Είναι ένας πολυσχιδής συγγραφέας, από τους πλέον σημαντικούς, ο οποίος συνδυάζει την ποιότητα με την ευρύτερη αποδοχή και καταξίωση, μέσα από την ενασχόλησή του με ποικίλα λογοτεχνικά είδη – το μυθιστόρημα, την ποίηση, το θέατρο.
Εδώ, μας μιλάει για τα μυστικά και τα μυστήρια της γραφής, για τις προσωπικές του συγγραφικές εμμονές, για την παιδική ταύτισή του με τον Όλιβερ Τουίστ, για την έμπνευση, για το χάος που προϋπάρχει μπροστά στη λευκή σελίδα, αλλά και για την ελληνική κοινωνία, για τον διχασμό και το μίσος, καθώς και για την εμφανή ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού. Μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που έγινε με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του με τίτλο «Το λευκό δωμάτιο».
Κύριε Σταμάτη, το καινούργιο σας βιβλίο με τίτλο «Το λευκό δωμάτιο» είναι μια αλληγορία για τα όρια ανάμεσα στην επινόηση και την πραγματικότητα, για το παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, ανάμεσα στην αίσθηση και στην ψευδαίσθηση. Ποια είναι τελικά η σημασία της μυθοπλασίας ως τέχνης; Εσείς τι επιδιώκετε ως συγγραφέας;
Στην εποχή μας η τέχνη, λέει ο Gérard Wajcman, είναι η ανάδυση του πραγματικού. «Τα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών δεν είναι εξαιρετικά όμορφα, είναι συμπτώματα sublimes, μας καθιστούν ανήσυχους. Η τέχνη τείνει να ανοίξει διακριτικές αλλά αποτελεσματικές ρωγμές στο πραγματικό». Περνάμε από το σύμβολο στο πράγμα, από την ψυχή στο σώμα, από το θησαυρό στο απόρριμμα, από το μνημείο στο σωρό, δηλαδή από την φαντασίωση στο πραγματικό.
Ακόμη και η επινόηση, λοιπόν, τείνει προς το πραγματικό. Ως συγγραφέας ενστερνίζομαι αυτές τις απόψεις. Δεν αρκεί η ιδέα, το σκηνικό, οι χαρακτήρες. Αυτοί οι παραδοσιακοί τρόποι του μυθιστορήματος (τα αναγνωρίσιμα τρικ) φθίνουν σιγά σιγά (δεν μιλώ για το κοινό της τηλεόρασης που μοιάζει να τους καταναλώνει με πάθος). Η νεοηθογραφία που μας κατακλύζει είναι ένα φάντασμα του παρελθόντος καμωμένο πολύ πιο άτσαλα από το πρωτότυπο των μεγάλων story tellers. Φαντάσματα μεγάλων μαστόρων του στόρι τέλινγκ που προσπαθούν να στήσουν στα πόδια τους ένα πεπερασμένο είδος (με εξαιρέσεις βέβαια). Η μυθιστορία τον 21ο αιώνα είναι πολλά πράγματα εκτός από τα προφανή. Επιδιώκω επομένως να γράφω μ’ έναν τρόπο κοντά στην αλήθεια, έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, όλα τα λογοτεχνικά εργαλεία, τα λογοτεχνικά είδη και τους τρόπους. Η συγγραφή είναι μεν ένας μοναχικούς δρόμος αλλά έχει πολλές απολαύσεις. Είναι προϊόν μιας τεράστιας επιθυμίας, δεν έχει σχέση με αυτογνωσία και ψυχολογίες. Είναι η ακατάβλητη ανάγκη του συγγραφέα να ειπωθεί.
Ποια ακριβώς ήταν η βαθύτερη πρόθεση, η ιδέα πίσω από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και ποια η φιλοδοξία σας μέσα από αυτό;
Το «Λευκό Δωμάτιο» άρχισε από ένα ερώτημα. «Τι θα γινόταν εάν;». Το περίφημο what if? είναι ένα από τα βασικά εργαλεία της λογοτεχνίας. Τι θα γινόταν φέρ’ ειπείν εάν η Κωνσταντινούπολη δεν είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών το 1453; Τι θα γινόταν εάν η αριστερά είχε επικρατήσει στον εμφύλιο; Έξοχα βιβλία όπως ο «Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο» (1962) του Φίλιπ Ντικ μας ξεναγούν σε έναν άγριο κόσμο, όπου το ερώτημα ήταν τι θα γινόταν εάν οι ναζί είχαν κερδίσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα παραπάνω, βέβαια, είναι ιστορικής φύσεως ερωτήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε πολιτικά μυθιστορήματα φαντασίας.
Με ενδιέφερε ένα άλλο λογοτεχνικό είδος. Μια αλληγορία εγκλεισμού. Η αλληγορία ως γνωστόν εμπεριέχει έναν υπαινιγμό, κρύβοντας νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φαίνεται ότι δηλώνει. Προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις: «άλλως» – δηλαδή, διαφορετικά και «αγορεύω» – δηλαδή, λέω. Όσο για τον εγκλεισμό, όλοι πλέον ξέρουμε τι είναι, βαθιά μες στο πετσί μας.
Ο Στίβεν Κινγκ στο μυθιστόρημά του «Μίζερι» έγραψε για έναν συγγραφέα που φυλακίζεται και βασανίζεται από μία φανατική αναγνώστριά του. Η γραμμή που διαχωρίζει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα είναι συχνά εξαιρετικά λεπτή. Ποιο είναι το διακύβευμα όταν γράφετε μια ιστορία; Μπορεί η λογοτεχνία να αποδειχτεί ένα επικίνδυνο παιχνίδι;
Το διακύβευμα είναι ένα: η αλήθεια. Έλεγε ο Χέμινγουεϊ: προσπάθησε να γράψεις μια αληθινή πρόταση και συνέχισε από κει. Μια αληθινή πρόταση! Κάτι καθόλου εύκολο. Πραγματικότητα και μυθοπλασία είναι συγγενικές έννοιές. Ο Ναμπόκοφ έλεγε πως όταν μιλάμε για πραγματικότητα πρέπει να βάζουμε τη λέξη σε εισαγωγικά. Η καθαρή κατασκευή υποχωρεί, κυρίως στο εξωτερικό. Χαρακτήρες, σου λέει το κοινό. Αν μπορεί και να τους γκουγκλάρει ακόμα καλύτερα. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το αληθινό και ως παρέα πια. Θέλει να φέρει κοντά του πρόσωπα της μακροϊστορίας ή της μικροϊστορίας. Κι ακόμα δεν έχουμε την επέλαση της ΑΙ.
Τι είναι η λογοτεχνία για έναν συγγραφέα; Διέξοδος ή πηγή βασάνων; Μια μορφή απελευθέρωσης από την καθημερινότητα ή υποδούλωση στο ίδιο το έργο;
Ούτε διέξοδος, ούτε πηγή βασάνων. Δεν είναι μανιχαϊστική η λογοτεχνία. Ούτε μπορεί να υποταγεί σε ένα σχήμα. Η φευγαλέα της ιδιότητα την κάνει να προσομοιάζει περισσότερο με ένα όνειρο. Ένα όνειρο, μια ονειροφαντασία στην οποία εμπλέκεται ο συγγραφέας και σμιλεύοντας το χρόνο, το χώρο και την ανθρώπινη φύση αφήνει ένα αποτύπωμα, ένα ίχνος, που πρωτίστως για εκείνον είναι δύσκολο να προσδιορίσει. Μπαίνει σε ένα τοπίο κινδυνώδες ο συγγραφέας. Και εκεί εάν μπορεί αφήνεται να παίξει το παιχνίδι που είναι αρκετά πολύπλοκο. Προσπαθεί να ανακτήσει μια αλήθεια με ενορατικό τρόπο, ο οποίος μάλιστα καλό είναι να είναι κρυμμένος, αν όχι θαμμένος.
Πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάτι που αισθάνεστε ότι σας καθόρισε ως συγγραφέα;
Από την παιδική μου ηλικία. Είχα την αίσθηση ότι η πραγματικότητα δεν μου είναι αρκετή. Από πολύ μικρός ήθελα να ζω σε μια επαυξημένη πραγματικότητα στην οποία η φαντασία μου να μπορεί να βρίσκει διεξόδους. Διαβάζοντας, δημιούργησα έναν δικό μου κόσμο, όπου κάνεις δεν με ενοχλούσε, κανείς δεν μου έλεγε τι θα κάνω. Έναν κόσμο όπου θα μπορούσα να είμαι ο ήρωας που διάβαζα (πέρασα μια μεγάλη περίοδο ταύτισης με τον Όλιβερ Τουίστ) αλλά και έναν κόσμο στον οποίο είχα δικαίωμα να προκρίνω τις ιστορίες αυτές, να τις αλλάζω, να τις επιμελούμαι. Εάν σε αυτό προσθέσω ότι κατάγομαι από μια καλλιτεχνική οικογένεια και τα βιβλία, όπως το θέατρο, ήταν ο φυσικός μου κόσμος, ίσως γίνεται εύκολα κατανοητό ότι… δεν είχα άλλη λύση.
Κατά βάθος υπάρχουν συγγραφικές εμμονές πίσω από το έργο σας; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, γρίφους και αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή, γράφοντας, να επιλύσετε;
Νομίζω ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων βιβλίων πριν το 2008 υπήρχε μια εμμονή με το θέμα της αναζήτησης της πραγματικής καταγωγής, της αναζήτησης του πατέρα. Σταδιακά άρχισα να μπαίνω σε πιο συνθέτες αφηγήσεις και νομίζω ότι ξεπέρασα τις εμμονές αυτές. Τώρα λειτουργώ περισσότερο υβριδικά. Αν μιλάμε π.χ. για γρίφο θα μπορούσε να είναι υπαρξιακός, εάν μιλάς για αινίγματα θα μπορούσαν να ήταν εντελώς πρακτικά.
Τι σας αγχώνει περισσότερο στη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου; Αλλά και ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν συγγραφέα;
Δεν αγχώνομαι όταν γράφω. Αντιμετωπίζω, όμως, διαρκώς δυσκολίες. Η μεγαλύτερη αυτή τη στιγμή είναι να ισορροπήσω σε ένα ωράριο που να περιλαμβάνει απαραίτητα πολύ χρόνο με τον τρίχρονο γιο μου Ερμή και τη γυναίκα μου Εύα.
Έχετε καταλήξει τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η μοναδική στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να αρχίσετε τη σύνθεση μιας ιστορίας; Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση;
Η αφήγηση είναι η εξιστόρηση μιας ορισμένης σειράς συμβάντων που μεταβάλλουν μια αρχική κατάσταση πραγμάτων ή ενεργειών μέσα από πράξεις που διαπράττονται από τους ήρωες μιας ιστορίας. Για να αφηγηθείς, όμως, κάτι, πρέπει να το επινοήσεις. Και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η έμπνευση. Η έμπνευση δεν είναι ένα τζίνι που το βγάζεις από ένα μπουκάλι. Δεν ξυπνάς μια ωραία μέρα, λες θέλω να γράψω ένα μυθιστόρημα και αποφασίζεις: λοιπόν θα γράψω αυτό.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Εν αρχή ην το χάος. Το χάος μέσα μας. Ένας αταξινόμητος χώρος που περιέχει όλες τις εμπειρίες, τις εικόνες τα διαβάσματα και τις αναμνήσεις της ζωής. Εν αρχήν ην «αυτός», ο συγγραφέας, μόνος. Το χάος μπροστά σε μια κενή σελίδα word. Και η ελπίδα να μην πάθεις το σύνδρομο της λευκής οθόνης και αρχίσεις να την κοιτάς επί ώρα ή κάνεις το λάθος να πατήσεις το κουμπί του Firefox και να περάσεις στο χάος του διαδικτύου.
Κάποια στιγμή, εάν πρόκειται τελικά να γράψεις κάτι, θα πρέπει να σου έρθει μια ιδέα. Πώς όμως γίνεται αυτό; Δεν μπορείς να την παραγγείλεις, δεν μπορείς να την αγοράσεις. Η αφήγηση είναι μια πανάρχαια ιστορία. Ο καλύτερος μυθιστοριογράφος είναι ο Θεός. Η ιστορία δεν είναι μόνο απίστευτη. Συνέβη κιόλας. Πλην του Θεού όμως, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Όλες οι ιστορίες του κόσμου έχουν κάποια κοινά μεταξύ τους. Καθεμία περιέχει, ενσωματώνει τις άλλες σαν τις μπάμπουσκες, τις ρωσικές κούκλες. Τα έργα διατρέχουν εσωτερικά νήματα. «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», λέει ο Γ. Σεφέρης. Οι ιστορίες ταξιδεύουν, πλέουν εντός μας. Η έμπνευση μπορεί να έρθει από οτιδήποτε, όσο ταπεινό και αν είναι αυτό. Από μια λέξη, από μια ανάμνηση, από μια εμπειρία. Αρκεί να είναι αυθεντική.
Η συγγραφή είναι μια ακραία δράση προσοχής και μνήμης, ζητά από τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να κάνουν όλο και περισσότερους συνδυασμούς. Ο εγκέφαλος, ξέρετε, αλληλοεπιδρά με τον εαυτό του. Ακούει λέξεις, βλέπει λέξεις, μιλά λέξεις, γεννάει ρήματα. Οι δράσεις αυτές συμβαίνουν σε διάφορα διαμερίσματα του νου. Η γραφή δίνει εντολές σε αυτά τα διαφορετικά διαμερίσματα να αρχίσουν να συνεργάζονται, κάνοντας υπό μια έννοια γυμναστική στις συνάψεις, καλωδιώνοντάς τις. Τώρα, τι αγγέλους θα δημιουργήσουν; Τι τέρατα θα δημιουργήσουν; Θα δούμε, θα το διερευνήσουμε. Με αυτόν τον τρόπο ασκούνται οι συγγραφείς, δόκιμοι και επίδοξοι, έτσι κατασκευάζεται η νανοτεχνολογία της φαντασίας μας.
Από τη στιγμή που ο άνθρωπος λάξευσε τα πρώτα γράμματα στην πέτρα, το ανθρώπινο σώμα ήταν έτοιμο για τις λειτουργίες της ανάγνωσης και της γραφής. Ήταν έτοιμο να αποθηκεύσει, να ανακαλέσει και να αποκωδικοποιήσει τους τρόπους των αισθήσεων.
Υπάρχει κάποια «συνταγή» για ένα πετυχημένο μυθιστόρημα; Καταστρώνετε την πλοκή σας από την αρχή λεπτομερειακά ή έχετε μία γενική ιδέα και ξεκινάτε να γράφετε αυτοσχεδιάζοντας;
Η συγγραφή είναι αποτέλεσμα οργανωμένης δουλειάς αλλά και έμπνευσης της στιγμής. Το κείμενο εκκινεί συνήθως με έμπνευση της στιγμής από έναν αχαρτογράφητο, χαοτικό χώρο, τον οποίο σταδιακά επιμελούμαι.
Όταν οι παράμετροι της ιστορίας σας αρχίζουν να αποκτούν ένα πιο συγκεκριμένο σχήμα στο μυαλό σας, συνήθως τι εμφανίζεται πρώτα, οι πρωταγωνιστές σας με τις ιδιαιτερότητές τους ή η ιδέα πίσω από την εξέλιξη της πλοκής;
Στο μυθιστόρημα έχουμε να κάνουμε με μία συμβίωση με το «πρόβλημα», μια και παρεμβάλλεται εκείνο που λέμε ιστορία και οι φορείς της, ο κινητοποιός μηχανισμός της, οι ήρωες. Το θέμα που με απασχολεί στην πράξη της μυθιστορηματικής γραφής είναι η προφορικότητα του κειμένου. Ξέρω ότι ένα κείμενο είναι τελειωμένο από τη στιγμή που μιλιέται, από τη στιγμή που το διαβάζω και «κάθεται». Στο μυθιστόρημα έχω μέσα μου μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί. Υπάρχει μια δομή, υπάρχουν κανόνες, μερικές φορές και πολλοί αυστηροί. Συνειδητά τα πεζά μου κείμενα υπακούουν σε ένα πλέγμα κανόνων, αρκετοί από τους οποίους είναι αόρατοι. Για να το πω καλύτερα η πρόθεση είναι τα κείμενα να είναι παλίμψηστα, να διαβάζονται σαν ρωσικές κούκλες. Υπάρχει το πρώτο επίπεδο, η πλοκή και οι εμφανείς της κώδικες, και από κάτω αρχίζουν και εξυφαίνονται εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ προσώπων, μερών κειμένου, υπό-ιστοριών, που δημιουργούν ένα πλέγμα το οποίο κάποια στιγμή χάνεται κάτω από το έδαφος της ανάγνωσης. Εκεί περιμένω τον αναγνώστη που θα μπει στο κόπο να εξορύξει το στρώμα αυτό, θα πάει πέρα από την επιχωμάτωση και θα ανακαλύψει τις τυχόν διαπλοκές και σχέσεις που δημιουργούνται υπόγεια. Πολλοί δεν θα το κάνουν, ωστόσο το κείμενο οφείλει να μεριμνά για την περίπτωση που το επιχειρήσουν. Έτσι νιώθω ότι η ιστορία δένεται, αποκτά βαθύτερες ρίζες και μπορεί να λειτουργήσει σε περισσότερα του ενός επίπεδα.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους συγγραφείς;
Ό,τι ζούμε από τα βιβλία μας.
Αλήθεια, έχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας, σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο;
Το μόνο όφελος που έχω είναι πως μπορώ μέσα από το έργο μου να λέω τη γνώμη μου για τα πράγματα στον κόσμο αυτό. Ιδέες, ανθρώπινη φύση, Πουθενά μέσα στη λογοτεχνία δεν υπάρχει ύλη. Ακόμη και στη γλυπτική. Αυτό με κάνει και νιώθω θαυμάσια. Το άυλο είναι ο χώρος μου. Να το όφελος. Μεταφορά νοήματος μέσα από το άυλο.
Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Πώς αντιλαμβάνεστε την επόμενη μέρα;
Εξαιρετικά απαιτητικά. Είναι μια περίοδος που απαιτεί νέο βλέμμα άμεσα, χτες. Αλλιώς πραγματικά κινδυνεύουμε να γίνουμε μια «ενδιάμεση χώρα» ένα ανερμάτιστο νοτιοανατολικό κράτος που προσπαθεί επί ματαίω να βρει μια ταυτότητα, και, το κυριότερο, μια νέα οπτική για τις τεράστιες προκλήσεις των καιρών, προκλήσεις μοναδικές εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αλλιώς:
Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά
Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο
μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάνδρεια
Βιέννη Λόντρα
Ανύπαρκτες
Εσάς ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα; Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της σε αυτήν τη συγκυρία; Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο;
Υπάρχει το παγιωμένο, χρόνιο πρόβλημα: ο διχασμός, το μίσος για τον άλλον. Ταυτόχρονα, επειδή οι προκλήσεις τις εποχής ξεπερνούν ακόμη και χώρες που θεωρούνται υπερδυνάμεις, γίνεται εμφανής η φτώχεια του πολιτικού προσωπικού. Και μιλώ για όλα τα κόμματα. Με λιγοστές εξαιρέσεις, άνθρωποι ανέμπνευστοι, χωρίς την σφαιρικότητα, την πλανητική σκέψη, την πολλαπλή εγρήγορση, το σφαιρικό συνθετικό νου που απαιτεί ο 21ος αιώνας, διαχειρίζονται κατά το δοκούν μια ιστορική συγκυρία στην οποία η κλιματική αλλαγή δίνει τον τόνο μαζί με την πανδημία. Εάν πιστεύουμε ότι ο τρόπος να αντιμετωπιστούν τα άγνωστα ακόμη προβλήματα που θα φέρει η αλλαγή αυτή είναι γραμμικός, κομματικός, ή ένας απλός συνδυασμός πρωτοκόλλων, τότε θα πρέπει να ανησυχούμε πολύ. Το πιο δύσκολο πρόβλημα στην ιατρική είναι το στοιχειώδες: ο πυρετός. Πρέπει να γίνεις Κόναν Ντόιλ, Πόε, ακόμα και φιλόσοφος για να ξεκαθαρίσεις το τοπίο. Όχι μόνο γιατρός. Και στην πολιτική απαιτούνται μυαλά που να αναπνέουν το αύριο, μυαλά που θα στελεχώσουν κρατικούς μηχανισμούς σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε αυτές τις πρωτόγνωρες καταστάσεις. Τα εργαλεία του 80 και 90, οι τετριμμένες παροιμίες που επιλέγονται από το δίκτυο, τα προκάτ, ψευδοsmart ελληνικά, θα πρέπει κάποτε να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ας γίνουμε κάποτε άξιοι της εποχής μας.
Υπάρχουν περιθώρια για μία εμπράγματη αισιοδοξία – όσον αφορά σε εμάς τους Έλληνες, αλλά και γενικότερα την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Είμαι φύσει αισιόδοξο άτομο. Για να μπορέσεις όμως να δεις τα πράγματα με θετικό πρόσημο σήμερα, θα πρέπει να τα δεις με τα μάτια του αύριο και τη μνήμη του χτες. Να νιώσεις πως είσαι υποκείμενο της ιστορίας, της αφήγησης δηλαδή του ανθρώπου που είναι γεμάτη πόλεμο, αίμα, δυστυχία αλλά και υπέροχο πολιτισμό, ευδαιμονία και έρωτα. Η ανθρώπινη φύση θα εκτείνεται πάντα σε όλες τις αποχρώσεις των συνθηκών. Έτσι λοιπόν και η Ελλάδα, πλασαρισμένη σήμερα στη θέση που έχει, εάν μπορέσει και λύσει τουλάχιστον της γραφικές παθογένειες, τα πολιτικά καβγαδάκια και τον εγγενή λαϊκισμό του πολιτικού χώρου στο σύνολο του, θα καταφέρει να πάει μπροστά.