10η Μέρα **1/2***

Ελλάδα, 2012, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαζωμένος

Πρωταγωνιστούν: Αλί Χαϊνταρί, Ιόλη Δημητρίου

Διάρκεια: 83’

Ο Αλί, ένας νεαρός πρόσφυγας από το Αφγανισταν, διηγείται τη ζωή του, τα χρόνια που μεγάλωσε στην πατρίδα του, τα παιδικά του όνειρα, τις σκληρές συνθήκες ζωής και τη βασανιστική πορεία του προς την Ευρώπη. Μιλάει για το πώς ο άνθρωπος τρώει τον άνθρωπο, για το ρατσισμό και την εκμετάλλευση, τη δυσκολία εξασφάλισης των προς το ζην. Για το πώς είναι, τελικά, να ξεριζώνεσαι βίαια από τον τόπο σου για να καταλήξεις, όπως και πολλοί ακόμα εμιγκρέδες, στο σκληρό κόσμο του ανθρώπου.

Στη 10η Μέρα που σάρωσε τα βραβεία του ελληνικού φεστιβάλ κινηματογράφου του Λονδίνου, ο Βασίλης Μαζωμένος προσπαθεί να μπολιάσει το φιλμικό μέσον με την ανάμειξη μιας αρτιστίκ όψης και της ντοκιμαντερίστικης αλήθειας. Χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από το Αφγανιστάν και πρωτότυπο υλικό, συνθέτει μια καλλιτεχνική απόπειρα στην απόδοση της διανοητικής αβεβαιότητας και των αναμνήσεων που ζουν μαζί με αυτόν που τράβηξε για άλλους, δύσκολους τόπους. Η άρτια χρήση του μοντάζ και οι πιο αφηρημένες σκηνές πλέκουν ένα κατασκεύασμα περίπλοκο που επ’ ουδενί δεν μπορεί να «μετρηθεί» με τα παραδοσιακά κριτήρια που κρίνουμε τον Κινηματογράφο (ενίοτε και στην πιο πειραματική μορφή του), ξεφεύγοντας από τα όρια της ταινίας και περνώντας στα πλαίσια του video art.

Προσωπικά μιλώντας, η φωτογραφία (για την οποία έλαβε και βραβείο στο ελληνικό φεστιβάλ κινηματογράφου του Λονδίνου) σε σύνολο φάνηκε κάπως να ξενίζει. Ψυχρή, ψηφιακή, της έλειπε η θερμότητα που χρειάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις η εικόνα για να βελτιώσει τη διαβίβαση των όσων έχει κατά νου, ενώ μερικές σεκάνς ίσως ήταν κάπως παραφορτωμένες ή αχρείαστες.

Μερικές από τις πιο abstract στιγμές δείχνουν όραμα και προβληματισμό, ενώ οι σφήνες αρχειακού υλικού χρησιμοποιούνται εύστοχα.

Το σενάριο προς το τέλος φάνηκε κάπως παραπάνω «εύκολο», προχωρώντας σε γενικεύσεις περί κακίας στον ελλαδικό χώρο, ενώ ορισμένοι από τους δευτεραγωνιστές δεν έπειθαν καθόλου με τις παρανοϊκές ενσαρκώσεις των σατανικών χαρακτήρων τους. Κακές γλώσσες ίσως μίλαγαν περί φορμαλισμού έναντι της ουσίας.

Κατά τ’ άλλα, η ερμηνεία του πρωταγωνιστή που υποδύεται τον Αλί είναι αρκετά άνω του μετρίου, ίσως και απρόσμενα καλή, ο τρόπος που χρησιμοποιεί το πρόσωπο και το σώμα του βγάζει προς τα έξω την αύρα της κακοποιημένης ψυχής. Μερικές από τις πιο abstract στιγμές δείχνουν όραμα και προβληματισμό, ενώ οι σφήνες αρχειακού υλικού χρησιμοποιούνται εύστοχα.

Γενικώς, πολύ χονδρικά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Στενά ως ταινία δεν μπορεί να βαθμολογηθεί, καθώς δεν πρόκειται περί τέτοιας και επειδή αυτό θα αμφισβητούσε και τις όποιες αλήθειες ειπώνονται.

Gravity *1/2****

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν

Πρωταγωνιστούν: Σάντρα Μπούλοκ, Τζόρτζ Κλούνεϊ

Διάρκεια: 91’

Θα μπορούσα να σκαρφιστώ έναν λαλίστατο πρόλογο για το πόσο έχει απασχολήσει την ανθρώπινη Τέχνη το Διάστημα. Να μιλήσω για τα έργα του Ιούλιου Βερν, το Star Wars, τη μουσική των Hawkwind. Για το πόση ανατριχίλα μου προκαλεί η σκέψη του να βρίσκομαι κάπου που δεν υπάρχει οξυγόνο και ο θάνατος είναι σίγουρος αν δεν έχω πάρει όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Αλλά όχι, το Gravity δεν αξίζει τέτοιους προλόγους.

Έμπειρος Κλούνεϊ-ψάρακας Μπούλοκ σε αποστολή διόρθωσης ενός διαστημικού δορυφόρου. Η καταστροφή ενός άλλου δορυφόρου τους αλλάζει τα σχέδια με τη βροχή θραυσμάτων που προκαλεί και τους κρατάει με ελάχιστο οξυγόνο να χαροπαλεύουν για να γυρίσουν πίσω στη Γη, ελλείψει επικοινωνίας με το κέντρο ελέγχου και με ελάχιστες πιθανότητες διάσωσης.

Όλο το Gravity στηρίζεται στα εφέ-υπερπαραγωγή του. Στην πλανηταριακή παρουσίαση του γαλαξία και στο κρύο μαύρο που σε κάποιες στιγμές προκαλούν δέος. Ακόμα και όταν το παρακάνει, προσπαθώντας να εντυπωσιάσει με το πόσο μεγάλη προσοχή δόθηκε στο χτίσιμο μιας εντυπωσιακής εικόνας, εκπλήσσει με τα πιο μινιμαλιστικά σημεία του που, κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να δώσουν ένα τέλειο συναίσθημα απομόνωσης.

Θα μπορούσαν ακριβώς επειδή δεν το κάνουν. Η βροχή ατσάλινων κομματιών, το επικίνδυνο και αβέβαιο κολύμπι στο Διάστημα, η προσπάθεια των πρωταγωνιστών να κρατηθούν από οτιδήποτε υποσκάπτεται όχι μόνο από την υπερβολή σε παρουσίαση και επανάληψη (κάποια σημεία κάνουν κρα ότι έγιναν απλά για να εντυπωσιάσουν, με καθόλου γουστόζικο τρόπο), αλλά και από το παντελώς αδύναμο σενάριο. Οι απαράδεκτες γραμμές που πέφτουν κατά ριπές και δε λένε να σταματήσουν, μοιάζουν τουλάχιστον αστείες και παρατραβηγμένες, σαν να βγήκαν από σαπουνόπερα. Η σιωπή που χρειάζεται η ταινία δεν έρχεται ποτέ και στις ελάχιστες στιγμές που υπάρχει είναι ήδη πολύ αργά για «εξιλέωση».

Η παράταιρη επιλογή της Σάντρα Μπούλοκ δεν αξίζει καλού λόγου, όχι μόνο για τις κακογραμμένες ατάκες που της δόθηκαν, αλλά και επειδή με το να μυξοκλαίς συνεχώς δεν πάει να πει ότι αποδίδεις φόβο και χρόνιο ψυχικό πόνο. 

Συνεχίζοντας, το χτίσιμο της πλοκής μέσα από το σενάριο κάθε άλλο παρά διασκεδαστικό είναι. Η ανάλωση σε νύξεις περί του πόσο όμορφη είναι η φωτογραφία της ταινίας και πόσο ανοιχτοχέρικα τα εφέ, σε μελοδραματικές προσπάθειες συγκίνησης και σε ψευδεντυπωσιακές στιγμές αγωνίας, σε συνδυασμό με την κάκιστη χαρακτηρολογική ανάπτυξη (δε γίνεται το ένα λεπτό να είσαι μια αυτοκτονική κλαψιάρα και το επόμενο ο Μαγκάιβερ του Διαστήματος) περισσότερο εκνευρίζουν παρά καθηλώνουν.

Σαν να μην έφταναν αυτά, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι απλά κακές. Η παράταιρη επιλογή της Σάντρα Μπούλοκ δεν αξίζει καλού λόγου, όχι μόνο για τις κακογραμμένες ατάκες που της δόθηκαν, αλλά και επειδή με το να μυξοκλαίς συνεχώς δεν πάει να πει ότι αποδίδεις φόβο και χρόνιο ψυχικό πόνο. Ο Κλούνεϊ από την άλλη για μια ακόμα φορά παρουσιάζεται ως γόης που κάνει κακό κακό καμάκι, σε σημείο να απορεί κανείς αν πρόκειται περί ρόλου ή περί του φυσικού του χαρακτήρα. Κουραστικός και ψεύτικα ώριμος, δεν καταφέρνει να στηρίξει τις σκηνές που τον θέλουν ως τον παλαίμαχο γυναικά αστροναύτη με έντονο το αίσθημα αυτοθυσίας.

Από μια τέτοια ταινία δεν περιμένεις πρωτόγνωρα συναισθήματα και την απεικόνιση του Ιδεατού, μα δύο ώρες συνεχών επιφωνημάτων θαυμασμού και έντονου μαγκώματος των μπράτσων του καθίσματος. Το Gravity δεν έχει καν το φιλότιμο να τα δώσει στον κόσμο και είναι να απορεί κανείς γιατί ταινίες σαν και αυτή εντυπωσιάζουν τόσο πολύ το κοινό ανά τον κόσμο, λες και δεν έχει ξαναδεί κάτι παρόμοιο και καλύτερο. Από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της χρονιάς, ο όποιος βαθμός υπάρχει μόνο λόγω των καλών εφέ. Γιατί ρε Κουαρόν; (1,5/5)

Page: 1 2

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας