Το 2006, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, μια μαθήτρια με καταγωγή από τη Βουλγαρία καταγγέλλει ότι βιάστηκε από ομάδα συμμαθητών της. Η υπόθεση της Αμαρύνθου ήρθε στο φως της δημοσιότητας και πήρε αυτόματα πρωτοφανείς διαστάσεις, καθώς κοινή γνώμη, ΜΜΕ, πολιτικοί και λοιποί φορείς δημοσίου λόγου είδαν σε αυτή πολλά διεγερτικά συστατικά: βιασμός και ανήλικοι, κινητά που κατέγραφαν ερωτικές συνευρέσεις, σχολικές καταλήψεις και νεολαία σε κρίση, επαρχία και κλειστές συντηρητικές κοινωνίες, μετανάστες, ρατσισμός, προκαταλήψεις, συνενοχή.
Ερευνώντας την υπόθεση μετά από χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια της Μάρθας Μπουζιούρη τυχαία ένα δημοσίευμα, είδε να αναδύονται πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις βίας που προηγήθηκαν ή προστέθηκαν στο αρχικό περιστατικό ενός καταγγελθέντος βιασμού. «Για δύο-τρεις εβδομάδες, στήθηκαν λαϊκά δικαστήρια και διατυπώθηκαν ηθικολογίες, αφορισμοί και γενικεύσεις από και προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή ήταν η διάρκεια που αναλογούσε στην υπόθεση της Αμαρύνθου. Μετά σιωπή».
Στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, η σκηνοθέτης εστιάζει στη φόρμα του θεάτρου ντοκιμαντέρ, με άξονα την εθνογραφική έρευνα, την οποία εμπλουτίζει με πολυμεσικά στοιχεία και παράλληλες δράσεις διαλόγου. Εξηγεί πως ο δογματισμός και η απερίσκεπτη ευκολία με την οποία συχνά σπεύδουμε να διαλέξουμε μεριά -επικαλούμενοι στερεότυπα και απλουστευτικές γενικεύσεις- ήταν ένα στοιχείο που αναδείχθηκε από την έρευνα.
«Στην υπόθεση της Αμαρύνθου, η αλήθεια αναδείχθηκε ως συγκρουσιακή κατασκευή, αφήνοντας μέχρι σήμερα ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις δύο επικρατούσες εκδοχές της ιστορίας. Για τη μία μεριά, στην Αμάρυνθο συντελέστηκε και συγκαλύφθηκε ένα έγκλημα ομαδικού βιασμού και εξευτελισμού ανήλικης μετανάστριας από Έλληνες συμμαθητές της, ενδεδυμένο με ρατσιστικές, πατριαρχικές και ταξικές προεκτάσεις. Για την άλλη μεριά, η υπόθεση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια σκηνοθετημένη κατασκευή μιας ελευθερίων ηθών Βουλγάρας που συκοφάντησε τους εμπλεκόμενους εφήβους και διέσυρε μια ολόκληρη τοπική κοινωνία η οποία την είχε αγκαλιάσει όλα αυτά τα χρόνια, φτάνοντας να την ανακηρύξει σημαιοφόρο της τάξης της».
Κάνοντας εικόνα τον αντίκτυπο που μπορεί να είχαν οι παραπάνω αφηγήσεις στους ανήλικους πρωταγωνιστές, ένιωσε την ανάγκη να μεταφέρει την υπόθεση στη σκηνή ως παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ, επιχειρώντας την αποκωδικοποίηση και προβληματοποίηση αυτών των μηχανισμών κατασκευής της αλήθειας και απόδοσης δικαιοσύνης οι οποίοι επιβλήθηκαν συχνά με όρους βεβιασμένους και ισοπεδωτικούς. Πώς κεφαλαιοποιήθηκε η υπόθεση της Αμαρύνθου; Πώς δίχασε, πώς κορυφώθηκε, πώς έσβησε και ποιο είναι το ίχνος της σήμερα; Πώς τη θυμόμαστε – όσοι τη θυμόμαστε – και γιατί;
Το θέατρο ντοκιμαντέρ συνενώνει ιδανικά κατά την σκηνοθέτη τα πεδία της τέχνης και της ανθρωπολογίας, ταυτίζεται με την πεποίθηση του Τσέχωφ ότι «Αν είμαι γιατρός, χρειάζομαι ασθενείς. Αν είμαι συγγραφέας, πρέπει να ζω μαζί με άλλους ανθρώπους».
Μέσα από αυτή τη θεατρική φόρμα ανοίχτηκε μπροστά της ένας ζωτικός χώρος για να συνδιαλλαγούν δημιουργικά φαινομενικά ετερόκλητες ιδιότητες: ερευνητής, ηθοποιός, δραματουργός, σκηνοθέτης, αλλά κυρίως «άνθρωπος απέναντι σε ανθρώπους. Άλλωστε, το θέατρο ντοκιμαντέρ, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, εμπνέεται και αντλεί από τη ζωή. Η διαφορά είναι πώς σε αυτό το είδος θεάτρου, ο θεατής μπαίνει στην αίθουσα με τη συνειδητότητα πως αυτό που θα εξελιχθεί επί σκηνής έχει υπάρξει, κάπου εκεί έξω, πως το ίχνος του έχει εγγραφεί σε πραγματικά πρόσωπα. Στην πορεία, μπορεί να το “ξεχάσει”, να χαθεί για λίγο μέσα στη σύμβαση της καλλιτεχνικής συνθήκης, έπειτα να το ξαναθυμηθεί».
Σ’ αυτή τη συναισθηματική και διανοητική παλινδρόμηση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας πιστεύει ότι έγκειται η δύναμη και η δυναμική αυτού του θεατρικού είδους. Και ταυτόχρονα η εξαιρετική δυσκολία του, ιδίως όταν καταπιάνεται με ευαίσθητες καταστάσεις, με γεγονότα του κοντινού παρελθόντος, όπως η υπόθεση της Αμαρύνθου.
«Η φόρμα κατά τη γνώμη μου είναι ένα άδειο μαλακό κέλυφος – το μέσο διέλευσης της προσέγγισης και του περιεχομένου ενός έργου. Αν μιλήσουμε με όρους επιλογής φόρμας, η συζήτηση θα πρέπει να αναχθεί στο κατά πόσο έχει λόγο ύπαρξης ένα καλλιτεχνικό έργο τεκμηρίωσης εν γένει. Όσο για τη διάκριση μεταξύ κοντινού και μακρινού παρελθόντος, νιώθω πώς είναι πιο τίμια η επιλογή να καταπιαστεί κανείς με ένα πρόσφατο περιστατικό. Γιατί οι “πρωταγωνιστές” του έχουν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση, μπορούν, εάν το επιθυμούν, να έχουν πρόσβαση στο έργο, να εκφέρουν λόγο και αντίλογο. Οι νεκροί δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα: η ιστορία γράφεται εν αγνοία τους, μιλούν άλλοι εξ ονόματός τους».
Η παράσταση «Αμάρυνθος» δεν εστιάζει στο τι συνέβη το πρωινό της 25ης Οκτωβρίου 2006 στις τουαλέτες του υπό κατάληψη Λυκείου. Εκείνο που επιχειρεί είναι να δει πώς ερμηνεύτηκε και επικοινωνήθηκε μια τόσο ευαίσθητη υπόθεση που αφορούσε εφήβους.
Όμως, πόσο εύκολο είναι να επικοινωνήσει κανείς μια παράσταση που σχετίζεται με μία υπόθεση βιασμού, που δίχασε μια κλειστή κοινωνία και όχι μόνο, μια υπόθεση στην οποία οι εμπλεκόμενοι ήταν έφηβοι; «Σαφώς μας απασχόλησε πολύ έντονα όχι μόνο η επικοινωνία της παράστασης, αλλά κυρίως η επικοινωνία με τα ίδια τα πρόσωπα: ο τρόπος προσέγγισής τους, μεθοδολογικά, και στη συνέχεια η αποτύπωσή τους ως πρόσωπα του δράματος. Κι αυτός ο προβληματισμός μας οδήγησε να ακουμπήσαμε στη σκηνή τις ηθικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές ταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις που βιώσαμε ως συντελεστές αυτής της δουλειάς».
Βασίζεται σε πεντάμηνη έρευνα, κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις – από ερευνητική ομάδα του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Παντείου Πανεπιστημίου- με ανθρώπους οι οποίοι σχετίστηκαν με την υπόθεση, άμεσα ή έμμεσα. Οι συνεντεύξεις αυτές δραματοποιήθηκαν, και μαζί με την έρευνα αρχείου και πεδίου, συνέθεσαν το δραματουργικό άξονα του έργου. «Υπήρξαν άνθρωποι που μας μίλησαν ανοιχτά, άλλοι λιγότερο ανοιχτά, άλλοι που αρνήθηκαν να μας συναντήσουν, και κάποιοι που επεδίωξαν να μας βρουν και να μας μιλήσουν προτού προλάβουμε να τους προσεγγίσουμε εμείς. Κάθε ένας τους άνοιξε ένα παράθυρο στην υπόθεση της Αμαρύνθου, και όλοι μαζί μια μεγαλύτερη πόρτα, η οποία οδηγεί οπουδήποτε αλλού εκτός από τις σχολικές τουαλέτες».
Από τη στιγμή που καταπιάνεται με μια ευαίσθητη και σύνθετη υπόθεση ανηλίκων που άφησε όλες τις πλευρές τραυματισμένες και ηττημένες, βασικό της μέλημα της Μάρθας Μπουζιούρη ήταν να μην εισπράξουν αυτό το εγχείρημα σαν ένα ακόμα βίαιο γεγονός. «Αντιλαμβάνομαι πως η αναγγελία μιας παράστασης που τιτλοφορείται “Αμάρυνθος” μπορεί να ανακινήσει επώδυνες μνήμες ή να ανασύρει συσσωρευμένο θυμό, όπως και συνέβη, σε κάποιο βαθμό. Ωστόσο, η αλήθεια που επιδιώκουμε με τη δική μας “Αμάρυνθο” σηματοδοτεί την επιθυμία για μη λήθη, την πρόσκληση να επιστρέψουμε και να ξανακοιτάξουμε το παρελθόν για να δημιουργήσουμε ένα λιγότερο βίαιο, περισσότερο φιλόξενο μέλλον. Δεν ξεχνάω πως η τέχνη δίνει στους δημιουργούς της ένα προνομιακό, προστατευμένο, δυνάμει αυθαίρετο και εγγενώς άνισο πεδίο εκφοράς λόγου. Ευχή και ελπίδα μου είναι να αναμετριέμαι κάθε λεπτό με αυτό το δεδομένο, σε αυτή και σε κάθε επόμενη δουλειά».
Η παράσταση δουλευόταν επί ένα χρόνο και κατατέθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών ως ολοκληρωμένη πρόταση αρχές Σεπτέμβρη του 2017, περίπου ένα μήνα πριν κάνει την εμφάνισή του μαζικά το διεθνές κίνημα #metoo ενάντια στη σεξουαλική κακοποίηση. «Έκανα κι εγώ εκ των υστέρων αυτή τη σκέψη. Και βρίσκω, αν και τυχαίο, εξαιρετικά γόνιμο το συγχρονισμό της παράστασης με την κινητοποίηση γύρω από ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, καθώς αυτή απηχεί ορισμένες σημαντικές πτυχές του όπως η επιβολή και εσωτερίκευση των “κοινωνικών χαρακτηριστικών” του φύλου, η αντιμετώπιση και ο στιγματισμός ενός ατόμου που καταγγέλει σεξουαλική κακοποίηση, η δευτερογενής βία που υπόκειται κλπ».
Όπως έχει ήδη ξεκαθαρίσει η Μάρθα Μπουζιούρη, η δική της «Αμάρυνθος» δεν ξαναδικάζει την υπόθεση. Αυτή η διατύπωση κάνει πολλούς να αναρωτιούνται αν και ποια θέση παίρνει τελικά. «Αυτό είναι ίσως σκόπιμο να απαντηθεί από τους ίδιους τους θεατές και όχι από εμένα. Εκείνο που μπορώ να πω βασιζόμενη σε ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα είναι πως η υπόθεση της Αμαρύνθου δεν αποτέλεσε μεμονωμένο περιστατικό. Ο τρόπος αντιμετώπισης αντίστοιχων υποθέσεων από θεσμούς, media, δικαιοσύνη, κοινή γνώμη δεν μπορεί παρά να μας κάνει να αναρωτηθούμε: θυμίζει κάτι, στον καθένα από εμάς εκεί έξω, η Αμάρυνθος;».