Η τελευταία έκθεση που παρουσιάζεται στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, πριν μεταφερθεί στο ΦΙΞ, ανήκει στον εικαστικό και αρχιτέκτονα Ανδρέα Αγγελιδάκη. Δεν θα υπάρχει φως στον εκθεσιακό χώρο, μόνο λαμπτήρες που θα ανάβουν με την κίνηση των επισκεπτών καθώς το όλο εγχείρημα είναι ένα σχόλιο πάνω σε κάτι που τελειώνει και σε κάτι άλλο που ξεκινά. Μια μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη, μια μετάβαση από το σκοτάδι στο φως.
Τι σηματοδοτεί ο τίτλος Κάθε τέλος μια αρχή; Με ενδιέφερε με κάποιο τρόπο να αναφερθώ, με θετική χροιά, στην μετάβαση ενός κτιρίου από μία κατάσταση σε μία άλλη όπως και για την μετάβαση του συγκεκριμένου μουσείου, της κοινωνίας, των ανθρώπων. Υπάρχει μια βουδιστική χροιά στο να βλέπεις ότι ξεκινάει πάντα κάτι στην θέση ενός πράγματος που τελειώνει. Στην Ελλάδα ζούμε μια ιδιαίτερη μεταβατική περίοδο γιατί περνάμε μια μεγάλη οικονομική κρίση. Ο κόσμος τη βιώνει ως μια προβληματική εποχή και η πόλη η ίδια νομίζω το βιώνει αυτό. Το βλέπουμε δηλαδή. Η Αθήνα έχει τραβήξει τη δημοσιότητα επάνω της γιατί είναι από τις λίγες πόλεις στην Ευρώπη που το πρόβλημα φαίνεται ξεκάθαρα. Έχουν κλείσει τα μισά μαγαζιά, πολλά διαμερίσματα είναι άδεια, η κρίση δεν είναι κάτι αφηρημένο.
Όταν αδειάζει ένα κτίριο πεθαίνει; Τα κτίρια είναι καινούργια για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Από τη στιγμή που θα μπουν οι κάτοικοι αρχίζει η μετάβαση, καθώς γίνεται από κτίριο του αρχιτέκτονα σε σπίτι αυτών των ανθρώπων που θα μείνουν μέσα. Τα κτίρια είναι πάντα ζωντανά γιατί είναι πάντα σε μια μεταβατική κατάσταση εκτός από την πολύ μικρή χρονική περίοδο, μπορεί να είναι και μόνο μια ημέρα, που ο αρχιτέκτονας το φωτογραφίζει για το αρχείο του. Είναι ιδιαίτερο όλο αυτό, γιατί είναι παράλογο.
Παράλογο ως προς τι; Ένας αρχιτέκτονας μπορεί να δουλεύει ένα κτίριο πέντε χρόνια έτσι ώστε να γίνει ακριβώς όπως το θέλει και τελικά η κατάσταση αυτή μπορεί να διαρκέσει μία ημέρα. Μετά αλλάζει.
Αυτή η μεταμόρφωση του κτιρίου πληγώνει τον αρχιτέκτονα; Πολλές φορές, ναι. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα φωτογραφίζουν. Επίσης, το άλλο που συμβαίνει με τους αρχιτέκτονες και τα κτίρια είναι ότι μπορεί να σχεδιάζουν ένα κτίριο για πέντε χρόνια και με το που τελειώσουν και το φωτογραφίσουν θα ανεβάσουν τις φωτογραφίες σε ένα blog ή σε κάποιον online περιοδικό και όλο αυτό μέσα σε μία εβδομάδα θα έχει ήδη παλιώσει. Η πληροφορία κινείται τόσο γρήγορα πια που αυτό το κτίριο μέσα σε τρεις μήνες θεωρείται ένα παλιό project. Ακόμη και η ταχύτητα της εποχής παίζει με αυτή την εμμονή του αρχιτέκτονα να δουλεύει πάνω σε ένα αντικείμενο για πέντε ή και δέκα χρόνια και τελικά αυτή η δουλειά να καταναλώνεται από το κοινό μέσα σ’ ένα μήνα.
Η ταχύτητα αυτή μπορεί να επηρεάσει και την αισθητική; Ναι. Πολλές από τις μακέτες της έκθεσης είναι κτίρια σχεδιασμένα στο internet, όπου είδαμε ένα πρώιμο παράδειγμα αυτής της ταχύτητας που σιγά σιγά περνάει και στην κανονική μας ζωή. Όταν βλέπεις ένα κτίριο στο internet, ας πούμε παλιότερα στο Second Life, πρέπει κάπως να σου τραβήξει την προσοχή για να σε κρατήσει. Γι’ αυτό το λόγο έκανα μια σειρά από κτίρια που ήταν πολύ εύκολα στο να τα περιγράψεις π.χ. το σύννεφο. Όλη αυτή η ιδέα, ειδικά του συννεφόσπιτου, ήταν βασισμένη πάνω σε αυτό: στο internet έχουμε την τάση να μας τραβάνε τα επονομαζόμενα viral. Μπορεί να ανεβάσει κανείς στο youtube μια αριστουργηματική μισάωρη ταινία και να ανεβάσει και μια γατούλα που ανεβαίνει στη λεκάνη της τουαλέτας και η γατούλα να πάρει πολλαπλάσια views σε σχέση με την ταινία.
Όταν περιγράφω το συννεφόσπιτο αναφέρομαι συχνά και στο βιβλίο του Robert Venturi, Learning from Las Vegas, που κυκλοφόρησε στα 60ς στις ΗΠΑ και παρουσίαζε το πώς αλλάζει η αρχιτεκτονική όταν τη βλέπουμε μέσα από το αυτοκίνητο. Ο Venturi χρησιμοποίησε το Las Vegas ως παράδειγμα γιατί είναι η κατεξοχήν μη-πόλη, είναι απλώς πράγματα, αντικείμενα και ταμπέλες που προσπαθούν να προσελκύσουν κάποιον που περνάει με το αυτοκίνητο. Ο Venturi έλεγε ότι ένα κτίριο που έχει το σχήμα πάπιας μπορεί να τραβήξει κατευθείαν την προσοχή του οδηγού, που θα καταλάβει αμέσως τι πουλιέται σε αυτό το κτίριο, χωρίς να χρειάζεται να διαβάσει κάποια επιγραφή ή ταμπέλα. Με αυτές τις ιδέες παίζω, απλώς το τωρινό αυτοκίνητο ή ο αυτοκινητόδρομος είναι το internet. Το συννεφόσπιτο έχει και μια άλλη αναφορά: αυτή του ελληνικού αυθαίρετου. Μιλάω δηλαδή για το κτίριο που το χτίζουν σαν σκελετό αρχικά, μόνο τα τσιμέντα, θα πάνε το καλοκαίρι να βάλουν μερικά νάιλον και θα περάσουν εκεί τις διακοπές τους και τον επόμενο χρόνο θα φτιάξουν τον πάνω όροφο και όταν μεγαλώσουν τα παιδιά τους θα τελειώσουν το ισόγειο για να μένουν αυτοί από κάτω. Άρα μιλάμε για ένα είδος σπιτιού που δε σχεδιάζεται παραδοσιακά. Η λογική σειρά σχεδιασμός, κατασκευή, χρήση ανακατεύεται τελείως και γίνεται κατασκευή, χρήση, σχεδιασμός, ξανά κατασκευή, ξανά χρήση και πάει λέγοντας. Κι αυτή είναι η ιδέα της έκθεσης: κάθε τέλος μιας κατάστασης είναι ήδη το ξεκίνημα μιας άλλης. Η εξέλιξη δε σταματάει ποτέ.
Maybe one day Facebook will be our ancient Rome, αναφέρεται σε ένα από τα video της έκθεσης. Πιστεύεις ότι στο μέλλον η ανθρωπότητα θα είναι περήφανη για αυτή την αρχαία Ρώμη; Γιατί όχι; Γιατί να μην είναι περήφανη; Ο παραλληλισμός με την αρχαία Ρώμη γίνεται αφενός γιατί η Ρώμη ήταν μια από τις πιο διάσημες πόλεις που έχουν υπάρξει, καθώς ήταν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και αφετέρου διάσημη επειδή μετατράπηκε σε ένα διάσημο ερείπιο, πήγαιναν οι ταξιδιώτες και οι περιηγητές και ζωγράφιζαν τα πεσμένα κτίρια. Εκεί έγινε κάτι πολύ ριζοσπαστικό όταν ο Piranesi άρχισε να κάνει κολάζ από τα ερείπια της Ρώμης και να φτιάχνει φανταστικές απεικονίσεις της πόλης, να αποτυπώνει δηλαδή ερείπια που στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν. Αυτό ήταν το πρώτο paper architecture, δηλαδή κτίρια που δεν ήταν σχεδιασμένα ούτε επειδή υπήρχαν, ούτε για να υπάρξουν. Ήταν απλώς σχεδιασμένα, για να τα φανταζόμαστε. Μία από τις εκτυπώσεις που υπάρχουν στην έκθεση είναι μία από τις γκραβούρες του Piranesi, από την αρχαία Ρώμη κι έχω βάλει μέσα έναν χαρακτήρα που είχα δημιουργήσει στο Second life. Στο video παρουσιάζω ότι ακόμη και τα ψηφιακά κτίρια μπορούν να μετατραπούν σε ερείπια. Το Second Life δεν υπάρχει πια ή κι αν υπάρχει κανείς δεν πάει πλέον εκεί αλλά εμείς μπορούμε να φανταστούμε τα ερείπια του Second Life. Τώρα για να επανέλθω στο ερώτημά σου, θεωρώ ότι θα είμαστε πιο περήφανοι για το facebook από ότι για τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ή από το να οδηγούμε αυτοκίνητα και καταστρέφουμε τον πλανήτη.
Όλα αυτά είναι απλά σκέψεις. Άλλωστε εμείς είμαστε μια μεταβατική γενιά ως προς την τεχνολογία του internet καθώς ως παιδάκια δεν είχαμε smart phone. Δεν ξέρουμε πώς θα το βλέπει η επόμενη γενιά. Μπορεί στο μέλλον να λένε “θυμάσαι που τότε είχαμε facebook;” ή κάτι αντίστοιχο. Γεγονός είναι ότι βάζουμε πολλά πράγματα από τη ζωή μας εκεί. Δεν ξέρουμε πώς θα αισθάνεται κάποιος όταν σε τριάντα χρόνια ανακαλύψει φωτογραφίες που ανέβαζαν οι γονείς του στο facebook. Αν υπήρχε στο internet ένα site που θα μπορούσες να δεις φωτογραφίες της γιαγιάς σου όταν ήταν παιδάκι δε θα έμπαινες;
Έχει υπάρξει κάποιο κτίριο ή κάποια πόλη από ταινία που έχεις αγαπήσει; Στο Blade Runner. Αλλά προτιμώ την εξοχή από τις πόλεις. Στις μακέτες της έκθεσης μόνο ένα κτίριο είναι μέσα στην πόλη. Όλα τα υπόλοιπα είναι στην εξοχή.
Η Αθήνα είναι μια πόλη που αλλάζει. Ως προς την αισθητική και ως προς τους κατοίκους της πού εντοπίζεις αυτή την αλλαγή; Η Αθήνα είναι μια λίγο προβληματική πόλη, γιατί νομίζω σαν λαός δεν έχουμε μάθει να είμαστε ουσιαστικά φιλόξενοι. Ο όρος λαθρομετανάστης, που χρησιμοποιούν συνεχώς οι δημοσιογράφοι, είναι λάθος. Δεν υπάρχει λαθρομετανάστης, υπάρχει μετανάστης. Υπάρχουν στην Αθήνα άνθρωποι που ζουν εδώ τουλάχιστον 15 χρόνια, ή έχουν γεννηθεί εδώ και τους αποκαλούμε ακόμη μετανάστες. Όταν το 1/5 του πληθυσμού μιας πόλης αποκαλείται από τους υπόλοιπους “μετανάστες” μπαίνει αυτομάτως σε μια άλλη κατηγορία. Ο κόσμος της Αθήνας αρνείται την πραγματικότητα. Θέλει ακόμη τη χάρτινη φωτογραφία, που όμως πια δεν υπάρχει. Θεωρώ όμως ότι η Αθήνα είναι μια ωραία πόλη, έχει φοβερό καιρό, έχει πλάκα, δεν είναι βαρετή. Έχει εναλλαγές, παραλίες, πάρκα, το πάρκο στον λόφο του Φιλοπάππου είναι εξαιρετικό, άσχετα που δεν το χαιρόμαστε γιατί δεν είναι στην κουλτούρα μας. Αν και είναι μια δυτική πόλη έχει ανατολίτικα στοιχεία. Δεν υπάρχουν πολλές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που απλώς μπαίνεις σε ένα καράβι και πας στην Μύκονο ή στη Φολέγανδρο. Έχει πολλά συν.
Σε κάποιες περιοχές έχουν δημιουργηθεί γκέτο. Μπορεί να γίνει διάχυση των κατοίκων των γκέτο και σε άλλες περιοχές ώστε να σπάσουν αυτοί οι σκληροί πυρήνες; Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς σε αυτό. Είναι πολεοδομικό το ζήτημα αλλά είναι και νομικό. Έχει να κάνει με το πώς οι άνθρωποι αυτοί παίρνουν την υπηκοότητα ή αν αποκτούν δικαιώματα. Αν δεν ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι υποβιβασμένοι στη φτώχεια, μπορεί να μην ζούσαν μόνο σε υποβαθμισμένες περιοχές άρα θα υπήρχε διάχυση. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους καθορίζει και τον ιστό της πόλης. Από την άλλη όταν έμενα στη Νέα Υόρκη πήγαινα στην Αστόρια να αγοράσω φέτα καθώς είχε εκεί ελληνικό σούπερ μάρκετ που πουλούσε φέτα, σοκοφρέτα. Ήταν φανταστικά όλα αυτά. Eίναι αναγκαστικά κακό πράγμα το γκέτο; Οι άνθρωποι που είναι από κάπου κι έχουν κοινά στοιχεία ίσως θέλουν να κάθονται μαζί. Η Αστόρια είναι ένα γκέτο όπου οι άνθρωποι επέλεξαν να είναι μαζί.
Υπάρχει πολιτική σκέψη σε κάποιο από τα project σου; Ναι. Υπάρχει ένα project που ονομάζεται Crash pad. Αναφέρεται στην ιστορική περίοδο της ελληνικής επανάστασης που ήταν κι αυτή μια μεταβατική περίοδος. Και ουσιαστικά είναι φτιαγμένο από δύο είδη αντικειμένων: τους λευκούς κύβους και κολώνες και τα κιλίμια. Η αρχική ιδέα ήταν ότι την Ελλάδα την απελευθέρωσαν δύο διαφορετικοί τρόποι σκέψης. Ο πρώτος ήταν η Φιλική Εταιρεία με τους εξευρωπαϊσμένους Έλληνες που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό και είχαν για την Ελλάδα μια ιδανική ιδέα που την συνέδεε με τον αρχαίο πολιτισμό, τη γέννηση του δυτικού κόσμου. Υπήρχε και η άλλη πλευρά, ο Κολοκοτρώνης, οι κλέφτες και αρματολοί, το χωριό, μια επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι πολεμιστές. Αυτές οι δύο πλευρές συνεργάστηκαν και απελευθέρωσαν την Ελλάδα και μετά βέβαια τσακωνόντουσαν για το ποιος θα κυβερνήσει. Είχα βρει μια γκραβούρα του 19ου αιώνα που έδειχνε το καφενείο “Η ωραία Ελλάς” χωρισμένο στα δύο. Η μία πλευρά ήταν οι εξευρωπαϊσμένοι Έλληνες που φορούσαν σακάκια, έπαιζαν μπιλιάρδο κι έπιναν μπίρα και η άλλη ήταν οι φουστανελάδες, που έπιναν ρακί κι έπαιζαν τάβλι. Ήταν πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτά τα δύο συστήματα δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους, ήταν δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις και βέβαια το 1892 η Ελλάδα χρεοκόπησε. Και τότε δημιουργήθηκε η πρώτη εκδοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο το οργάνωσε η Γαλλία, η Αγγλία και η Γερμανία που έδωσαν δάνειο στην Ελλάδα για να ορθοποδήσει. Οργάνωσαν λοιπόν το ΔΝΤ για να επιβλέψουν το χρέος της Ελλάδας απέναντι στην Ευρώπη. Και μετά από 100 και χρόνια, η ιστορία επαναλαμβάνεται με ακρίβεια. Το project αποτυπώνει αυτόν τον διχασμό που υπάρχει μέσα μας. Και την οθωμανική μας ταυτότητα βέβαια. Αυτό το project ξεκίνησε το 2009. Το παρουσίασα στην γκαλερί Breeder, όπου λειτούργησε ως εστιατόριο το Feeder, και ήταν ακριβής αναφορά στο καφενείο Η Ωραία Ελλάς. Απλώς στο δικό μου project τα δύο αυτά πράγματα το χωριάτικο και ο ιδανικός, λευκός κύβος είναι ανακατεμένα. Η Biennale του Βερολίνου εγκαινιάστηκε με αυτό το project που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ένας άνετος χώρος για να κάτσει κάποιος, να μιλήσει, να νιώσει βολικά. Στην πραγματικότητα βέβαια είναι ένα πολιτικό project, ένα σχόλιο για την ιδέα αυτή. Το 2009 όταν η κρίση έκανε την εμφάνισή της στην Ελλάδα, με καθυστέρηση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο σύντομης ελληνικής ιστορίας από έναν καθηγητή του Κέιμπριτζ, από την σειρά concise history. Ξεκινάει από την απελευθέρωση και είναι τρομερά ενδιαφέρον. Ήταν η πρώτη φορά που διάβαζα ιστορία της Ελλάδας από κάποιον ξένο. Μέχρι τότε ήξερα ό,τι είχα διδαχθεί στο σχολείο. Το βιβλίο λοιπόν μιλούσε για πράγματα που ακόμη θεωρούνται πολύ ταμπού, σαν κι αυτά που λέει ο Νίκος Δήμου, ότι δηλαδή οι παπάδες ήταν υπάλληλοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που τους είχαν προσλάβει για να διατηρούν τον λαό σε τάξη, δεν υπήρχε κρυφό σχολειό, δεν ήταν δυστυχισμένοι όλοι οι Έλληνες, υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να απελευθερωθεί η χώρα, ο Κολοκοτρώνης και ο Καποδίστριας μισιόντουσαν, ήθελαν και οι δύο να κυβερνήσουν κι έτσι κατέρρευσε η χώρα. Όλα αυτά βέβαια τα ιστορικά στοιχεία στο σχολείο δε στα λένε κι εμένα αυτό με ενδιέφερε πιο πολύ. Να καταλάβω τι είχε γίνει.
Γιατί υπάρχει τόση άρνηση στο να σπάσουν αυτά τα ταμπού;
Και τώρα ακόμη αν βγεις έξω στον δρόμο βλέπεις πολλά ταμπού. Βλέπεις παιδιά που οδηγούν ακριβά αυτοκίνητα αλλά μένουν σε ένα δυαράκι ή σε μια γκαρσονιέρα κι έχουν μια τεράστια πλάσμα τηλεόραση. Έχουμε ακόμη πολύ θέμα με αυτό. Η αδερφή του φίλου μου δούλευε κάποια στιγμή σε αυτές τις εταιρίες που τηλεφωνούν στον κόσμο για τα χρέη τους από δάνεια κι έβλεπε περιπτώσεις ανθρώπων που ενώ έμεναν σε μικρά διαμερίσματα, είχαν αγοράσει πανάκριβο σύστημα home theatre ή πανάκριβο αυτοκίνητο. Τα πιο πολλά χρέη στην Ελλάδα ήταν από αγορά luxury προϊόντων ή υπηρεσιών. Ένα σχόλιο κάνω πάνω σε αυτό, η δουλειά μου δεν έχει διδακτικό χαρακτήρα. Όταν πλέον συνειδητοποιήσεις ότι η Ελλάδα αποτελείται από τα δύο αυτά αντικρουόμενα συστήματα μετά το βλέπεις παντού, ακόμη και στον τρόπο που διασκεδάζουμε. Αυτό σαφώς είναι κάτι που μας ορίζει και κάνει την Ελλάδα πιο ενδιαφέρουσα. Από την άλλη η διαφορετικότητα είναι αυτό που τρομάζει τους Έλληνες. Επειδή είμαστε καινούργια χώρα που δεν έχει ακόμη εκπαιδευτεί.
Εσένα τι σε έχει διαμορφώσει περισσότερο;
Η μαμά μου ήταν Νορβηγίδα και ο μπαμπάς μου Έλληνας. Και οι δύο ανήκαν σε μια γενιά που θαύμαζε πολύ την Αμερική και οι δυο τους γνωρίστηκαν μέσω Αμερικάνων κοινών φίλων. Το σπίτι δεν ήταν μόνο ελληνικό και τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στην Νορβηγία. Μάλλον αυτό με διαμόρφωσε. Η ιδέα μιας διαφορετικότητας, ότι βλέπω τα πράγματα από μία απόσταση, με μια μόνιμη νοσταλγία. Έμαθα να αγαπάω την Ελλάδα όπως την αγαπούν οι επισκέπτες.
“Κάθε τέλος είναι μια αρχή” στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Βασ. Γεωργίου Β’ 17-19 & Ρηγίλλης // Διάρκεια έκθεσης: 14/05/2014 – 13/07/2014