Ναι, ήταν πολύ ισχυρό το δέλεαρ να ξαναδούμε παράσταση στο Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, κι ας μπήκαμε από την οδό Αγγελικής Χατζημιχάλη αυτή τη φορά, κι όχι από την Αδριανού. Ναι, ήταν έντονο το συναίσθημα που νιώσαμε όλοι μπαίνοντας στο χώρο, κι όχι μόνο επειδή ανασύρονταν μνήμες στους περισσότερους. Αλλά και γιατί αναδείχθηκαν, ή καλύτερα αξιοποιήθηκαν με έμπνευση, σεβασμό και μαεστρία, τόσο το κενό όσο και η πατίνα που εμπεριέχει. Ετσι η σκηνογράφος Θάλεια Μέλισσα άφησε το χώρο άδειο, σαν γιαπί, με υπολείμματα οικοδομικών υλικών. Εκεί στήθηκε ο «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που σκηνοθέτησε η Κατερίνα Ευαγγελάτου, 28 χρόνια μετά τον «Αμλετ» που σκηνοθέτησε ο Σπύρος Ευαγγελάτος στον ίδιο χώρο. Και με την έναρξη της παράστασης, η μνήμη ανακαλεί πάλι στιγμές του παρελθόντος, αφού πλάνα του «Αμλετ» του 1991 προβάλλονται στο πίσω μέρος της σκηνής. Στην υπόκλιση οι τότε, στην πρώτη εμφάνιση επί σκηνής οι τωρινοί.
Και η ιστορία του πρίγκιπα της Δανίας, εκείνου του πληγωμένου, απελπισμένου, έξυπνου και πάσχοντα πρίγκιπα, αρχίζει. Με τον Αμλετ (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) μόνο του και κλεισμένο στον εαυτό του, τον θυμό του και τη θλίψη του, ντυμένο στα μαύρα και με μαύρα γυαλιά, βυθισμένο στο πένθος και στην παραίτηση. Και δικαίως, γιατί σ’ αυτό που τον περιβάλλει κυριαρχεί ο κυνισμός, ο δόλος και ο καιροσκοπισμός, φορώντας κοστούμι, γραβάτα και πανάκριβες τουαλέτες, έτσι όπως προσωποποιείται στο πρόσωπο του θείου του και βασιλιά Κλαύδιου (Νίκος Ψαρράς) και της μητέρας του και βασίλισσας Γερτρούδης (Αννα Μάσχα). Η οποία πολύ γρήγορα έληξε το πένθος για τον σύζυγό της (και πατέρα του Αμλετ) και παντρεύτηκε τον αδελφό του. «Πλησιάζει η συγγένεια, κινδυνεύει η ευγένεια» μονολογεί ο Αμλετ. Του οποίου η μελαγχολία και η θλίψη γίνονται γρήγορα ακατανίκητος θυμος προς τον Κλαύδιο. «Να έχει ο φόνος μου ορμή, σα να ’ταν έρωτας» λέει, όταν το φάντασμα του πατέρα του τον επισκέπτεται και του φανερώνει τον τρόπο του θανάτου του. Το φάντασμα, στην οθόνη, είναι ο Γιάννης Φέρτης, ο Αμλετ της παράστασης του 1991. Αλλος ένας κύκλος, άλλη μία συνάντηση του τότε με το σήμερα.
Ομως η Κατερίνα Ευαγγελάτου δεν έμεινε μόνο στη συνάντηση του παρελθόντος με το παρόν. Τα έπλεξε εύστοχα σε μια νέα δική της παράσταση. Με έμφαση στη διάρκεια και τη συνέχεια που έχει η ιστορία του Σαίξπηρ, τα πάθη της ψυχής και του μυαλού (Αμλετ), ο δόλος (Κλαύδιος), η άβουλη υποταγή (Γερτρούδη), η προδοσία και η διπροσωπία (Πολώνιος, Γκίλντενστερν, Ρόζενκραντζ), η αφοσίωση (Οράτιος), η αγάπη (Οφηλία). Την έδειξε αυτή τη διάρκεια και τη συνέχεια κυρίως με την κίνηση των ηθοποιών, μια κίνηση σύγχρονη, σημερινή, αναγνωρίσιμη, χωρίς κανένα παλιακό ίχνος (Πατρίτσια Απέργη)· με την ατμόσφαιρα θρίλερ που έστησε, ενός θρίλερ που διαρκεί αιώνες, μέσω της μουσικής του Σταύρου Γασπαράτου· με τον τεμαχισμό των σκηνών κάνοντας έτσι πιο αγωνιώδη τη δράση με τα φώτα (και τα σκοτάδια) του Σίμου Σαρκετζή. Την έδειξε με τον τρόπο που διαλύεται το σύμπαν αυτού του βασιλείου, με τον τρόπο που διαλύεται δηλαδή οτιδήποτε παρακμάζει. Οι σανίδες του πατώματος ξηλώνονται από τον Αμλετ -με οργή, με σπαραγμό, με αποφασιστικότητα-, ανοίγοντας «βαθύ λάκκο στο χρόνο». Γιατί αυτή η παράσταση δεν έχει μόνο το θέατρο μέσα στο θέατρο (την παλιά παράσταση μέσα στη σημερινή). Εχει, εντέλει, θέατρο, μέσα στο θέατρο και μέσα στο θέατρο, με τον τρόπο του Πιραντέλλο, αφού μέσα από μια θεατρική παράσταση αποκαλύπτονται αλήθειες και πίσω από την κόκκινη αυλαία κρύβονται πολλά και φανερώνονται άλλα. Και κάποια στιγμή βρίσκονται όλοι να παρακολουθούν θέατρο πάνω σε ερείπια, να μπαινοβγαίνουν στα έγκατα της γης, στα έγκατα της ψυχής, στα έγκατα του θεάτρου. Και σ’ αυτά τα έγκατα βρίσκουν την αρχή, αποτυπωμένη πάνω σε μια νεκροκεφαλή. Γιατί σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν «αυτοί που σπέρνουν, αυτοί που σκάβουν, κι αυτοί που θάβουν» όπως λέει εύστοχα ο φιλόσοφος-νεκροθάφτης του Σαίξπηρ.
Και πρώτη φορά ένιωσα να «μιλάει» τόσο πολύ για τόσα πολλά που την αφορούν η Κατερίνα Ευαγγελάτου, κι αυτό δεν έγινε μέσω των σκηνών του «Αμλετ» του 1991 που παρακολουθήσαμε. Κι όχι επειδή το λέει στο σημείωμα της παράστασης: «Καθρεφτιζόμαστε στο παρελθόν και προβάλλουμε τις εικόνες μας στο μέλλον. Με τόλμη κοιτάζουμε κατάματα τους εαυτούς μας γυμνούς, μέσα σε όλη τη φθαρτή φύση της Τέχνης που υπηρετούμε. Τα ερωτήματα που μας βασανίζουν είναι αιώνια, ωστόσο τα αισθήματά μας είναι απολύτως σημερινά, προσωπικά και ειλικρινή». Αλλά κυρίως γιατί το είδα να διατρέχει όλη την παράσταση, σε κάθε της λεπτομέρεια. Μια παράσταση που είχε πολλή δουλειά, πίσω από κάθε της λεπτομέρεια. Που φώτισε τη διαχρονία του σαιξπηρικού κειμένου και χάρη στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Μια παράσταση που είχε έναν συναρπαστικό Αμλετ στο πρόσωπο του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, και έκανε τον θεατή να πονάει μαζί του, κι έναν Πολώνιο (Δημήτρης Παπανικολάου) που μετέδιδε ανατριχιαστικά τη μικρότητα της ψυχής και την πονηρία του νου. Οι δύο κορυφαίες ερμηνείες και ακολουθούν, ερμηνεύοντας εύστοχα τη δική τους παρτιτούρα, οι έμπειροι και δόκιμοι Νίκος Ψαρράς, Γιάννης Κότσιφας, Αννα Μάσχα, ενώ και οι νεότεροι ηθοποιοί στάθηκαν από επάξια έως ικανοποιητικά στις θέσεις τους. Η Οφηλία της Αμαλίας Νίνου, ένας από τους βασικούς ρόλους του έργου, ήταν καλύτερη στο δεύτερο μέρος. Σίγουρα από τις καλύτερες δουλειές της Κατερίνας Ευαγγελάτου, σίγουρα μία από τις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν.