Δύο άνδρες με φτυάρια. Ο ένας μέσα στο λάκκο, ο άλλος σκαρφαλωμένος στο χείλος του. Δεν μιλούν. Φτυαρίζουν μόνο, αργόσυρτα. Το ίδιο αργόσυρτα αποσύρεται κι ο ήλιος. Μαζεύει τις τελευταίες του αχτίδες και καθώς τις σέρνει προς το μέρος του, χαϊδεύει στοργικά τα γύρω βουνά, το Ασκληπιείο, το αρχαίο θέατρο, τον κόσμο που συρρέει και τους δύο άνδρες στο κέντρο της σκηνής. Σε λίγο θα είναι μόνον σκοτάδι και εκεί σε αυτό τον αρχοντικό τάφο θα «ξετυλιχθεί» μια ιστορία τραγική με ήρωες κωμικούς. Μια ιστορία για το νόημα ή την ανοησία του ηρωισμού, της θυσίας, της πίστης και της εξουσίας. Αρχαία, αλλά και νέα, σημερινή (βρείτε μόνοι σας τις αναλογίες, θα είναι εύκολο).
Τα φώτα σβήνουν. Δέκα χιλιάδες θεατές σιωπούν. Το μόνον που ακούγεται στην εκκωφαντική σιγαλιά: ένας αυθάδης Γκιώνης. Μετά από λίγο σταματά κι αυτός. Ο Απόλλωνας, με περίσσεια χάρη και υψιπετή ελαφρότητα – που ακούστηκε άλλωστε οι αθάνατοι να έχουν βάρος – κάνει την εμφάνισή του. Στέκεται για λίγο, μας κοιτά, κι έπειτα ξεκινά να μας λέει την ιστορία, ελαφρώς περιπαικτικά.
Ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερών της Θεσσαλίας, το είχε γραφτό να πεθάνει πρόωρα. Ωστόσο, εκείνος, ο Φοίβος, του χάρισε τη δυνατότητα να ξεγελάσει τις μοίρες και να γλιτώσει το θάνατο. Αρκεί μόνον κάποιος να πέθαινε στη θέση του.
Ο Άδμητος από την άλλη, κούφιος και αντιφατικός. Μοιάζει να παλεύει εσωτερικά, προσπαθεί να πείσει εμάς και πρωτίστως τον ίδιο του τον εαυτό ότι πονά, δείχνει στεναχωριέται και την ίδια στιγμή είναι ανακουφισμένος, θα παρακάμψει το θάνατο, θα μείνει ζωντανός. Στο διάλογό τους, καθώς βαδίζουν προς τη «χοάνη» στο κέντρο της σκηνής, την είσοδο στον κάτω κόσμο, αλλά κι αργότερα σε όλη τη διάρκεια του έργου, ο Βασιλιάς μοιάζει να έχει χάσει τα λογικά του: «Μην φύγεις, μην πεθάνεις» και λίγο μετά «μην με προδώσεις».
Ο ποιητής δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: ο Άδμητος είναι ένας άνανδρος τύραννος, μηδαμινός και την ίδια στιγμή τραχύς και χυδαίος. Μια εκδοχή της εξουσίας υπεραιώνια, την οποία όλοι έχουμε συναντήσει σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό (αν δεν την έχουμε κιόλας ασκήσει οι ίδιοι). Ο Άδμητος θυμίζει τα παραληρήματα του Ληρ, του Άμλετ, του Φάουστ. Οι ασυναρτησίες που εκστομίζει, η σπασμωδική πάλη του με τις ενοχές, το όνειδος που αισθάνεται και την ίδια στιγμή η ανερμάτιστη ύπαρξή του, οι βίαιες πράξεις του, η ύβρις προς τη γυναίκα του και τη θυσία της, σε τρομάζουν. Ο άτεγκτος τύραννος δεν έχει άλλο μέτρο παρά μόνον την εξουσία και τη ζωή του. Τα πάθη του είναι ο νόμος, οι επιθυμίες του κανόνες: «Και της Θεσσαλίας προστάζω το λαό που εξουσιάζω τη γυναίκα να πενθήσει, τα μαλλιά του να κόψει και να βάλει μαύρα ρούχα…Στην πόλη να μην ακουστεί ούτε λύρας αχός ούτε φλογέρας, ως να κλείσουν δώδεκα μήνες»[2].
Τα πάθη των ανθρώπων όμως είναι ρευστά, ασταθή. Της εξουσίας δε δίχως μέτρο ή έστω την ελάχιστη συνοχή. Ο ερχομός του Ηρακλή στο παλάτι, την ίδια μέρα της ταφής, θα τα αναιρέσει όλα. Στο παλάτι του θρήνου, ο ήρωας των άθλων – αγνώριστος στην όψη, σαματατζής με ντουντούκα, κάτι ανάμεσα σε κλόουν του Φελίνι, στον Τζόκερ του Batman και τον μωρό του Βασιλιά Ληρ -έρχεται για να γλεντήσει. Κι ο Άδμητος τον δέχεται, δίχως πολλές σκέψεις. Την ίδια ημέρα του πένθους, ο Βασιλιάς στήνει τραπέζι και χορούς. Εκείνος άλλωστε είναι πάνω από το νόμο, τον νόμο που εκείνος θέσπισε. Μεθυσμένος από την απόλυτη ελευθερία του. Ζει και ορίζει τη ζωή του και των υπηκόων του. Όσο για τη κωμική σκιά του Ηρακλή, μπεκροπίνει και διαλαλεί ότι ένα είναι το νόημα της ζωής: «Άκουσε αυτά και μάθε τα από μένα, να χαίρεσαι, να πίνεις, τη ζωή σου λογιάζοντας δική σου κάθε μέρα, στην τύχη τα υπόλοιπα άφησέ τα[3]». Σε λίγο θα μάθει το τι έχει πραγματικά συμβεί και θα πάει στον Άδη για να φέρει πίσω την Άλκηστη. Ο οινόφλυγας ανανήφει και αισθάνεται ενοχές, τις οποίες και προσπαθεί να διορθώσει, βάζοντάς τα με τον Χάρο. Βρισκόμαστε στα όρια του γελοίου, εάν δεν τα έχουμε ήδη ξεπεράσει, κι όμως αισθανόμαστε βαρείς, νοιώθουμε την τραγικότητα των στιγμών, σχεδόν σωματικά.
Ο Ηρακλής γυρνά τροπαιούχος. Κουβαλά την Άλκηστη τυλιγμένη σε πέπλο. Διέφυγε από τη χώρα των νεκρών. Επιστρέφει στους ζωντανούς. Με ποια όμως μορφή; Ο Άδμητος, λιπόψυχος, στην αρχή δειλιάζει να δει ποιον έφερε ο Ηρακλής. Στη συνέχεια, αρπάζει και περιφέρει – δίχως ίχνος ανθρωπιάς – το αινιγματικό κουφάρι της στο παλάτι. Σε τρεις ημέρες αυτό το άψυχο κουφάρι, το ηττημένο και προδομένο, θα αποκτήσει ξανά ζωή. Αλλά μάλλον τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Για κανένα.
Ο τελευταίος μεγάλος τραγικός δεν σταματά να χώνει όλο και πιο βαθιά το νυστέρι της κριτικής: ασυδοσία, ανυπαρξία μέτρου, ανηθικότητα, ανανδρία, απιστία, αναίδεια, αδιαντροπιά. Ο κόσμος όπως είναι από τη φόδρα του κι ανάποδα, πραγματικά. Ο Ευριπίδης είναι ένας ακαταπτόητος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής δίχως ανάλογο. Είναι – το λέει ο Αριστοτέλης – ο πιο τραγικός από τους ποιητές (και ο πιο σύγχρονος ίσως). Αποκαλύπτει τα πάθη, τις αδυναμίες και την ανηθικότητά θεών και ανθρώπων. Δεν είναι αιχμάλωτος των μουσών, ακολουθεί τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα και τον Σωκράτη, υπήρξε άλλωστε μαθητής τους. Κρίνει ωστόσο, παίρνει θέση, όσο κι αν ο ρεαλισμός του μας παγώνει.
Δεν είναι τυχαίο που αυτόν τον κορυφαίο τραγικό τον διέσυραν και τον διακωμώδησαν όσο κανέναν άλλο στην εποχή του. Μισογύνης, μισάνθρωπος, μισόγελος, αλλά κι εγωκεντρικός, κλειστός, δύστροπος. Το μέγα πταίσμα του; Γνώριζε πώς να ξεμπροστιάζει θεούς και ανθρώπους. Έκρινε, σκεπτόταν ελεύθερα και αμφέβαλε. Γι’ αυτό, αν και βαθιά δημοκράτης, θα αναγκαστεί να ζήσει μακριά από την Αθήνα. Αλλά όταν πεθαίνει οι Αθηναίοι θα τον τιμήσουν. Ανακούφιση. Η μνήμη περιορίζει τις ενοχές όταν επαινεί. Ιδιαίτερα όταν επαινεί εκείνον που δεν διστάζει να κατακρίνει την εξουσία όποιας μορφής: θεών ή ανθρώπων, μικρή ή μεγάλη, με διάρκεια ή στιγμιαία.
Τα φώτα σβήνουν. Ένα δυνατό χειροκρότημα διαλύει απότομα τη σιωπή. Αντιλαμβάνεσαι στα σωθικά τη δύναμη του ποιητή. Τα κατάφερε τόσους αιώνες μετά. Μαζί του τα κατάφερε και η σκηνοθέτιδα, Κατερίνα Ευαγγελάτου, στην πρώτη της εμφάνιση στην Επίδαυρο. Κατάφερε και μετέφερε τη φρεσκάδα και την ένταση των νιάτων και της θέλησης, μπολιάζοντάς τα με το αδυσώπητο και σαρκαστικό χιούμορ, την ωριμότητα και το στοχαστικό βάθος ενός σπουδαίου ποιητή. Η υποβλητική και μυσταγωγική μουσική, τα μετρημένα και ουσιαστικά σκηνικά, οι ευφυείς υπαινιγμοί στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, οι αμέτρητοι συμβολισμοί, ο ρυθμός του λόγου των φωνών και των σωμάτων στη σκηνή, η καθάρια και λαγαρή γλώσσα της μετάφρασης, οι ακατάβλητοι και αεικίνητοι ηθοποιοί χορευτές υπηρέτησαν – όλοι – με αγνή πίστη και αφοσίωση και «αυτοθυσία» το πνεύμα του ποιητή. Ένας υπέροχος θίασος νέων που ύμνησαν την Άλκηστη. Εκείνη που δεν φοβήθηκε το θάνατο. Εκείνη που είχε φιλότιμο μα όχι μυαλό.
Οι κερκίδες άδειαζαν αργόσυρτα. Το πλήθος υπόκωφα σιωπηλό, δυό τρεις λέξεις, παρέες παρέες στο ημίφως. Στο κέντρο της σκηνής, η χοάνη, ο τύμβος, η είσοδος προς τον Άδη και ένα κυπαρίσσι να τη σηματοδοτεί. Οι δύο άνδρες δεν ήταν εκεί. Η σκέψη όμως ήταν. Στεκόταν εκεί στο χείλος της ζωής, στη ρωγμή, στην πληγή της ύπαρξης, κι αναρωτιόταν το νόημά της, γελώντας σιωπηλά ή κλαίγοντας.
[1] Ευριπίδης, «Άλκηστη», στ. 712.
[2] Ευριπίδης, «Άλκηστη», στ. 430 κ.ε.
[3] Ευριπίδης, στ. 782 κ.ε.