Κάθομαι σε ένα δωμάτιο. Συγκεκριμένα, σε μία αίθουσα του Ωδείου Αθηνών. Γύρω μου αρκετός κόσμος έχει γεμίσει την αίθουσα, άλλοι οκλαδόν στο πάτωμα κι άλλοι πιο πίσω ακουμπώντας σε κάποιον τοίχο. Προς το παρόν, ακούω τον «όχλο». Λίγη ώρα μετά, όμως, θα ακούσω, όπως και όλοι γύρω μου που γι’ αυτό το σκοπό βρίσκονται σε αυτή την αίθουσα, τη φωνή του Alvin Lucier, του 85χρονου πλέον, πρωτοπόρου της πειραματικής μουσικής να «ενημερώνει» καθισμένος από την καρέκλα του ότι «κάθεται σε ένα δωμάτιο και το μόνο που ακούμε είναι η φωνή του». Φυσικά, πρόκειται για το έργο I’m sitting in a room που κυκλοφόρησε το 1969 και στο οποίο, ο Lucier αποπειράθηκε να ηχογραφήσει τη φωνή του, ξανά και ξανά σε ένα δωμάτιο, μέχρι αυτή να πιάσει συγκεκριμένες συχνότητες και απόψε είναι εδώ για να παρουσιάσει αυτό το «ηχητικό πείραμα« ζωντανά στη documenta 14.
Μπορεί με μία πρώτη πρόσληψη, το συγκεκριμένο έργο να μοιάζει πειραματισμός στα όρια του ακαδημαϊσμού, ωστόσο, τεμαχίζοντας τα επιμέρους κομμάτια, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η συγκεκριμένη δημιουργία, αν και φτιαγμένη σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, καταφέρνει να περικλείσει όλα εκείνα τα στοιχεία της ποπ μουσικής, όχι με τη στενή έννοια του όρου ως genre, αλλά ως popular music. Αρχικά και κυριολεκτικά, η δήλωση του Lucier ότι κάθεται σε ένα δωμάτιο ηχογραφώντας τη φωνή του, είναι η κατεξοχήν διαδικασία δημιουργίας της ποπ μουσικής. Κάποιος πιάνει μια κιθάρα (όπως, δηλαδή, γεννήθηκαν οι singers-songwriters) ή μία μπάντα βρίσκεται σε ένα γκαράζ (όπως δηλαδή, γεννήθηκε και το ομώνυμο ροκ παρακλάδι) και δημιουργεί μουσική ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους.
Η ποπ μουσική βασίζεται στην επανάληψη. Μορφολογικά, τα κομμάτια αποτελούνται -κατά κανόνα- από διαφορετικά επαναλαμβανόμενα μέρη, δηλαδή πολύ απλά από κουπλέ και ρεφρέν. Στο I’m sitting in a room η φωνή του Lucier επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, και ακούγεται σαν ένα άτυπο ρεφρέν ή έστω θυμίζει τη διαδικασία της επαναλαμβανόμενης ακρόασης ενός αγαπημένου κομματιού ή δίσκου, που είναι σχεδόν παράδοση στη δυτική μουσική. Η φωνή του μετατρέπεται σε λούπα, η οποία, πέρα από τα φωνητικά μέρη των ποπ κομματιών, αποτελεί κατεξοχήν μουσικό μηχανισμό στα beats του hip hop αλλά και την ηλεκτρονική μουσική.
Ωστόσο, αυτή η επανάληψη μέσα στο έργο δεν μένει ποτέ ίδια. Η ηχογράφηση της φωνής αλληλεπιδρά με το περιβάλλον και κάθε φορά ακούγεται ελαφρώς πιο παραμορφωμένη, χωρίς να χάνεται όμως η βάση, που παραμένει ίδια. Αν πάμε το ζήτημα της επαναληπτικότητας ένα βήμα πιο πέρα, σε έναν παραλληλισμό με την ποπ μουσική ως ιστορικό φαινόμενο, αντίστοιχα, από τα 50s που γεννήθηκε το rock ‘n’ roll και μέχρι και τους πιο alternative ή experimental ήχους που γεννήθηκαν και γεννιούνται ακόμη 70 χρόνια μετά, η ποπ μουσική αναγεννάται συνεχώς μέσα από νέα είδη και υποκατηγορίες αυτών, τα οποία ωστόσο, μπορεί αισθητικά να είναι αρκετά διαφορετικά, αλλά κρατούν όλα την ίδια ραχοκοκκαλιά στη μουσική μορφή και η εξέλιξή τους δεν είναι παρά το αντίστοιχο της παραμόρφωσης του βασικού ηχητικού κομματιού της φωνής του Lucier στο έργο. Μία κυκλική αναβίωση με διαφορετικές αισθητικές χροιές της ποπ μορφής.
Ακόμα και η ίδια η διαδικασία της συγκεκριμένης performance, αν και μοιάζει περισσότερο εγκεφαλική, με το πέρας της ώρας γίνεται σωματική με τρόπο παρεμφερή ενός live. Η επανάληψη και η ο ηχητικός βόμβος που δημιουργείται με την ώρα (και που θυμίζει κιθαριστικό destortion) σε βυθίζει μέσα σε αυτό, με τους περισσότερους γύρω μου στη συγκεκριμένη αίθουσα να έχουν κλείσει τα μάτια, σε μία τυπικά μη μουσική αλλά στοιχειωδώς, τελικά, μουσική εμπειρία.
Δεν είναι, άλλωστε τυχαίο ότι ο Paul Morley στο λογοτεχνικό και μουσικό stream of consciousness που αποπειράται στο βιβλίο του Words and Music, ξετυλίγει ολόκληρο το κουβάρι της ποπ κουλτούρας μέσα από δύο παράλληλα παραδείγματα: τον Alvin Lucier και την Kylie Minogue. Τελικά, το “I’m sitting in a room” και το “I can’t get you out of my head” ίσως να μην απέχουν και τόσο…