Έχει γίνει η σταθερή (και αγαπημένη ελλείψει άλλων) συνήθεια της καραντίνας: τα Σάββατα βλέπουμε θέατρο live streaming. Και βλέπουμε παραστάσεις που επρόκειτο να δούμε αυτή τη σεζόν, αλλά διακόπηκαν. Μ’ έναν τρόπο, τα Σάββατα πάμε θέατρο.
Το Σάββατο που μας πέρασε μπήκε και το Εθνικό Θέατρο στον κύκλο των live streaming παραστάσεων, σε real time.
Και το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Σ’ εσάς που με ακούτε», σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά έκανε την αρχή.
Περισσότερο προετοιμασμένη αυτή τη φορά, έκανα τις απαραίτητες συνδέσεις και στήθηκα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Και λίγο πριν αρχίσει η παράσταση ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Αβρανάς μας κάλεσε να δούμε θέατρο με «κινηματογραφικά μέσα, με μονοπλάνο» ομολογώντας ότι θέλει να μας μεταφέρει αυτό που εκείνος βλέπει από την παράσταση. Αρα, ο θεατρικός σκηνοθέτης, μ’ έναν τρόπο σκηνοθετεί κινηματογραφικά την παράστασή του. Εξαρχής ενδιαφέρουσα συνθήκη.
Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός αστικού διαμερίσματος, με απόλυτη τάξη, με στρωμένο ένα μεγάλο τραπέζι και από τη σκάλα κατεβαίνει ένας περίεργος ηλικιωμένος άνδρας (Γιώργος Μπινιάρης) που φοράει ένα κολάρο-αμπαζούρ γύρω από το λαιμό του, όπως τα pet, και μιλάει μόνο γερμανικά. Ο ανοϊκός απόηχος μιας φρικτής στιγμής της ιστορίας ή σαρκασμός της παλιάς αστικής τάξης όπως αποτυπώνεται στον πίνακα που δεσπόζει στο χώρο; Ξωπίσω του τρέχει να τον προλάβει ένας νεαρός άντρας σε κατάσταση υστερίας και πανικού (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), ενώ ένα νέο κορίτσι που μπαίνει στη σάλα, η Σοφία (Ξένια Παυλοπούλου) φέρεται βάναυσα και υποτιμητικά στον νεαρό άνδρα και χαλάει επίτηδες την καθωσπρέπει τάξη του τραπεζιού, την οποία προσπαθεί να ξαναφτιάξει εμμονικά ο νεαρός άνδρας (η σκηνή μου θύμισε έντονα την ανάλογη από το «Ρίτερ, Ντένε, Φος» του Μπερνχαρντ, που είδαμε πρόπερσι στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα). Κάθε λίγο και λιγάκι ακούγονται απ’ έξω έντονοι ήχοι, φασαρία, αχός κόσμου από μια διαδήλωση, οι νότες του Bella chao…
Οι εντός του σπιτιού που διαρκώς αναφέρονται στην Ελλάδα, τη νοσταλγούν και τη μισούν μαζί, σιγά σιγά αρχίζουν να λένε τα μυστικά και τα πάθη τους. Και με την εμφάνιση του Αγη (Γιώργος Στάμος) όλα οξύνονται, όλα κινούνται στην κόψη. Ο Αγης, είναι ένας νέος άνθρωπος με διακριτά στοιχεία την επιθετικότητα, την υποταγή και την εξάρτηση σε κάτι που τον τραβάει πίσω, σ’ ένα διαρκές πινγκ πονγκ. Και την ίδια στιγμή ευαγγελίζεται, εμμονικά και ολοκληρωτικά, έναν καινούργιο κόσμο, στήνει μια φαντασιακή διαδήλωση μέσα στο σπίτι και καλεί τους ενοίκους να μιλήσουν. Και σ’ εκείνο το άγνωστο πλήθος ανοίγει πιο εύκολα την ψυχή της η Σοφία και προς εκείνους λέει «Σ’ εσάς που με ακούτε» αναζητώντας απεγνωσμένα κοινότητα, κατανόηση, αλληλεγγύη. Αυτά που έχει χάσει από την πραγματική της οικογένεια, που εμφανίζεται κάποια στιγμή, μητέρα, αδελφός, φίλος του αδελφού. Και όλοι μαζί κάθονται στο οικογενειακό τραπέζι, και προσποιούνται ότι περνούν καλά.
Το «βάρος» του οικογενειακού τραπεζιού είναι ασήκωτο. Υπάρχει σπασμωδικό γλέντι, σπασμωδική χαρά. Και η προσποίηση δεν κρατάει πολύ. Η έκρηξη, η αποκάλυψη και η καταρράκωση δεν αργούν να έρθουν. «Θα πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους μεθυσμένους από τους λυπημένους» λέει με σπαρακτικό τρόπο η μάνα (Αγλαΐα Παππά) στη Σοφία, την κόρη της. Οι συγκρούσεις του δρόμου βαδίζουν παράλληλα με τις συγκρούσεις των συνδαιτημόνων.
Ο Αλέξανδρος Αβρανάς στάθηκε ιδιαιτέρως στις συγκρούσεις των συνδαιτημόνων, στις οικογενειακές καθηλώσεις και συνθλίψεις και μέσα από αυτές «διάβασε» και τις συγκρούσεις του έξω κόσμου. Οταν ο Άγης, που ευαγγελίζεται δημοκρατία και κινήματα, λέει με ανατριχιαστικό τρόπο «εγώ θα βάλω τάξη στον νέο κόσμο», είναι ο Άγης που κουβαλάει τα προσωπικά του απωθημένα, αλλά ταυτοχρόνως είναι και το πρόσωπο του νέου κόσμου. Κι αυτό είναι το μεγαλείο του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη.
Πώς το διαχειρίστηκε ο Αλέξανδρος Αβρανάς;
Νομίζω, ακολουθώντας με συνέπεια τη δική του σκηνοθετική γλώσσα, ανέδειξε το διαρκές δίπολο της Λούλας Αναγνωστάκη, επιμένοντας ίσως περισσότερο στις οικογενειακές παθογένειες. Και μ’ έναν δικό του τρόπο, δημιουργικό, ήταν να να συνέχισε το αρχικό σκεπτικό της Λούλας Αναγνωστάκη.
Υπήρχαν σημεία στην παράσταση που συμπεριφορές του σήμερα, ήταν διάφανες και διακριτές. Οπως η σκηνή του τέλους, με τις παράλληλες ομιλίες. Που όλοι μιλούν, και κανείς δεν ακούει κανένα. Τους ακούμε; Τι ακούμε;
Ως προς τη θέαση τώρα: πιστεύω ότι ο κινηματογραφικός τρόπος του μονοπλάνου οδήγησε σ’ έναν προκαθορισμένο τρόπο θέασης. Μπορούσαμε να δούμε μόνο ό,τι έδειχνε η κάμερα. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να κινηθεί το δικό μας βλέμμα και σε άλλα σημεία της σκηνής, σε εκφράσεις άλλων στο εύρος της σκηνής, όπως γίνεται στη ζωντανή θέαση. Κι αυτό ασφαλώς είναι ένα μείον του θεάτρου σ’ αυτές τις συνθήκες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ακόμα πιο προκαθορισμένη η κατεύθυνση της ματιάς μας. Και δεν μπορώ να ξέρω πόσο επηρέασε αυτό την αίσθηση που δημιουργήθηκε στη θέαση.
Οι ηθοποιοί του Αλέξανδρου Αβρανά υπηρέτησαν τη ματιά του, χωρίς όμως να διαφαίνεται από όλους μια εμβάθυνση. Την διέκρινα περισσότερο στους Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, την Αγλαΐα Παππά, τον Λάμπρο Κτεναβό και την Αρετή Πασχάλη στον πολύ μικρό ρόλο που είχε και κάποιες στιγμές στον Γιώργο Στάμο και την Ξένια Παυλοπούλου.
Ήταν ασφαλώς μια πολύ ενδιαφέρουσα και δουλεμένη ματιά σ’ ένα δύσκολο κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη, το οποίο διάβασε εύστοχα ο Αλέξανδρος Αβρανάς.