Η Τζίνα Ντέιβις, γνωστή κι ως Κούκλα, είναι χορεύτρια στο Chairman’s Lounge, ένα από τα διασημότερα στριπτιτζάδικα του μετα-Ολυμπιακού Σίδνεϊ. Μια γυναίκα αποφασιστικά παραδομένη στις μικρές χαρές και τις μικρές ελπίδες, πεπεισμένη για την ανεπάρκεια των ανθρώπινων συναισθημάτων και την ανυπαρξία της ψυχής μέσα στο σώμα της, το οποίο αντιμετωπίζει ως εμπόρευμα προς εκμετάλλευση άμεση, πριν χάσει την αξία του. Αλλά, απ’ τα πρώτα λεπτά της παράστασης, σίγουρα δε θα καταλάβαινες τίποτε απ’ όλα αυτά.
Ξεκινώντας κομματάκι επιθετικά, οι Βασιλική Τρουφάκου και Ελένη Ευθυμίου, σε υποδέχονται στο μικρό Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, με δυο μυδραλιοβόλα για στόματα, και σε στήνουν στον τοίχο με ένα λογύδριο-πολυβόλο, για την ανεπάρκεια της ανθρώπινης αγάπης και την μανιχαϊστική δομή του Χριστιανισμού, ως απόδειξη ακριβώς αυτού: ο Χριστός, μη μπορώντας να χορτάσει απ’ το εύρος της ανθρώπινης αγάπης, εφηύρε την Κόλαση για να τρομάξει τους θνητούς, και τον Παράδεισο για να τούς τον τάξει ως αντάλλαγμα να αγαπήσουν. Αυτόν κι αλλήλους.
Κι όσο τις χαζεύεις, ανεβασμένες σ’ ένα παγκάκι και κολλημένες στον τοίχο, να λένε κάτι τσιτάτα για τον Νίτσε και τον άνθρωπο-δυναμίτη και το Άλογο του Τορίνο, αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι, μέσα σ’ αυτό το πιο-μίνιμαλ-δεν-έχει σκηνικό και τους ελαφρώς-πιο-άνετους-από-καφάσια-μπύρας πάγκους, αν έχεις έρθει να δεις θέατρο για κανονικούς ανθρώπους, ή απ’ αυτά τα άλλα, που τα βλέπουν φοιτήτριες τυλιγμένες στα μαύρα για να κόβουν την περιφέρεια, με κοκάλινα γυαλιά για να τονίζουν το μελαγχολικό τους βλέμμα. Είναι, βέβαια, ένα μικρό σοκ.
Αφού έχουν αρπάξει την προσοχή σου όμως, τα δυο κορίτσια κατεβαίνουν απ’ το βάθρο τους για να σε παρασύρουν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Με εξαιρετική ευστοχία στην απογύμνωση κάθε λογοτεχνικής περιγραφικότητας απ’ το βιβλίο του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, Η Άγνωστη Τρομοκράτισσα, Τρουφάκου κι Ευθυμίου επιδίδονται σε έναν μαραθώνιο αφηγηματικής εκφραστικότητας, καταφέρνοντας να σε ταξιδέψουν σε σκηνικά, συναντήσεις και διαδράσεις, με μόνα όπλα τη δύναμη της απλότητας του λόγου και το εύρος της ερμηνευτικής τους παλέτας, μέσα από την οποία εναλλάσσουν ρόλους και χαρακτήρες, σα να μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια σου, χωρίς καν να το βλέπεις.
Μια κοινωνική πραγματικότητα μπόλικα επίκαιρη πέρυσι, που είχε ανέβει για πρώτη φορά το θεατρικό, αλλά κι άλλο τόσο εφέτος, που φιλοδοξεί να επαναλάβει την μεγάλη επιτυχία του.
Τα μόνα τους κοστούμια είναι αυτά με τα οποία σε υποδέχονται, και το σκηνικό τους ένα δωμάτιο άδειο, πλην μιας πολυθρόνας και μιας κούνιας. Μ’ αυτά στα χέρια τους, και υποβοηθούμενες απ’ τα παιχνίδια του φωτιστή, τα κλιπάκια του προτζέκτορα και την επικουρική αλλά καίρια παρουσία του Γιώργου Μακρή, επενδεδυμένα όλα με τη μουσική της Λένας Πλάτωνος, τα δυο κορίτσια απλώνουν γύρω σου το σκηνικό του αστυνομικού μυστηρίου που βαφτίζει την πρωταγωνίστρια τρομοκράτισσα, κι ύστερα το μπολιάζουν με ψαχνό, που, όπως το βιβλίο του Φλάναγκαν, υπερβαίνει τα όρια του θρίλερ μυστηρίου, για να προχωρήσει στην καταγραφή και τον στιγματισμό της κοινωνικής του πραγματικότητας.
Μια κοινωνική πραγματικότητα μπόλικα επίκαιρη πέρυσι, που είχε ανέβει για πρώτη φορά το θεατρικό, αλλά κι άλλο τόσο εφέτος, που φιλοδοξεί να επαναλάβει την μεγάλη επιτυχία του. Κι ακόμα περισσότερο στις μέρες τούτες που περνάμε, μιας και βασική προβληματική της παράστασης, δεν είναι το πώς η ηρωίδα μας τρομοκρατείται στην ιδέα ότι το σώμα της μπορεί να έχει και ψυχή, όταν γνωρίζει τον μελαμψό της πρίγκιπα. Ούτε, βέβαια, το πώς η συναισθηματική της αφύπνιση ακυρώνεται την άλλη μέρα κιόλας, που ο εραστής της αγνοείται, βόμβες ανακαλύπτονται στην πόλη κι η ίδια καταζητείται απ’ τα δελτία ειδήσεων.
Ο ψυχισμός μιας επαγγελματία του σεξ, οι σχέσεις της με τους άλλους, η αγάπη ως μια ανθρώπινη συνήθεια με πολύ χαμηλές πιθανότητες επιβίωσης στο χρόνο, όλα αυτά αναμοχλεύονται κατά τη διάρκεια του έργου, άλλοτε με έναν γοητευτικό βαθμό λυρικότητας, άλλοτε με αναζωογονητικό χιούμορ και κυνισμό.
Τρουφάκου κι Ευθυμίου επιδίδονται σε έναν μαραθώνιο αφηγηματικής εκφραστικότητας, καταφέρνοντας να σε ταξιδέψουν σε σκηνικά, συναντήσεις και διαδράσεις, με μόνα όπλα τη δύναμη της απλότητας του λόγου και το εύρος της ερμηνευτικής τους παλέτας.
Όμως το θέμα της όλης υπόθεσης είναι η αχόρταγη ανάγκη των μίντια για αίμα, και η αλλόκοσμη άνεσή τους στο να διαχειρίζονται την ανθρώπινη εικόνα με τρόπο τέτοιο, ώστε να την μετατρέπουν στο δόλωμα που χρειάζονται, για να μαζέψουν στις οθόνες τους, τους καρχαρίες θεατές. «Όπως δε σκέφτηκα, δε ρώτησα, δεν αμφισβήτησα ποτέ τις ιστορίες που άκουγα, έτσι δε θα σκεφτούν, δε θα ρωτήσουν, δε θα αμφισβητήσουν τα όσα λέγοντα για μένα», λέει η Κούκλα.
Τίποτα καινούριο, θα μου πεις, αλλά είναι απορροφητική αυτή η επανάληψη κι ευπρόσδεκτη κιόλας, ειδικά αυτές τις μέρες, που βλέπεις με μια άρρωστη ικανοποίηση στην οθόνη, απλούς παραπλανημένους ελαφρόμυαλους, να στιγματίζονται σαν τέρατα μαζί με τα αληθινά τέρατα που πηγαινοέρχονται στα δικαστήρια.
Γιατί μην ξεχνάς, ότι με αυτόν τον τρόπο που η τιβί δημιουργεί εχθρούς, με τον ίδιο τρόπο δημιουργεί και ήρωες. Κι όταν οι ήρωες ξεμένουν από βαρβάρους, σε ποιον στρέφονται άραγε, για να δημιουργήσουνε καινούριους, και να μάς παραμείνουν χρήσιμοι; Όπως λέει και η Τρουφάκου, «ο άνθρωπος αγαπάει το φόβο, έχει ανάγκη να του πουν τι να κάνει, πώς να σκεφτεί, ποιον να γαμήσει». Και πώς να μισήσει, φυσικά.