Έμφυτο Ελάττωμα (Inherent Vice) *****
HΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Paul Thomas Anderson
Πρωταγωνιστούν: Joaquín Phoenix, Katherine Waterston, Josh Brolin
Διάρκεια: 148’
Ο Doc Sportello, ντετέκτιβ και ναρκομανής, δέχεται επίσκεψη από την πρώην κοπέλα του, που ζητά τη βοήθειά του. Ο τωρινός της γκόμενος, ένας δισεκατομμυριούχος εργολάβος, πρόκειται να πέσει θύμα μιας πλεκτάνης από τη σύζυγό του και τον εραστή της. Θέλοντας να τη βοηθήσει, ο Doc ξεκινά την έρευνά του ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνει και κάποιες άλλες υποθέσεις, που κατά περίεργο τρόπο, μοιάζουν να συνδέονται με κάποια κοινή βάση, ενώ η αλήθεια ενδέχεται να είναι διαφορετική από αυτήν που η πρώην του παρουσίασε. Η επιστροφή του Paul Thomas Anderson δεν είναι τόσο «κακομούτσουνη» όσο τα τελευταία του σκηνοθετικά επιτεύγματα, μα, ακόμα και σε αυτά τα fun πρότυπα, καταφέρνει να εισάγει την πικρόχολη κοινωνική του θεώρηση στα πρότυπα της μαύρης κωμωδίας και να βγει και νικητής. Και να έχει και πάρα πολύ καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του συν τοις άλλοις. Ας είναι καλά (και) ο Thomas Pynchon.
Έμοιαζε λίγο περίεργο το να υποθέσει κανείς πως ο Paul Thomas Anderson, μετά τις τελευταίες του ταινίες μπορεί να επιστρέψει στις μετρημένα feelgood ρίζες του Boogie Nights και των πρώτων δημιουργημάτων του εν γένει. Η στροφή του προς αυτόν τον συναισθηματικά δυσάρεστο μα αισθητικά άψογο κόσμο του αναπόφευκτου και του κυνηγιού των ευκαιριών –επί ματαίω συμπληρώνουμε- έδειχνε να ‘ναι οριστική. Οι χαρακτήρες του αν ποτέ χαμογελούσαν θα το έκαναν είτε από σαδισμό είτε από το λασκάρισμα της βίδας. Το κιουμπρικικό γκρέμισμα της ουτοπίας και η διακωμώδηση της κατάντιας μας –η οποία δεν μπορεί να βγάλει γέλιο ή να μας κάνει να αισθανθούμε καλύτερα- μας χάραξαν, και εμάς ως θεατές μα και τον ίδιο ως δημιουργό. Οπότε η επιστροφή στα παλιά μονοπάτια ήταν ευπρόσδεκτη και ξεδιάντροπα πολυαναμενόμενη, εφόσον πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του ανυπέρβλητου Thomas Pynchon.
Η ταινία ξεκινά, η Καλιφόρνια των 70s αρχίζει να καλύπτεται από το σκοτάδι, ο Joaquín Phoenix δέχεται επισκέψεις και ο τίτλος της ταινίας πέφτει υπό τους ήχους του «Vitamin C» των Can. Κανένα κομμάτι δε θα μπορούσε να συνοψίσει την ταινία καλύτερα από αυτό το ανορθόδοξο «χιτάκι» της άλλης πλευράς της δεκαετίας. Ο groovy, σχεδόν funky ρυθμός των τυμπάνων συνοδεύεται από την πιασάρικη και βουτηγμένη στο acid μελωδία της κιθάρας και μαζί με τη θολούρα του μπάσου χτίζουν τον πυλώνα του κομματιού. Και τότε εμφανίζεται η φωνή του θεότρελου πειραματιστή Damo Suzuki να μουρμουρίζει τους πρώτους στίχους του κομματιού, μισομαστουρωμένους, σουρεαλιστικούς και σχεδόν χιουμοριστικούς για να φτάσει στην κραυγή του ρεφραίν. Μια κραυγή που μιμείται τις συμβατικές δομές του τραγουδιού μα αυτό που προφέρει δε βγάζει νόημα. Γιατί να πει κανείς τη φράση «Hey you, you’re losing your Vitamin C» με τέτοιον τρόπο; Μα είναι τόσο άρτια δεμένο αυτό το ψυχεδελικό αποτέλεσμα, όσο δύσκολο και να παραμένει στην παρακολούθησή του, που δε μπορεί κανείς να μην παραδεχτεί την «ιδιαίτερη περίπτωση» των Can.
Γιατί προηγήθηκε όλη αυτή η ανάλυση του κομματιού; Επειδή θα μπορούσαμε να πούμε πως η ταινία είναι ακριβώς σαν αυτό το τραγούδι και η κριτική θα έκλεινε εδώ. Αλλά ας εξηγηθούμε. Όλη η ταινία είναι ακριβώς έτσι, δύσκολη στην παρακολούθηση της πλοκής, σαν τους στίχους του κομματιού, με τις πολλές υποπλοκές που στην αρχή φαίνονται ακατανόητες, μα στη συνέχεια βγάζουν νόημα. Οι εικόνες που καταγράφονται από την κάμερα είναι σαν τα licks της κιθάρας, οπωσδήποτε παιδιά των πειραματικών σχημάτων της δεκαετίας του ’70, ρομαντικά προς τα έξω, αλλά στο εσωτερικό τους αποπνέουν τη δυσωδία της περιόδου. Μια δυσωδία που κρύβεται πίσω από δερμάτινες μπότες, καμπάνες και βάτες , μα την εσωτερική σήψη της τη γνωρίζει καλά. Το μπάσο είναι σαν το attitude των πρωταγωνιστών, ναι μεν κρατημένο με συγκεκριμένο ρυθμό, μα θολωμένο από την παράξενη παραγωγή –και από τα ναρκωτικά-, μισό πιασάρικο και μισό σκοτεινό. Και τα ντραμς απεικονίζουν το κλίμα της ταινίας, πιασάρικο και υπνωτιστικό, εικαστικά συμβατικό μα στη χρήση τους εντελώς αντισυμβατικό. Και επανερχόμαστε στους στίχους για να τονίσουμε το διεστραμμένο χιούμορ και την κριτική που υφίσταται όλο το σύστημα και τα κλισέ της Αμερικής όπως ο Anderson επιλέγει να τα παρουσιάσει. Εύθυμο στο κλίμα, μα με μια υποβόσκουσα μαύρη ψυχή.
Δεν αποτελεί έκπληξη πως τα πάντα είναι προσεγμένα στην εντέλεια, από τις τοποθεσίες και τα κοστούμια μέχρι την εκφορά των λέξεων και τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών. Αν και πρόκειται περί μαύρης κωμωδίας, όπου βγαίνει γέλιο, βγαίνει από μόνο του χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μα περισσότερο προσέχεται η διατήρηση της μαύρης χροιάς της. Και οι αξιοσημείωτες ερμηνείες όλου του καστ και κυρίως του Phoenix και του Josh Brollin, που δείχνουν να μελέτησαν προσεκτικά τον b κινηματογράφο της εποχής προτού προβούν στην αποτίμηση του φόρου τιμής που του πρέπει.
Δώστε την αρμόζουσα προσοχή γιατί την απαιτεί, σε περίπτωση που το επιλέξετε ως την ιδανική ταινία για σινεμά αυτήν την βδομάδα. Θα ανταμειφθείτε καταλλήλως και θα νιώσετε βρώμικοι που μπορείτε να γελάσετε με την κακομοιριά της ανθρωπότητας. Μα τουλάχιστον δε θα είστε οι μόνοι, αυτή ήταν και η πρόθεση του δημιουργού στην τελευταία ταινία του, η οποία βρίσκεται ένα βήμα πιο κάτω από τις πανύψηλα τοποθετημένες προηγούμενές του. Α ναι, αφού τη δείτε, βουτήξτε και στις «βαθιές» σελίδες του Pynchon. Ευκαιρία είναι.
Cake *****
HΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Daniel Barnz
Πρωταγωνιστούν: Jennifer Aniston, Adriana Barraza, Anna Kendrick
Διάρκεια: 102’
Claire: μια γυναίκα με τραυματισμένο πρόσωπο και μόνιμο σωματικό πόνο που περνάει τις ημέρες της απομονωμένη στο μεγάλο της σπίτι, παρέα με ισχυρές δόσεις ηρεμιστικών, διώχνοντας την υπηρέτριά της για να μπορεί να αυτοκαταστραφεί με την ησυχία της. Μια κοπέλα από την ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης που συμμετέχει, αυτοκτονεί και ξαφνικά, για κάποιο μακάβριο λόγο, η Claire αποφασίζει να ερευνήσει βαθύτερα την ιστορία της αποθανούσας. Έτσι, θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, που θα την φέρει πιο κοντά στην αποδοχή και την πρόοδο. Σεναριακά και σε θέμα πλοκής, αυτή η ανεξάρτητης λογικής ταινία δεν προσφέρει κάτι το διαφορετικό, μάλλον ακολουθεί χωρίς ιδιαίτερη ενοχή μια βασική πεπατημένη. Σκηνοθετικά, όμως, και ερμηνευτικά από πλευράς της σιωπηλής και κυνικής Jennifer Aniston, παρουσιάζει μια δύστροπη μεν, ευχάριστη οπτικά και πλήρως συγκοινωνούσα με το κεντρικό μήνυμα της ταινίας αισθητική που, μπορεί να μην την εκτοξεύει σε ένα πάνθεον σπουδαιότητας, μα σίγουρα ανεβάζει το επίπεδό της αρκετές κλάσεις ψηλότερα από το μέσο όρο.
Επιχείρηση Μαύρη Θάλασσα (Black Sea) *****
Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ρωσία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Kevin MacDonald
Πρωταγωνιστούν: Jude Law, Scoot McNairy, Ben Mendelsohn
Διάρκεια: 114’
Στο βυθό της Μαύρης Θάλασσας, ένα υποβρύχιο επανδρωμένο από ένα ετερόκλητο πλήρωμα με αρχηγό τον καπετάνιο Robinson αναζητά ένα ναυαγισμένο υποβρύχιο. Το ναυάγιο αυτό θρυλείται πως περιέχει ένα αμύθητο θησαυρό, ο οποίος θα σταθεί κατάλληλος για την αποπληρωμή των πρώην εργοδοτών του Robinson. Η αποστολή τους θα στεφθεί με επιτυχία ή θα παραμείνει μια Ιθάκη; Σταθερά ποιοτικότατος ο Jude Law, καταφέρνει να αποδώσει αυτή τη σκοτεινή και βεβαρημένη πλευρά του χαρακτήρα του που τον εξωθεί στο κυνήγι της μοίρας για ψυχικό του όφελος. Ο Kevin MacDonald χτίζει κομμάτι-κομμάτι το κλειστοφοβικό σύνολο που απαιτείται για να δώσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα στην ταινία του. Και μπορεί αυτοί οι δύο να μην συναπαρτίζουν την απόλυτη… ταινία υποβρυχίου, μα την κάνουν να κυλά με έναν μαζοχιστικά ευχάριστο (και «γκρίζο», επί τούτου) τρόπο, αποφεύγοντας την καταβύθιση από τη σύγκρουση με κάποιον επικίνδυνο «ύφαλο». Συγκρατημένα απολαυστική.
John Wick *****
ΗΠΑ, Καναδάς, Ρωσία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Chad Stahelski, David Leitch
Πρωταγωνιστούν: Keanu Reeves, Michael Nyqvist, Alfie Allen
Διάρκεια: 101’
Εκτελεστής που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και με βαρύ παρελθόν στις πλάτες του, ο John Wick αναγκάζεται να επανέλθει στα πράγματα με το ίδιο σθένος που τον χαρακτήριζε στις ένδοξες μέρες του, όταν η ρώσικη μαφία μπουκάρει στο σπίτι του και δε σέβεται το πένθος του για την μακαρίτισσα γυναίκα του. Ο Wick θα αναζητήσει τις διασυνδέσεις του αρχηγού των μαφιόζων και θα εξαπολύσει την εκδίκησή του με αιματηρό τρόπο. Άπειροι πυροβολισμοί, αδιάκοπη δράση, στυλιζαρισμένη με γουστοζικο τρόπο βία και ο Keanu Reeves σε έναν ρόλο που του πάει γάντι. Σε περίπτωση που βρίσκεστε στην αναζήτηση κινηματογραφικής αδρεναλίνης, μην ψάχνετε αλλού, την έχετε μπροστά σας.
Αρκούδες (Bears)
HΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Alastair Fothergill, Keith Scholey
Διάρκεια: 78’
Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ (μια εκπαιδευτική παραγωγή της Disney) αφορά στη ζωή μιας οικογένειας αρκούδων της Αλάσκα και, πιο συγκεκριμένα, της γνωριμίας των νεότερων μελών της με τον έξω κόσμο μετά τη λήξη της χειμερίας νάρκης. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι και οι μέθοδοι επιβίωσης στη σύγχρονη Αλάσκα και πως η φύση προνοεί για να διδάξει τα «τέκνα» της την αυτοσυντήρηση; Και, τελικά, πόσο κοντινή είναι η συμπεριφορά των αποκαλούμενων «ζώων» με αυτή των ανθρώπων;