Το μεγάλο ζήτημα στο σημερινό ελληνικό θέατρο είναι αυτό της δραματουργίας. Θα έπρεπε να του αφιερώσουμε κάποια στιγμή ένα ξεχωριστό κομμάτι, απλώς αυτή η στιγμή διαρκώς αναβάλλεται γιατί, όπως λέει ο ποιητής, η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή. Το πόσες μεταφορές μη θεατρικών κειμένων στη σκηνή σχεδόν χωρίς επεξεργασία, ή με μια επεξεργασία που κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί έγινε με αυτό τον τρόπο, βλέπουμε κάθε χρόνο, το πόσες ατάκτως ερριμμένες προσωπικές εμπειρίες των συντελεστών ή προϊόντα «συνεντεύξεων» εν είδει devised, το πόσα έργα, κλασικά ή μη, διασκευασμένα με τρόπους αδιανόητους, πόσους συνδυασμούς διαφορετικών κειμένων που βρέθηκαν στα καλά καθούμενα να παίζονται μαζί, μόνο όσοι βλέπουν πολλές παραστάσεις κάθε σεζόν, και η ψυχή τους, το ξέρουν…
Η παραπάνω πραγματικότητα, φυσικά, έχει ως αποτέλεσμα να ξεχωρίζουν ακόμα περισσότερο τα επιτυχή σε αυτό τον τομέα εγχειρήματα. Αυτό που αποτολμά φέτος με το Αμάραντα ο Γιάννης Σκουρλέτης και οι bijoux de kant, είναι μια πολύ εύθραυστη και επικίνδυνη ισορροπία: πήρε ένα μονόπρακτο του Παύλου Μάτεσι από το Μικρό-Αστικό Δίκαιο (τι εξαίσιος τίτλος!), Το Φτερό, και το συνδύασε με κείμενο που έγραψε ειδικά για την παράσταση η Γλυκερία Μπασδέκη. Τι μεγαλύτερη απόδειξη θα μπορούσε να υπάρξει για το πόσο ευτυχής είναι αυτός ο γάμος, από το γεγονός πως υπάρχουν αποσπάσματα για τα οποία δυσκολεύεσαι να αποφανθείς ποιος τα έχει γράψει. Η Μπασδέκη επέδειξε σεβασμό, αλλά και παρρησία, και πέτυχε έναν πραγματικό άθλο. Υπό το άγρυπνο βλέμμα του σκηνοθέτη, φυσικά…
Ο πιο λάθος τρόπος για να δει κανείς το Αμάραντα, θα ήταν να το θεωρήσει ωε ηθογραφία, ως κείμενο αναφερόμενο στο μακρινό παρελθόν των μπουλουκιών. Πριν προσπαθήσει κανείς να πάρει μια τόσο βολική και ασφαλή απόσταση από τα τεκταινόμενα, ας αναλογιστεί πόσο απέχουμε από αυτή τη συνθήκη. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη σημερινή θεατρική πραγματικότητα – μπουλούκια με σταθερή (ενίοτε) στέγη, που αλλάζουν έργο κάθε τρεις και μία εις άγραν θεατών, το επόμενο βήμα θα είναι να ξαναρχίσουν να πληρώνονται σε αυγά – αλλά σε αυτό που συμβαίνει στον καθένα μας. «Κάτι έχει το κοινό, σαν να το φοβερίσαν», ακούγεται από σκηνής. Ναι, πράγματι: το βλέπουμε καθημερινά.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης είναι ένας από τους σκηνοθέτες μας με την πιο χαρακτηριστική υπογραφή, τόσο αισθητικά όσο και στο περιεχόμενο των αναζητήσεών του. Γι αυτό και οι bijoux de kant κατόρθωσαν μέσα σε σχετικά σύντομο διάστημα να γίνουν μια από τις ουσιαστικότερες θεατρικές δυνάμεις της χώρας. Πάντα παρούσα στη δουλειά του, μια Ελλάδα τόσο παρελθούσα, όσο και παραμένουσα. Ποτέ δεν αποκρύπτει από πού έλκει καλλιτεχνικά την καταγωγή του, κι ίσως αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει: κοιτάζοντας προς τη μεριά αυτών που θεωρεί δασκάλους του, οικοδομεί τη δική του τολμηρή παρουσία. Το ίδιο ισχύει και για τη θεματική του: γνωρίζει πως το παρελθόν κρατά τα κλειδιά του παρόντος, και τα αναζητά με επιμονή. Οι παλιές πληγές είναι που δημιούργησαν τις ουλές του σήμερα.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης έχει δουλέψει συστηματικά, αθόρυβα και άοκνα, εδώ και πολλά χρόνια, πάνω στην υποκριτική του εξέλιξη, και τώρα δρέπει τους καρπούς. Ο πενθών Μέμος που ετοιμάζεται να βγει στη σκηνή παρόλο το θάνατο του παρτενέρ του είναι η κορυφαία του στιγμή μέχρι σήμερα, αλλά κι ένα συναρπαστικό πρόσωπο γεμάτο χυμούς, που ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό με τον τρόπο που μόνο η πραγματική ζωή μπορεί να το κάνει.
Η ίδια ισορροπία ισχύει και για τη Μερόπη της Μαρίας Πανουργιά. Ηθοποιός- απόκτημα για κάθε σκηνοθέτη που έχει την τύχη να συνεργαστεί μαζί της, με προσωπικό και υποδόριο χιούμορ που ουδέποτε ξεπέφτει σε συνηθισμένη κωμική μανιέρα, Μπούφος και αλεπού ταυτόχρονα, όπως έλεγε ο Σουρής, αυτό το αρπακτικό, εξ ανάγκης και εκ συνηθείας, το μαθημένο από νωρίς στην εκπόρνευση, είναι διαρκώς παρόν ανάμεσά μας. Είναι εμείς.
Ίσως η λέξη «ισορροπία» είναι τελικώς το κλειδί για όλες τος ερμηνείες της παράστασης – σαν τα μονόζυγα του τσίρκου όπου συμβαίνουν όλα να είναι ο χώρος τους και να πρέπει να λειτουργήσουν ως ακροβάτες. Όμως στην Μπέτυ Βακαλίδου αξίζει ειδική μνεία. Η Αντώνα της, που πεθαίνει τραγικά ξανά και ξανά, είναι ένα πρόσωπο που φέρει τόσο βαθιά δυστυχία, που μόνο με κωμικές πινελιές θα μπορούσε να αντέχεται – κι η ευφυής Γλυκερία Μπασδέκη που την έπλασε το γνωρίζει καλά αυτό. Της χαρίζει λοιπόν ένα ιδιόλεκτο που στιγμές φλερτάρει με τον Μποστ. Ο σπαραγμός κι ο αυτοσαρκασμός βαδίζουν χέρι-χέρι. Η γύμνωση στην οποία την οδηγεί σοφά ο σκηνοθέτης, της προσδίδει τη νεκρική γαλήνη του φαγιούμ. Αλλά χωρίς τις λεπτές αποχρώσεις που η ίδια η Βακαλίδου της έδωσε, η Αντώνα δεν θα έφτανε ποτέ σε αυτά τα επίπεδα.
Ο Αλέξανδρος Παπαϊωάννου εκτελεί σωστότατα κάτι διόλου εύκολο: ο διαρκώς παρών νεκρός Στάμος του είναι ο άξονας που γύρω του περιστρέφονται όλα. Άλλωστε το πένθος, κομβική έννοια στην παράσταση, αυτό το πένθος που ο αστικός, καπιταλιστικός τρόπος ζωής μας επιχειρεί να εξορίσει με κάθε τρόπο, είναι τρόπος διαχείρισης της μνήμης, αλλά και συμφιλίωσης με την απώλεια.
Είναι γνωστή η ρήση του Σαίξπηρ πως δεν πρέπει να ταυτιζόμαστε με έναν μόνο από τους ήρωες του θεατρικού έργου, γιατί είμαστε όλα τα πρόσωπα. Λίγες φορές το έχω νιώσει τόσο αυτό όσο στο Αμάραντα. Και δεν ισχύει μόνο για τα πρόσωπα που βλέπουμε επί σκηνής, αλλά και γι αυτά που περιγράφονται στην αφήγηση. Καταλαβαίνω την ανασφάλεια που γεννά το να ταυτιστούμε με τον σφαγμένο που έρχεται πάντα στην παράσταση να καθίσει στην πρώτη σειρά. Όμως αν το κάνουμε θα καταλάβουμε πολλά, και για το ρόλο του θεατή, αλλά και για την κοινωνία μας σήμερα.
Είναι σύνηθες πλέον στους πολίτες αυτής της χώρας – αλλά και στις θεατρικές της ομάδες – να μην αναγνωρίζουν καμιά καταγωγή, καμιά προέλευση, κανένα δάσκαλο. Ο Ζιντ έλεγε, σαν να είναι χτισμένοι σε πυλωτή: ούτε θεμέλια, ούτε υπόγειο. Μόνο που αυτό δεν ισχύει, η πραγματικότητα τους διαψεύδει καθημερινά. Στα σοβαρά πιστεύουμε πως έχουν ξεπεραστεί οι συνέπειες του εμφυλίου; Ας προσπαθήσουμε, για παράδειγμα, να ρίξουμε μια αντικειμενική ματιά σε αυτό που συμβαίνει σήμερα: ασχέτως συμφωνίας ή διαφωνίας με τις ενέργειες κυβέρνησης κι αντιπολίτευσης στις περιστάσεις ου ακολούθησαν, στην αντίδραση που ξέσπασε σχεδόν αμέσως μόλις η εξουσία άλλαξε χέρια, δεν διακρίνει κανείς την υστερία μιας τάξης που αισθάνεται να της παίρνουν από τα χέρια κάτι για το οποίο πολέμησε και νίκησε πριν από όχι και τόσο πολλές δεκαετίες – αυτή την ίδια υστερία που περιέγραψε ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος στους Κυνηγούς;
Το θέατρο με έσωσε, επαναλαμβάνουν στους συγκλονιστικούς τελικούς τους μονολόγους οι ήρωες. Να κάτι που μπορεί να ισχύσει τόσο για τους επί σκηνής ευρισκόμενους, όσο και για τους θεατές στην πλατεία. Ο ρόλος της τέχνης σε ένα περιβάλλον ολοένα και πιο ρευστό, αβέβαιο και ακατανόητο, μπορεί να είναι ουσιαστικότερος από αυτόν που συνήθως υποθέτουμε.
Άλλωστε όλα όσα λαμβάνουν χώρα – το κάνει σαφές ο Σκουρλέτης – είναι θέατρο. Μια νεκρή – επανειλημμένα νεκρή, μάλιστα – ανοίγει την αυλαία στο ξεκίνημα, κι ένας άλλος νεκρός την κλείνει. Κι είναι μια άλλη αυλαία, γιατί όλα είναι πλέον αλλιώτικα.
Μάλλον, η κορυφαία παράσταση που παρακολούθησα ως τώρα φέτος.