν πολύ συχνά “κύριε Τσιώλη αυτοί οι 3 γύρισαν ποτέ στις οικογένειές τους ή την κοπάνισαν οριστικά;”. Μου κάνει εντύπωση. Αν και το καταλαβαίνω. Οι συμβατικές διακοπές έχουν παιδιά, σκυλιά, υποχρεώσεις, φασαρία, συγγενείς, αρρώστιες. Ενώ το να δραπετεύσεις από έρωτα, αυτό δεν είναι και το πραγματικό νόημα της διακοπής; Για αυτό το στοιχείο της απόδρασης είναι που άρεσε στους άνδρες η ταινία. Το παράδοξο είναι που άρεσε πολύ και στις γυναίκες. Και μη μου ζητάς να δώσω εξήγηση στο τι κάνουν, είναι μουρλές άλλωστε. Εγώ όταν με συγχαίρουν οι γυναίκες, δε μιλάω, κάνω την πάπια. Οι άνδρες πάντα θέλουν να πετάξουν, να φύγουν από την καταραμένη κιβωτό σαν το περιστέρι, να πούμε, που δεν ξαναγύρισε ποτέ. Αυτό το όνειρο υπάρχει σε όλα τα αρσενικά, νομίζω. Ή τουλάχιστον υπάρχει σε μένα, παρότι σέβομαι την οικογένεια. Υποψιάζομαι, τελικά, ότι και οι ήρωες θα γυρίσουν σπίτια τους.
Όλες μου οι ταινίες είναι ταινίες περιπλάνησης, Απλά, στο Ας Περιμένουν… πήγα πρώτη φορά Μακεδονία, εγκαταλείποντας τα δικά μου μέρη στην Πελοπόννησο. Μ’ αρέσουν τα τοπικιστικά κλισέ σαν κι αυτά που υπάρχουν στην ταινία γιατί διαμορφώνουν τους βαθύτερους χαρακτήρες των τόπων μας στο πέρασμα των χρόνων. Ας πούμε, οι Πελοποννήσιοι έχουν την ίδια καρδιά και την ίδια ψυχή με τους Μακεδόνες, αλλά διαφορά πολιτισμού. Οι μεν πιο πονηροί, οι δε πιο αγνοί, εξ’ ου και το “πελοποννήσια λέρα” που ακούγεται συνέχεια στο φιλμ.
Ξέρεις πόσο πολύ την αγάπησαν στον τότε Συνασπισμό την ταινία; Τους έβαζε ο Βούγιας να τη δουν, γιατί είχε κριτική στο ΠΑΣΟΚ. Αλλά, και οι ΠΑΣΟΚτζηδες γέλαγαν με ατάκες σαν το “γιατί, ο Τζουμάκας είναι καλύτερος;”. Κι ο Ψωμιάδης μου τη χάρισε τη μήνυση, γιατί την είδε και γέλασε πολύ. Πολλές ατάκες ήταν εκτός σεναρίου που έβγαιναν την ώρα του γυρίσματος. Προέκυπταν από απλά πράγματα π.χ. το Πόρτο Καράς, ως ιδανικός τόπος χάι απόδρασης αλλά και καζίνο, όλες οι φαντασιώσεις σε μια. Δεν ήταν προφητική η ταινία, απλά εξέφρασε ίσως την στιγμή και σχολίασε κάποιες από τις απογοητεύσεις, ότι κάποια πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονταν».
«Μού βγήκε όπως έγραφα, καθώς θυμήθηκα τη “Δημοσθένους Λέξις” του Σαββόπουλου και γι’ αυτό ο ένας ήρωας λέει στον άλλο “θα βγεις στον Λευκό Πύργο και κανείς δε θα σου μιλάει”. Εκεί που μεγάλωσα εγώ στην Τρίπολη δεν επιτρέπεται στον άντρα να ερωτευθεί και π.χ να διαλύσει την οικογένειά του, πρέπει να είναι ανώτερος. Με το “είσαι άντρας ρε, ξέχασε την” μεγαλώναμε. Κι αν κάποιος τύχαινε να εκπέσει, του κόβανε την καλημέρα, έπαυε πια να είναι “έμπιστος”. Έχω κλέψει και μια ατάκα από ένα κορίτσι, έτσι όπως την έγραψε στο facebook. “Ένας ερωτευμένος άνθρωπος είναι απροστάτευτος”, από τι να προφυλαχθείς από αυτό το άυλο πράγμα, από αυτό το ζείδωρο αεράκι; Ερωτεύτηκα κι εγώ πολλές φορές, αλλά από λίγο. Κάτι πάντα γινόταν κι έληγε με κάπιον δραματικό τρόπο. Κι έτσι τη γλίτωσα γιατί έπαθα ανοσία, Ήξερα ότι “ερωτεύτηκα; Θα πονέσω”, το ωραίο της αρχής το πληρώνεις πενταπλάσιο στο τέλος. Χρειάζεται αγάπη, αλληλοσεβασμός κι επικοινωνία με τις γυναίκες – όχι έρωτας. Αυτό το κατάλαβα μετά τα 60. Μέχρι τότε φυσικά ούτε που το είχα σκεφτεί».
«Η ταινία πήγε καλά τότε στις αίθουσες to 1998. Έκανε 65.000 εισιτήρια, το χάρηκα. Μετά την ξέχασα, ασχολιόμουν με άλλα πράγματα. Όμως κάπως έχει ξαναφουντώσει το ενδιαφέρον, εδώ και 3-4 χρόνια. Είναι ευχάριστο ότι φαίνεται η ταινία πέτυχε τον σκοπό της, να επικοινωνήσει με τον κόσμο.
Έχω γράψει τώρα ένα μονόπρακτο, Η Γυναίκα Του Αστροναύτη, ελπίζω με την καινούρια χρονιά να παιχθεί στο θέατρο του Βασίλη Μαρογεωργίου. Κι άλλο ένα, Η Δημοπρασία. Ελπίζω να προλάβω να τα βγάλω. Είμαι 77 χρονών – καμιά φορά μου λένε χρόνια πολλά, γυρίζω και ρωτάω “σε μένα το λέτε;”. Από μια ηλικία και μετά είναι απλούστατα όσο τη βγάλουμε».