Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Παλιά είχε κόστος να είσαι Αριστερός. Τώρα απλά είναι κουλ.»

«Χθες έμεινα σ’ έναν φίλο μου, σήμερα θα μείνω σ’ έναν άλλον, είμαι λίγο πέρα δώθε», μου λέει όταν τον ρωτάω αν είναι της γειτονιάς, και βυθίζεται στην καρέκλα του, στο καφέ που έχουμε δώσει ραντεβού. Το ίδιο καφέ που τον πετυχαίνω συχνά πυκνά με τον Νίκο Περάκη, τον πρώτο του κινηματογραφικό σκηνοθέτη – πρώτο απ’ τους πολλούς και πρώτο απ’ τους μεγάλους, αλλά και καλό του φίλο έκτοτε. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου είχε κάνει μια όχι αμελητέα έκρηξη όταν είχε πρωτοεμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη, τότε, στην Ψυχραιμία του Περάκη, κι αυτό όχι μόνο επειδή κρατούσε τον αβανταδόρικο ρόλο του εκτός νερών παλαιάς κοπής Κρητίκαρου που φτάνει στην Αθήνα με τις μαντήλες, τα στιβάνια και τα αργόσυρτά του «ρο». Αλλά ήταν κι εκείνος ο ηλεκτρισμός με τον οποίο σε μαγνήτιζε, κι εκείνη η στιβαρότητα που εξέπεμπε ακόμα και το βλέμμα του μονάχα. Αλίμονο βέβαια, απ’ τα ταλέντα του Εθνικού τον τσίμπησε ο Περάκης. Με τον οποίον, όπως είπαμε, τους πετυχαίνω συχνά πυκνά. 

Συγγνώμη, πετυχαίνω είπα; Λάθος, πετύχαινα είναι το σωστό. Εδώ και κάνα χρόνο ο Κωνσταντίνου έχει μετακομίσει στα Λονδίνα, κι απέναντί μου σήμερα τον φέρνει διπλός λόγος: η νέα του ταινία βγαίνει στις αίθουσες την ίδια μέρα που η επόμενη ταινία του αρχίζει γυρίσματα. Ήδη από την Πέμπτη φιγουράρει στις οθόνες κοντοκουρεμένος και φρεσκοξυρισμένος, πρωταγωνιστώντας στις Όχθες, το γυρισμένο στον Έβρο ιδιότυπο ερωτικό δράμα του Πάνου Καρκανεβάτου. Εκεί υποδύεται τον Γιάννη, τον ναρκαλιευτή που κλέβει την καρδιά της Χρύσας, που περνάει ανθρώπους χωρίς χαρτιά απ’ τα σύνορα, αλλά φοβάται όσο τίποτα να μην τους χάσει στα ναρκοπέδια που κρύβονται στις όχθες. «Είναι δυο άνθρωποι που επιλέγουν να βρίσκονται σ’ ένα σημείο που κανείς δεν θα ήθελε να πάει, κι εκεί υπάρχει αυτός ο συμβολισμός, του ότι σ’ έναν τόσο εχθρικό τόπο, σ’ ένα σημείο γεμάτο θάνατο, βρίσκουν ο ένας στον άλλο την ελπίδα και τη ζωή».

Ενώ τα λέει αυτά όμως, με μαλλί πιο πλούσιο απ’ τη στρατιωτική ψιλή και μούσι έτοιμο να τριμαριστεί σε φουντωτό μουστάκι, ο Ανδρέας ετοιμάζεται να μεταμορφωθεί σ’ έναν απ’ τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες και στιχουργούς του 20ού αιώνα, για να παίξει τον ρεμπέτη στον τίτλο της κινηματογραφικής μεταφοράς του Ουζερί Τσιτσάνης. «Έχω χεστεί πάνω μου», μου λέει, «είναι η πρώτη φορά που θα υποδυθώ υπαρκτό πρόσωπο, αλλά γουστάρω. Διαβάζω, βλέπω ντοκιμαντέρ, παίζω μπουζούκι», λέει, και τον ρωτάω αν έχει πάθος με τις ταινίες εποχής. «Είναι ωραίο», απαντά. «Έχει αυτό το φαντασιακό, έχει το παραμύθι αυτός ο κινηματογράφος. Το οποίο βοηθάει πολύ, γιατί όταν φτάνεις σ’ ενα τέτοιο σετ, μπαίνεις κατευθείαν σ’ αυτό το κλίμα. Κι επιπλέον, αυτό σου δίνει το περιθώριο να αφήσεις χώρο. Αυτό το ένιωσα πολύ στη Μικρά Αγγλία. Ότι σε σκηνές έπαιζε πολυ περισσότερο το ντεκόρ ή το κοστούμι, παρά εγώ. Ένιωθα, ρε παιδί μου, ότι, ξέρεις, τώρα δε χρειάζεται να κάνεις πολλά, πρέπει να κάνεις λίγο πίσω. Το κομπολόι, ας πούμε, λέει τεράστια ιστορία από μόνο του. Δε χρειάζεται να πεις εσύ τίποτα». Ακολουθώ το βλέμμα του που έχει χαθεί στο άπειρο, και σχεδόν τους βλέπω, εδώ στου Ψυρρή που καθόμαστε, τους παλιούς θαμώνες να μας κοιτάνε απ’ τους καφενέδες. 

Ο τρόπος που μιλάει για τα σκηνικά, το πώς ανασαίνουν στην ταινία και τον αγκαλιάζουν με ασφάλεια, σου δίνει να καταλάβεις γιατί ο Ανδρέας, με το μειλίχιο βλέμμα, τους φαρδείς ώμους κι αυτό το οστεώδες πρόσωπο που έχει κάνει περισσότερες από μία γνωστές μου να τον χαρακτηρήσουν «ο πιο ωραίος άντρας στο μαγαζί» σε περισσότερα από ένα μαγαζιά, παρά τις καμένες καρδιές που έχουν σημαδέψει την πορεία της καριέρας του, δεν την έχει δει σταρούμπα: δεν είναι απ’ τους ηθοποιούς της μόστρας που θα διεκδικήσουν την οθόνη, αλλά απ’ αυτούς που θα ψάξουν τη θέση τους στο παζλ της μεγάλης εικόνας, για να χωθούνε μέσα εκεί, να νιώσουν κομμάτι ενός συνόλου. «Ξέρεις, είναι λίγο ηλίθιο να κοντραριστείς με το σκηνικό», μου λέει, κι αυτό είναι κάτι που καλύτερα να μην αναφέρει στον Jack Nicholson, ας πούμε. «Πρέπει να εκμεταλλευτείς αυτό που σου συμβαίνει εκείνη τη στιγμή», συμπληρώνει, και τον ρωτάω αν είναι έτσι και στην αληθινή ζωή. «Είμαι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο στο να το κάνω αυτό στ’ αλήθεια, το να ενσωματωθώ στο χώρο που βρίσκομαι και στις συνθήκες. Όμως στο θέατρο όχι απλώς δουλεύει, αλλά το αποζητάω σαν τρελός! Αυτό θέλω να κάνω».

Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο πράγμα για έναν άνθρωπο απ’ το να ξέρει τι θέλει να κάνει. Πρέπει να το μπορέσει κιόλας, βέβαια, αλλά το πρώτο βήμα είναι να το καταλάβει. «Κάποια στιγμή στη ζωή μου αισθάνθηκα ότι έχασα τα πάντα», θυμάται λίγο απρόθυμα. «Ότι έχω πάρει ένα μονοπάτι που δεν καταλαβαίνω πού με πάει, τι μου φέρνει… Ας πούμε ότι είχα αφήσει τη ζωή μου να συμβαίνει κι εγώ να είμαι θεατής. Δεν σημαίνει αυτό το πράγμα ότι πρέπει συνέχεια να ελέγχεις τη θάλασα, βέβαια. Δεν γίνεται κιόλας. Αλλά, ξέρεις, ήμουν σε μια βάρκα, κι η βάρκα πήγαινε όπου την πήγαινε το κύμα κι ο αέρας. Το κύμα και τον αέρα δεν μπορείς να τα ελέγξεις, αλλά πρέπει τουλάχιστον να πιάσεις το τιμόνι!». Το τιμόνι για τον Ανδρέα ήταν η ηθοποιΐα, κάτι που το έκανε από μικρός, και το έκανε επαγγελματικά όλη την περίοδο που σπούδαζε κοινωνικός λειτουργός στην Κρήτη.

Το τιμόνι τον οδήγησε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από ‘κει τον έβαλε ο Περάκης στην Ψυχραιμία, να κλέψει τη λάμψη του Γιάννη Τσιμιτσέλη και να κοντράρει σε βαρύτητα τον Γιώργο Κιμούλη. Αργότερα βρέθηκε να στοιχειώνει τα κάδρα του Παντελή Βούλγαρη στη Μικρά Αγγλία, και στο ενδιάμεσο πέρασε απ’ το πλατό του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στη μοιραία ταινία που άφησε ανολοκλήρωτη ο μεγάλος δημιουργός. Περάκης, Βούλγαρης, Αγγελόπουλος: Ένα είδος Αγίας Τριάδας του ελληνικού σινεμά, απ’ το κλασάτο εμπορικό, στο λαοφιλές arthouse, στο σκληροπυρηνικό καλλιτεχνικό. «Είναι αλήθεια αυτό», συνηγορεί. «Ο καθένας είναι μαέστρος στο είδος του, κι αισθάνομαι πολύ τυχερός που τους έχω γνωρίσει. Έπρεπε να έχεις τη νηφαλιότητα και την εγρήγορση, όσο ήσουν κοντά τους, να καταλάβεις το απόσταγμα του καθενός, γιατί αυτό είναι κι οι ταινίες τους: το απόσταγμα της ζωής και της ουσίας τους, ως καλλιτέχνες κι ως άνθρωποι. Κι αυτό το πράγμα είναι πολύ πολύτιμο. Και, ξέρεις, γνωρίζοντάς τους καταλαβαίνεις πως όλα είναι στη θέση τους τελικά. Γιατί υπάρχει λόγος που ο καθένας τους βρίσκεται στην κορυφή που βρίσκεται».

Σαλονικιός από την Κρήτη, αλλά γεννημένος στην Τυβίγγη, ο Ανδρέας είχε μια ευκαιρία που για πολλούς θα φάνταζε ειδυλλιακή στις εποχές που ζούμε: «θα μπορούσαν να με έχουν πολιτογραφήσει Γερμανό οι γονείς μου, αλλά δεν το κάνανε, δεν ξέρω γιατί», μου λέει, κι ανασηκώνει τους ώμους. «Εντάξει, το σκέφτομαι καμιά φορά, στο στυλ “μαλακία, θα μπορούσα τώρα να είχα γερμανική υπηκοότητα”, αλλά δεν ξέρω και τι θα την έκανα κιόλας τελικά». Το να σκέφτεται έτσι, είναι μάλλον μια πολυτέλεια που μπορει να έχει κάποιος όταν δε ζει στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο, υποθέτει κανείς. 

Με διαβεβαιώνει πως παρακολουθεί τα τεκταινόμενα μέσω του internet που όλους μας ενώνει, κι αναρωτιέμαι αν -και για έναν Έλληνα ξενιτεμένο- είναι κουραστικότερη η κουβέντα για την κρίση, απ’ ότι η κρίση η ίδια. «Κοίτα, όσο το αναλύουμε και το αναλύουμε και το αναλύουμε, χάνουμε και την ουσία του πράγματος, γιατί το θέμα είναι να αναλάβουμε δράση. Δηλαδή όσο σκεφτόμαστε πώς θα αποφύγουμε τις ευθύνες μας, δεν λύνεται τίποτα. Δεν λεω να είμαστε ζώα και να μην σκεφτόμαστε, ή να μην προβληματιζόμαστε, αλλά το θέμα είναι να κάνουμε και κανένα βήμα».

Πλέον έχει περάσει στη σωματική ερμηνεία: Τα χέρια του κινούνται μανιωδώς κι οι γκριμάτσες διαδέχονται η μία την άλλη, καθώς εικονοποιεί τα όσα ζούσαμε απ’ τις οθόνες μας τις πρώτες μέρες της νέας κυβέρνησης. «Και τους έβλεπα να το πάνε τόσο κάθετα, να χρησιμοποιούν τόσο πολύ το ότι έχουμε την υποστήριξη του ελληνικού λαού, που άρχισα να αναρωτιέμαι και πραγματικά ήθελα, με το χέρι στην καρδιά, να ξέρω πόσοι απ’ αυτούς που φωνάζαμε “ναι” και “πάμε!” και “η κυβέρνησή μας γαμάει” -Έλληνες: μόνο θυμικό, μόνο όμως-, πόσοι λοιπόν πραγματικά θα θέλανε να το πάνε οι δικοί μας μέχρι τέλους, και στ’ αλήθεια να μην υποκύψουν πουθενά. Είμαι σίγουρος ότι δημιουργήθηκε στους Έλληνες ο φόβος της ευθύνης της ψήφου τους, όταν όλα έδειχναν ότι πηγαίναμε στην οριστική ρήξη. Γιατί αυτό είναι και το πρόβλημα: είμαστε λαός που δεν έχει αποφασίσει να πάρει την ευθύνη που του αντιστοιχεί. Γιατί μιλάμε, και δεν κάνουμε».

Τον ρωτάω τι έχει βαρεθεί περισσότερο ν’ ακούει απ’ όλα αυτά που λέγονται, κι είναι σαφής: «Μιλάνε τώρα για Αριστερά. Ποια Αριστερά ρε, δεν υπαρχουν πια αυτές οι έννοιες. Ξέρεις, παλιά, είχε ένα κόστος το να είσαι Αριστερός. Κόστος. Αληθινό, χειροπιαστό. Λέγανε “αυτός είναι κομμουνιστής”, κι αυτό σήμαινε αυτομάτως μια σειρά από πράγματα τα οποία έπρεπε να είσαι πολύ αποφασισμένος και βέβαιος για τις πεποιθήσεις σου, για να τα υποστείς. Ήταν ακραίο πράγμα, ήταν θέση ζωής, έπρεπε να το υποστηρίξεις με τη ζωή σου. Δεν ήταν λόγια. Τώρα είναι κουλ. Πιάνεις ένα ψηφοδέλτιο και το ρίχνεις στην κάλπη, λες “εγώ ψηφίζω Αριστερά” κι ύστερα νομίζεις ότι είσαι ok, τελείωσε η συνεισφορά σου κι εντάξει. “Είμαι Αριστερός, οι άλλοι είναι μαλάκες”. Δεν πάει έτσι. Ποιοι είναι οι άλλοι; Είναι in να είσαι Αριστερός. Και βέβαια τώρα γίνεται in να είσαι και Χρυσαυγίτης. Είναι μόδα. Κι επιπλέον, κάποια στιγμή στη ζωή σου αναγκαζόσουν να πάρεις μιαν απόφαση. Τώρα δεν παίρνεις καμία απόφαση. Κανένας. Τώρα, έχουν εναποθέσει όλοι τη ζωή, την τύχη, την ελπίδα και τα πάντα τους σε κάποιον άλλο. Κι όσο  εκείνος είναι της μόδας, πας από πίσω του σα να είσαι στο γήπεδο”.

Η ταινία Όχθες, σε σκηνοθεσία του Πάνου Καρκανεβάτου και σενάριο του ιδίου και του Ισίδωρου Ζουργου, με τον Ανδρέα Κωνσταντίνου και την Έλενα Μαυρίδου, προβάλλεται από την Πέμπτη 5 Μαρτίου στις αίθουσες, σε διανομή της Odeon.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης