«Θα μου άρεσε να μην τελειώσει εδώ». Τρεις άνδρες, δυο γενιές ζωγράφων και ένας δημοσιογράφος, τελειώνουν την δίωρη κουβέντα τους, ακούγοντας τον μεγαλύτερο να βάζει μια πολλά υποσχόμενη τελεία. Γιατί συναντήθηκαν όμως;
Περιέχει το στοιχείο του τζόγου, της τυχαιότητας, ο τρόπος που προκύπτουν ορισμένα θέματα. Έχουμε περάσει αρκετές ώρες σε διάφορα σουαρέ με τον ζωγράφο Τζουλιάνο Καγκλή συζητώντας για την περίπτωση του οικογενειακού φίλου -να το πεις- και ζωγράφου επίσης Μάκη Θεοφυλακτόπουλου.
Ο Τζουλιάνο Καγκλής παίρνει αποστάσεις από τη νεότητα και ξεκινά να γίνεται ένας ώριμος καλλιτέχνης, ο Θεοφυλακτόπουλος προέρχεται από τη γενιά των καλλιτεχνών που απέχει πολύ από την τεχνολογική επανάσταση της τελευταίας εικοσαετίας. Μπογιά και τελάρο. Ο μικρότερος ήθελε να γνωρίσει τον μεγαλύτερο άλλα δεν είχαμε αφορμή. Ο Θεοφυλακτόπουλους είχε σταματήσει να ζωγραφίζει, η γη σταμάτησε να γυρίζει με τον ίδιο τρόπο και στην Ελλάδα αν δεν είχες να πεις μια σοφία για την κρίση ήταν σαν να μην υπήρχες.
Και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Ο Θεοφυλακτόπουλος ζωγράφισε, κάνει έκθεση στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός και το ραντεβού κλείστηκε. Εμείς ρωτάγαμε, ο απολαυστικός στις διηγήσεις Θεοφυλακτόπουλους απαντούσε, ανοίγοντας την καρδιά του και το μυαλό του. Γιατί ένας ζωγράφος που είναι 60 χρόνια στο κουρμπέτι, σταματά να ζωγραφίζει; Γιατί ξαναρχίζει; Είναι ατίθασος η ψώνιο; Τι είναι η ζωγραφική; Επάγγελμα ή πάθος; Τον ενδιαφέρει να είναι καλός ζωγράφος ή ο καλύτερος όλων; Ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλους δεν δίνει αφορμές αλλά είναι η διαχρονική αιτία για ουσιώδη κουβέντα.
Δεν ενδιαφερόμαστε να ορίσουμε έναν κακό ζωγράφο. Δεν ασχολείσαι με το κακό. Οι κακοί δεν κάνουν ότι μπορούν. Το ταλέντο μας είναι λίγο. Από εκεί και πέρα κάποιοι κάνουν με αυτό οτιδήποτε μπορούν και άλλοι προσπαθούν να το κρύψουν.
Ένας ζωγράφος είναι καλός όταν κάνει ό,τι μπορεί. Να μην ξεφτίζει. Αυτό σε όποιο καλλιτεχνικό επίπεδο και αν είναι είναι ένα πράγμα είναι κάτι που όλοι εμείς οι ζωγράφοι εκτιμάμε. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί και όλοι δεν κάνουμε τίποτα μπροστά στα μεγάλα πράγματα.
Δεν είναι συνηθισμένο αυτό, ένας ζωγράφος να μην ζωγραφίζει. Δεν το έχω εξηγήσει γιατί το έπαθα, πιθανόν να είναι για τους γνωστούς, ψυχολογικούς λόγους, να έχει σχέση με τα μυστήρια του εγκεφάλου. Πρόσφατα εντόπισα και κάτι άλλο το οποίο είναι σημαντικό: δεν άκουγα. Και όταν ο εγκέφαλος δεν τρέφεται από ήχους μπορεί να χάσει και τη δημιουργικότητά του. Ενδεχομένως ξανάρχισα επειδή έβαλα ακουστικά. Είναι ένας λόγος και δεν το λέω έτσι. Όταν αποκαταστάθηκε η ακοή μου, καλυτέρεψε η ζωή μου και άρχισα να ζωγραφίζω. Τώρα πολλές φορές ένα φαινόμενο δεν έχει μόνο μια αιτία. Άλλες ξέρεις και άλλες δεν ξέρεις. Τώρα δεν μπορώ να σου απαντήσω ακόμα με βεβαιότητα για τη μακροχρόνια αποχή.
Αν μου έλειπε δεν θα υπήρχε αυτό το κενό, θα ζωγράφιζα. Ούτε αναρωτήθηκα με ανησυχία γιατί δεν δουλεύω. Δεν με ένοιαζε και πολύ. Δεν ξύπναγα το βράδυ με εφιάλτες. Έκανα άλλα πράγματα. Η ζωγραφική είναι ένα από τα πράγματα που με ενδιαφέρουν, δεν είναι όπως άλλοι ζωγράφοι που είναι το 100% της ζωής τους. Μου αρέσουν τα γρήγορα μοτέρ τόσο που μπορεί να δω μια έκθεση αυτοκινήτων και να μην πάω σε μια έκθεση ζωγραφικής. Είχα άλλα πάθη και δεν στεναχωριόμουν ποτέ αν δεν έμπαινα σε μια δημιουργική κατάσταση. Μάλλον είναι θέμα ψυχολόγων όλα αυτά, που θα κάτσεις να τους τα πεις και ίσως σου πουν κι αυτοί καμιά βαριά κουβέντα.
«Η ζωγραφική είναι απόλυτη προτεραιότητα, όχι γιατί το επιλέγεις αλλά γιατί σε επιλέγει αυτή.»
Η ζωγραφική είναι απόλυτη προτεραιότητα, όχι γιατί το επιλέγεις αλλά γιατί σε επιλέγει αυτή. Ο εγκέφαλος παίρνει κάποιες στροφές και κάπου, με κάποιους συνδυασμούς σε κατευθύνει προς τα εκεί. Θα σας πω μια ιστορία. Ήταν μια όμορφη κοπέλα με την οποία ήμασταν πολύ φίλοι και, ως συνήθως, ο φίλος θέλει να κάνει κάτι το ερωτικό με τη φίλη του. Λες, φίλη, φίλη, φίλη αλλά δεν μπορεί θα γίνει και κάτι. Δεν έχανα τον ύπνο μου για αυτή αλλά την ποθούσα. Μια μέρα δόθηκε το «οκ», με κάλεσε σπίτι της και είπε ότι θα μαγειρέψει. Με νόημα μου είπε ότι θα είχε και «γλυκό». Όλη τη μέρα δεν μπορούσα να ηρεμήσω μέχρι να έρθει το βράδυ. Φόραγα ένα ακριβό παλτό και για να περάσει ο χρόνος πήγα στο ατελιέ για να ρίξω μια ματιά σ’ ένα έργο που το θεωρούσα τελειωμένο. Κοίταζα το ρολόι, με σηκωμένα τα μανίκια και το πείραζα. Για να μη λέω πολλά, με βρώμικα χέρια, ακούω το τηλέφωνο και είχαν περάσει δύο ώρες μετά το ραντεβού. Ανεβαίνω, πλένω τα χέρια μου και κατεβαίνοντας, κοιτάω το έργο και λέω εδώ κάτι θέλει. Τελικά, δεν πήγα. Δεν έχει σημασία αν είναι καλό ή όχι το έργο αλλά ότι είσαι χωμένος μέσα σ’ ένα πράγμα από όπου καμία σειρήνα δεν μπορεί να σε βγάλει.
Γεμίζει η ζωή σου με αυτό. Μα, φτιάχνεις ένα έργο και λες «ωραίο είναι». Πας τουαλέτα, επιστρέφεις και λες «δεν είναι ωραίο». Κάθε φορά έχεις μια μεγάλη συνάντηση με το έργο, με αυτό που έχεις κάνει. Πώς θα το δεις. Γίνεται και ένα παιχνίδι, δεν το κοιτάς αμέσως. Στην αρχή απαγορεύω στον εαυτό μου να το αντικρίσει. Μετά ανάβω τσιγάρο, πίνω καφέ και περιμένω μ΄ένα απότομο κοίταγμα ποια θα είναι πρώτη αντίδραση. «Καλό είναι», λες. Δεύτερο τσιγάρο. «Καλό είναι αλλά κάτι θέλει.» Αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μου συμβεί. Είναι ένας είδος φυγής από την πεζότητα. Μετά από κάποια στιγμή το έργο δεν σε αφήνει να το πειράξεις.
Θαύμαζα τον Μαγκρίτ που έμαθα ότι ζωγράφιζε στο σαλόνι του και δεν έπεφτε ούτε μια σταγόνα. Από την άλλη ο Μπέικον ήθελε να δουλεύει μέσα σε ένα αχούρι. Εγώ ήμουνα του αχουριού. Τώρα με τη βοήθεια κάποιου φίλου μου ψυχαναλυτή, κατάλαβα ότι είχα πολλούς λόγους να είμαι επιθετικός προς πάσα κατεύθυνση. Αυτή η κίνηση που αλλάζεις διάφορες μάζες, έχει μέσα και μια καλή εκτόνωση της επιθετικότητας. Να βγάλω τα απωθημένα μου. Μετά όλα αυτά πρέπει να τα οργανώσεις και αρχίζει μια προσπάθεια όλος αυτός ο θυμός μπας και γίνει κάτι. Ευτυχώς αυτό βγαίνει στα χρώματα και στα υλικά και όχι σε ψυχές ανθρώπων.
Μιας και λέμε για θυμό. Πήγα στη Σχολή και εκεί με κάποιο τρόπο ήθελα να γίνεται φασαρία για μένα. Ο καλός τρόπος είναι να κάνεις υπέροχες σπουδές. Εγώ δεν μπορούσα. Οπότε βρήκα τον εύκολο τρόπο. Ας πούμε, η τότε φίλη μου έκανε καλύτερες σπουδές και μου έλεγε τότε ο Μόραλης με το τρομερό χιούμορ του, «κοίταξε να δεις, άμα βρεις τα σκούρα, βάλ’ την να κάνει κάναν μπακλαβα.»
Ήμουνα ένα κωλόπαιδο που δεν σεβόταν τον σπουδαίο από κάθε πλευρά Μόραλη. Δεν είχα ιδέα με τι είχα να κάνω. Ένας αμαθής, κοντός, αδύνατος, χωρίς παιδεία, είχα βγει από το πουθενά. Έτσι λοιπόν το ν’ ακουστώ ήταν για μένα θέμα ζωής και θανάτου. Να πιάσω τόπο έστω και με αρνητικό τρόπο. Εντωμεταξύ στο σπίτι ζωγράφιζα συνέχεια κάτι πολύ κακά πράγματα. Ζούσα μέσα στη σχολή σαν πολίτης τρίτης κατηγορίας και έσκαγα με αυτό το πράγμα.
Στην αρχή το έριξα στο διαφορετικό αφού το κανονικό δεν μου έβγαινε. Πήρα μια φορά και γέμισα το τελάρο της σπουδής με άμμο. Ό,τι χειρότερο για να κάνεις σπουδή. Ο Μόραλης όμως επειδή αγαπούσε τα παιδιά αντί να με καταχεριάσει μου είπε ήρεμα «πρόσεχε, μη χτίζεις στην άμμο».
Δεν υπάρχει τίποτα στην τέχνη αν δεν έχει προηγηθεί μια περίοδος πειθαρχίας. Μερικές φορές η πειθαρχία επιβάλλεται με μαστίγια. Από την άλλη το ταλέντο συνηδητοποιεί από μόνο του την αναγκαιότητα της πειθαρχίας. Καλό;
Τότε, σ’ έναν διαγωνισμό ημίγυμνου- γυμνού, πέρναγαν οι καθηγητές από όλα τα εργαστήρια και βαθμολογούσαν και βλέπουν στο δικό μου αντί για σπουδή κάτι σκουπίδια στο τελάρο. Δεν ήθελα να κάνω κάποιο έργο αλλά να φτύσω όλο αυτό το σύστημα δουλειάς. Ο Μόραλης το βλέπει αυτό μέσα στο εργαστήρι του που καλώς ή κακώς έχει κάποιες αξίες, αλλά όπως πάντα ψύχραιμος με κόβει. Εμένα δεν μου έφτανε αυτό.
Τον ρωτάω, «γιατί με απορρίψατε;»
Μου απαντά, «ήσουν εκτός θέματος».
Ανταπαντώ, «μα το θέμα με προκάλεσε να πετάξω σκουπίδια, άρα είμαι εντός του θέματος».
Έβαζε ένα μοντέλο στη μέση, μ´ ένα γαρίφαλλο και εμείς έπρεπε να μεταφέρουμε τα χώματα. Εγώ είχα συνειδητοποιήσει ότι έξω γινόταν χαμός στην τέχνη, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι για να το μεταφέρω έπρεπε πριν να υποκύψω σε κάτι άλλο. Να μάθω να σχεδιάζω. Μου είπε αν δεν σου κάνει η σχολή και το σύστημά μας, μπορείς ν’ αποχωρήσεις. Εγώ του λέω αυτή είναι η σχολή δεν μπορώ να πάω σε άλλη και θέλω και ένα πτυχίο για να διεκδικήσω καμιά υποτροφία.
«Άκουσε φίλε μου, δεν μπορείς να είσαι επαναστάτης και να τα έχεις καλά και με τη χωροφυλακή», μου λέει.
Συνεχίζω εγώ ότι «εσύ κάθεσαι και βραβεύεις εδώ όποιον είναι Μοραλάκι και αυτό το ψοφίμι που είναι ο…»
«Ντροπή σου μου λέει να βρίζεις συμφοιτητή σου που δεν είναι εδώ. Γίνε πρώτα άνθρωπος και μετά ζωγράφος.» Και φεύγει χτυπώντας την πόρτα.
Την άλλη μέρα πάω στα Νέα, και αυτοί το βάζουν γιατί είναι πιασάρικη η καταγγελία που έκανα στον Μόραλη για συντηρητισμό και ότι δεν αφήνει έναν φοιτητή του ν’ αντιδράσει με άλλο τρόπο. Το είδε και παραλίγο να πάθει έμφραγμα ο άνθρωπος. Πήγε μετά να πιει με τον Ελύτη και τον Χατζιδάκι καφέ και του είπαν ότι δεν είναι δυνατό να μην αφήνεις τα παιδιά ν´αναπνεύσουν. Αν είχα επίγνωση με τι άνθρωπο είχα να κάνω θα ήταν αλλιώς αλλά είχα τεράστια αλαζονεία και αμάθεια. Πήγα ν’ αλλάξω εργαστήριο να πάω στο Μαυροειδή. Ήρθα μετά όμως ο Μόραλης και μου είπε: «Δεν έχω τίποτα εναντίον σου. Θα κάτσεις στο εργαστήρι μου, θα κάνεις ό,τι θέλεις γιατί κάπου σε καταλαβαίνω.» Καταλάβαινε ότι με έτρωγε η βιασύνη ενώ δεν είχα εκπαιδευτεί. Μια ο Μόραλης, μια εγώ, ωρίμασα. Μετά έγινα το παράδειγμα για τους νέους ατίθασους. Στο τέλος της χρονιάς που γινόταν διαγωνισμός σχεδίου στο γυμνό νυκτός πήρα έπαινο και στις τρείς πόζες του μοντέλου, βραβείο που δεν είχε δοθεί ξανά στη σχολή.
Θα σας μιλήσω μέσα από την καρδιά μου. Δεν μου αρέσει καθόλου να λένε ότι είμαι ο σημαντικότερος εν ζωή ζωγράφος. Υπάρχουν πολλοί ζωγράφοι που είναι πάρα πολύ καλοί. Δεν μπορώ να το ακούω αυτό. Δεν με κολακεύει. Δεν με ενδιέφερε ποτέ. Αυτά που είναι να εισπράξω τα παίρνω από τις κουβέντες κάποιων φίλων μου. Αυτοί οι πιασάρικοι τίτλοι και τα λοιπά είναι επιπόλαιοι. Δεν είναι ποδόσφαιρο. Για να μιλήσουμε σοβαρά για μια γενιά και να την αξιολογήσουμε, πρέπει να περάσει χρόνος ώστε να δούμε τις αντοχές της.
Αυτό τον καιρό, φτιάχνω κάτι μικρά, τα οποία τα έχω κάτω από το κρεβάτι. Σηκώνομαι, γιατί έχω άστατες ώρες, φτιάχνω ένα καφέ, και αρχίζω να τα κοιτάω, είμαι πολύ χωμένος σε αυτό το πράγμα.
Τα μικρά έργα έχουν μερικά χαρακτηριστικά παιχνιδιού που δεν έχουν τα μεγάλα. Χρησιμοποίησα μαρκαδόρο τον οποίο ξεκίνησα να τον πλάθω. Έβαλα ακουαρέλες που πλάθονται μεταξύ τους. Μπήκα σε μια διαδικασία ρίσκου με πολλά χαρτιά πεταμένα. Βέβαια, άλλοι έχουν ρισκάρει τη ζωή τους στο πόλεμο, δεν θα ρισκάρω εγώ που κάθομαι στον καναπέ του σπιτιού μου και χαϊδεύω το σκύλο μου; Είναι από τις πιο κερδισμένες σχέσεις το εγώ και αυτό, εγώ και εγώ δηλαδή.
Μου αρέσει να παίζω με το τυχαίο. Ένα έργο τέχνης βγαίνει με όλους τους τρόπους. Ο Μοντριάν είχε τα χρώματά του σα να ναι σε φαρμακείο και άλλος πρέπει να κόψει τον κώλο του γιατί είναι ζεστό ταμπεραμέντο Οι καλλιτέχνες είναι όπως και η φύση, η φύση δεν είναι μονότοτονη να βγάζει τα ίδια λουλούδια.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μας πάντα έχουμε τον ιδανικό θεατή. Αυτόν που μας ενδιαφέρει. Όσο ελεύθεροι και να λέμε ότι είμαστε, στο πίσω μέρος θέλουμε ν’ αρέσουμε σε κάποιον. Εγώ έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου κάποιους πολύ καλούς ζωγράφους και αυτούς που έχουν τρομερό ένστικτο για τη ζωγραφική. Δεν μου αρέσουν οι σάλτσες, είμαστε αδερφές ψυχές με τους ζωγράφους.
Αυτό που έχω κερδίσει είναι ότι μπορώ και απολαμβάνω την καλή ζωγραφική, και τη ζωγραφική των φίλων μου. Οι ζωγράφοι είναι οι καλύτεροι υποστηρικτές του έργου μου. Έχω αυτό να λέω. Το σινάφι με στήριξε. Εδώ ολόκληρος Χρόνης Μπότσογλου έχει γράψει ότι με έχει επηρεάσει ο Μπουζιάνης και ο Μάκης.