Ο 39χρονος Αλέξης Γεωργόπουλος είναι ένας ελληνικής καταγωγής καλλιτέχνης που δραστηριοποιείται μουσικά στην αβάν γκαρντ σκηνή της Νέας Υόρκης. Δε μιλά γρι ελληνικά, γιατί δεν μιλούσαν στο σπίτι του αλλά έχει έρθει πολλές φορές για διακοπές στη Χαλκιδική. Φτιάχνει μουσική κάτω από το όνομα ARP και μέχρι στιγμής έχει βγάλει 3 άλμπουμ κάνοντας περιοδικά σαν το Τ των New York Times και site όπως το Pitchfork να τον επαινέσουν. Ο ίδιος προτιμά τη μινιμαλιστική προσέγγιση της ηλεκτρονικής μουσικής και όντας επηρεασμένος από τους Velvets, τους Can, τους Roxy Music και το krautrock θέλει να έχει μια αναλογική μορφή ο ήχος του. Το τελευταίο του άλμπουμ, το More, είναι ένας ωραίος pop δίσκος.
Πως ξεκίνησες το πρότζεκτ Arp; Ποιο ήταν το όραμά σου; Ήρθε πολύ φυσικά. Το 2006, έφυγα από τους Tussle ένα γκρουπ που ήμουν για πέντε χρόνια. Μετά από αρκετά χρόνια που παίζαμε σε house πάρτι και σε σόου με χορευτική μουσική ήμουν πολύ χαρούμενος που θα πήγαινα μόνος στο στούντιο να γράψω “ήσυχη” μουσική. Ξεκίνησα να εξερευνώ τα αναλογικά synthesizers και συχνά πατούσα το κουμπί record στο τετρακάναλο κασετόφωνό μου. Εκείνη την εποχή ο Μάθιου Χιγγς που τρέχει την γκαλερί White Columns εδώ στη Νέα Υόρκη, θα έκανε ένα σόου και με ρώτησε αν μπορώ να βοηθήσω στο ηχητικό installation της γκαλερί. Έτσι του έδωσα κάποια κομμάτια που είχα γράψει στο συνθ μου. Με ενθάρρυνε πολύ ο κόσμος που άκουσε τη μουσική και έτσι όταν ο Τζόακιμ Χάουγκλαν, που έχει την Smalltown Supersound, με ρώτησε τι ετοίμαζα του έστειλα κάποια από τα demos μου. Τα άκουσα και μου είπε ότι θέλει να τα κυκλοφορήσει. Έτσι βγήκε το πρώτο μου άλμπουμ το, In Light.
Εκείνη την εποχή, ήθελα να φτιάχνω ήσυχη, βουκολική μουσική με αναλογικά συνθς. Τότε, το 2006, άκουγα πολλά 60s πράγματα, krautrock από τα 70s και νομίζω πως πολύς κόσμος που είχα γύρω μου και έφτιαχνε μουσική, την έψαχνε με γκρουπ όπως είναι οι Cluster και οι πρώιμοι Ralf & Florian. Eσωστρεφής μουσική με πολλές όμως ηχητικές προεκτάσεις. Λίγο αυθόρμητη αλλά όχι χίπικη. Ήταν σαν οι χίπηδες να έπαιζαν με συνθεσάιζερς.
Τέλος πάντων όταν έγραφα το επόμενο μου άλμπουμ, το The Soft Wave (Smalltown Supersound) το 2010, συνειδητοποίησα πως μετά από τόσα χρόνια μακριά από τις παραδοσιακές δομές των τραγουδιών και των λέξεων, μου είχε λείψει κάτι τέτοιο, εκεί ήθελα να επιστρέψω. Σε εκείνο το άλμπουμ υπήρχε ένα τραγούδι με φωνητικά το οποίο αποτέλεσε τη γέφυρα για το καινούριο μου άλμπουμ, το ΜORE (Smalltown Supersound), που βγήκε φέτος. Έτσι το όραμά μου εξελίχθηκε.
Εκτός από το ARP project με τι άλλο ασχολείσαι; Αυτή την εποχή έχω άλλο ένα μουσικό πρότζεκτ. Είμαστε δίδυμο με τον συνεργάτη μου Μαξ Ράβιτζ (μόλις κυκλοφόρησε στην Opal Tapes με το ψευδώνυμο Patricia) και λεγόμαστε Masks. Φτιάχνουμε χορευτική μουσική με drum machines και αναλογικά σύνθια. Η πρώτη μας ηχογράφηση θα βγει σε λίγο καιρό και η πρώτη μας δημόσια κυκλοφορία θα είναι ένα remix που κάναμε στο κομμάτι μου “Gravity (For Charlemagne Palestine)” που θα κυκλοφορήσει κι αυτό σε λίγες βδομάδες. Επίσης έχω αρχίσει να γράφω υλικό με τον Jefre Cantu-Ledesma που έχει τη δισκογραφική Root Strata, αλλά είναι ακόμα νωρίς. Μαζί με αυτόν έχουμε τους Alps, θέλουμε χρόνο να ξαναμπούμε στο στούντιο.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου κιθαριστικός δίσκος όλων των εποχών; Είναι κάπως αστείο. Δεν διαχωρίζω τη μουσική σε κιθαριστική, κλασική ή ηλεκτρονική. Φαίνεται όμως πως οι ακροατές το κάνουν. Πίστευα ότι αυτό θα αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου ωστόσο το κενό ανάμεσα στα είδη έχει γίνει βαθύτερο. Το είδα και στο νέο μου άλμπουμ. Sites όπως το Boomkat ή το Resident Advisor εκθείασαν την παλιά μου δουλειά ενώ αγνόησαν την τελευταία. Γιατί; Αυτό έγινε πιστεύω επειδή στο MORE έχω μέσα κιθάρες. Όσον αφορά τους αγαπημένους μου κιθαριστικούς δίσκους τότε όλα των Neu!, τα πρώτα των Velvet Underground, o Syd Barrett, αυτά που έβγαζε ο Eno στα 70s, τα τρία έπη του John Cale (Vintage Violence, Paris 1919, and Fear), τα κλασικά των Can, οι Broadcast, o Serge Gainsbourg, o Bowie, το Μetal Machine Music του Lou Reed και τόσα άλλα πολλά.
Πως είναι η μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης; Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ Σαν Φρανσίσκο και Νέας Υόρκης; Έχω φύγει πέντε χρόνια από το Σαν Φρανσίσκο οπότε είναι δύσκολο να πω τι γίνεται εκεί πέρα. Ξέρω ότι το έχουν ρίξει στο garage rock ‘n’ roll. Όταν ζούσα εκεί υπήρχε πολύ ζωντανή house σκηνή που κινούνταν στο περιθώριο. Το γκρουπ που έπαιζα τότε, οι Tussle, ήταν μέρος εκείνου του κόσμου. Δεν ήμασταν τόσο δυνατοί όσο κάποια άλλα γκρουπ που παίζαμε μαζί. Ωστόσο πάντα πίστευα ότι αυτή η σκηνή ήταν αυτάρκης και εσωστρεφής. Σαν κάστα. Υπήρχαν τόσα πράγματα, φοβερές δουλειές, που γίνονταν σε όλο τον κόσμο και αν φτιαχνόντουσαν στο Σαν Φρανσίσκο, θα τα αγνοούσαν. Είμαι σε μια φάση που μαθαίνω τη σκηνή της Νέας Υόρκης. Έχουν περάσει πέντε χρόνια που είμαι εδώ κι όμως ακόμα μαθαίνω. Εδώ τα πράγματα γίνονται σε γεωγραφικά διαμερίσματα. Αν ακούς αβάν γκαρντ μουσική πας σε μέρη σαν το Issue Project Room, το Spectrum και το Roulette. Τα σύνθια πάντως είναι καλοδεχούμενα στην πόλη. Αν σου αρέσει το underground ή το lo fi πας στα Mutual Dreaming πάρτι στο Body Actualized Center. Για indie πας στο Ουϊλιαμσμπεργκ. Ωστόσο, δεν υπάρχει συγχώνευση σε όλες αυτές τις σκηνές. Νομίζω υπάρχουν μόνες και απελπισμένες. Έχουν μπερδέψει την ταυτότητα τους. Δεν υπάρχουν πολλές μπάντες που να χρησιμοποιούν κιθάρες και να με συγκινούν. Για αυτό ίσως ήθελα να κάνω έναν κιθαριστικό δίσκο.
Πως βρίσκεις την ηλεκτρονική σκηνή του σήμερα; Σε εκφράζει; Τον τελευταίο καιρό δίνω όλο και λιγότερη σημασία στο τι είναι ΟΚ ή τι δεν είναι ΟΚ. Ενδιαφέρομαι για συγκεκριμένες αξίες που δεν αποσπώνται από τα όργανα που παίζουν οι άνθρωποι.
Προτιμάς το αναλογικό από το ψηφιακό. Γιατί έτσι; Το ένστικτο και το ηχητικό προτιμούν το αναλογικό. Σε οικονομικό, βιοποριστικό επίπεδο χρησιμοποιώ ψηφιακά μέσα. Στις περισσότερες ηχογραφήσεις μου συνδυάζω αυτά τα δύο. Και τα δύο έχουν τα καλά τους και τα κακά τους.
Τι σχέση έχεις με την Ελλάδα εκτός από το επίθετο; Έρχεσαι συχνά; Ο πατέρας μου είναι Έλληνας. Μετακόμισε στο Βέρμοντ όταν ήταν 16 και παντρεύτηκε τη μητέρα μου που η καταγωγή της είναι από την Γαλλία. Ήταν καθηγητής Φιλοσοφίας σε πανεπιστήμιο. Μιλούσαμε γαλλικά στο σπίτι και για κάποιο, ανεξήγητο, λόγο ο πατέρας μου ποτέ δεν έδωσε έμφαση στο να μιλάμε ελληνικά. Έτσι, δυστυχώς, μιλάω ελάχιστα τη γλώσσα σας. Πάντως, έχω περάσει αρκετό χρόνο στην Ελλάδα. Έχω συγγενείς στη Θεσσαλονίκη. Όταν ερχόμουν, αν δεν πήγαινα στα νησιά, κολυμπούσα πολύ στη Χαλκιδική. Προτιμώ όμως τα νησιά.
Τι έχεις προγραμματίσει για το μέλλον; Σε λίγες μέρες θα ξεκινήσει η περιοδεία μου και είμαι περίεργος να δω πως θα είναι η μπάντα μου. Δεν παίζουμε μαζί για καιρό και είμαι πολύ ενθουσιασμένος για αυτή την προοπτική που μας δίνεται. Είχαμε αρχίσει να γράφουμε υλικό και το παίζαμε live, έχοντας στο μυαλό μας τι θα βγάλουμε στον επόμενο δίσκο. Αρχίσαμε να ηχογραφούμε demos, μερικά από αυτά πιστεύω να βγουν ως singles μετά το MORE και μέχρι να βγει το επόμενο άλμπουμ. Θα κάνω επίσης δουλειά για κάποια installations. Έκανα μια περφόρμανς στο Philip Johnson’s Glass House σε συνεργασία με τον visual artist Τauba Auerbach και θα κυκλοφορήσει από την RVNG Intl. Τον ερχόμενο Μάιο θα κάνω μια έκθεση στη γκαλερί Jack Hanley σε συνεργασία με τους Ro/Lu και Paul Clipson. Η συνεισφορά μου θα είναι σε ένα 40λεπτο κομμάτι που θα βγει μετά σε δίσκο από την Root Strata. Όσον αφορά το αναλογικό μου πρότζεκτ, τους Masks, θα βγάλουμε κάποια 12” EPs μες στο 2014.