Ένας είναι ο αιώνιος γρίφος που βασανίζει τις ανά την υφήλιο κινηματογραφικές ακαδημίες, κι αυτός είναι η σχέση τους με το κοινό. Και βέβαια, στο βαθμό που οι ανά την υφήλιο κινηματογραφικές ακαδημίες αποτελούν συλλογικές εκφράσεις των ανθρώπων του ανά την υφήλιο κινηματογράφου, αυτό το σπαζοκεφάλιασμα το λες και απολύτως λογικό: τι άλλο ανά την υφήλιο μαράζι να έχει ένας σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ή παραγωγός, απ’ το πώς το ανά την υφήλιο κοινό θα αναγνωρίσει το τεράστιο ταλέντο του, για να το εκτοξεύσει στα ταμεία. Τι σχέση όμως μπορούν να έχουν τα εισιτήρια με την καλλιτεχνική αξία, όπως την αναδεικνύει η οποιαδήποτε ανά την υφήλιο Ακαδημία;
Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, καλώς ή κακώς ο μόνος εν Ελλάδι οργανισμός αυτή τη στιγμή, που βραβεύει σε ετήσια βάση και εν το συνόλω του το εγχώριο σινεμά, ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή τις υποψηφιότητές της για τις ταινίες που προβλήθηκαν σε ελληνικές αίθουσες την περασμένη χρονιά. Με 13 συνολικά υποψηφιότητες, ηγέτης της κούρσας για τα βραβεία που θα ανακοινωθούν στις 28 Μαρτίου, αναδείχθηκε το Τετάρτη 04:45 του Αλέξη Αλεξίου, η δεύτερη μεγάλου μήκους δουλειά ενός σκηνοθέτη, που μόνος κόντρα στα θηρία είχε ασχοληθεί εν έτει 2008 σοβαρά και ποιοτικά με το σινεμά είδους, όταν έκανε την Ιστορία 52. Με την ταινία εκείνη είχε αναδειχθεί πιονέρος του εξαγώγιμου δυναμικού του ελληνικού σινεμά, κάνοντας πρεμιέρα στο Ρότερνταμ, και προβάλοντάς την σε φεστιβάλ στις Βρυξέλες, στο Τορόντο, στη Σανγκάη, στο Ταλίν, στο Σάο Παόλο, στο σκληροπυρηνικό φεστιβάλ κινηματογράφου του φανταστικού SITGES, ακόμα και στην Τρανσυλβανία μεταξύ άλλων, κι αυτό σε μια περίοδο που η διεθνής καριέρα μιας ταινίας ήταν άπιαστο όνειρο για το ελληνικό σινεμά που δεν είχε υπογραφή Αγγελόπουλου, κι οι Έλληνες παραγωγοί βαυκαλίζονταν με την ευμάρεια ταινιών σαν τη Νήsos και τη Σούλα Έλα Ξανά.
Αυτός ο Αλέξης Αλεξίου λοιπόν, επέστρεψε φέτος –8 χρόνια, 3 μνημόνια και κάτι capital controls μετά–, αδιόρθωτος, πάλι με μια ταινία είδους. Για να μας δείξει με το Τετάρτη 04:45, ότι στην Ελλάδα μπορεί να γυριστεί μέχρι και αστικό, γκανγκστερικό νεονουάρ. Το οποίο έγινε η πρώτη ελληνική ταινία που διαγωνίσθηκε στο φεστιβάλ της Tribeca –ένα απ’ τα πιο μουράτα φεστιβάλ του αμερικανικού ανεξάρτητου–, κι αφού έπαιξε στο Karlovy Vary και στο Λονδίνο, πέρασε και μια βόλτα απ’ τη Θεσσαλονίκη, για να πάρει το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Και σαν επιστέγασμα αυτής της πορείας, μάζεψε 13 υποψηφιότητες για τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, και οδεύει προς το θρίαμβο στις απονομές.
Ποιο είναι τώρα το μαράζι στην ελληνική κινηματογραφική κοινότητα; Ότι το Ένας Άλλος Κόσμος, ταινία 660+ χιλιάδων εισιτηρίων (και μηδενικών προβολών εκτός συνόρων), αδικήθηκε απ’ την «κλίκα της Ακαδημίας», η οποία επέδειξε «κόμπλεξ» κατά του εμπορικού σινεμά και «αυτισμό» κατά του εξωστρεφούς βλέμματος του Παπακαλιάτη (!), επειδή μάζεψε «μόνο» 5 υποψηφιότητες –μεταξύ των οποίων, σημειωτέον, αυτή για Καλύτερη Ταινία της χρονιάς.
Αυτισμός, κόμπλεξ, και κλίκες, λοιπόν, είναι οι τρεις σκοτεινές δυνάμεις που συνωμότησαν, σ’ αυτήν την αδικία που έχει αναλάβει να διαλευκάνει ένα αγανακτισμένο Παπακαλιατικό μπλοκ, που φτιάχνει τα δικά του σκιάχτρα στο διαδίκτυο. Ακολουθώντας τακτικές διαδικτυακού λιντσαρίσματος, αγνοώντας πλήρως το ποια είναι πια αυτή η διαδικασία απ’ την οποία προκύπτουν οι υποψηφιότητες της ΕΑΚ, και ενοχοποιώντας την όποια περί του αντιθέτου άποψη στην πορεία, το Παπακαλιατικό μπλοκ μοιράζει #psofous κατά της Ακαδημίας, και πιστοποιητικά τυφλότητας και περιορισμένης επαφής με την πραγματικότητα, σε όποιον αμφισβητήσει τη σχέση εμπορικότητας και βραβειακού δυναμικού. Κι ο λευκός θόρυβος αυξάνεται γεωμετρικά, γιατί φυσικά πόσο δύσκολο είναι να μαζέψεις καμιά κατοστάρα likes, όταν υπερασπίζεσαι μια ταινία που έχουν δει 660 χιλιάδες άνθρωποι έναντι μιας που έχουν δει 10. Χιλιάδες βέβαια, όχι 10 σκέτο, αλλά και πάλι.
Πώς είναι μεγαλύτερος αυτισμός να αναδεικνύεις δημιουργούς που ταξιδεύουν ανά την υφήλιο, αντί για δημιουργούς που δεν καταφέρνουν να βγουν από τα σύνορα, είναι κομματάκι ασαφές βεβαίως, όπως ασαφής είναι και η κατηγορία ότι πέραν του Παπακαλιάτη ουδείς μπορεί να κάνει σινεμά για το σήμερα. Το οποίο είναι κομματάκι αστείο όταν απέναντι έχεις μια ταινία που όλη της η ύπαρξη βασίζεται στο να υπογραμμίζει το ζόφο της πρωτεύουσας μιας χώρας που έστησε την ευμάρειά της πάνω σε δημιουργικά λογιστικά, και τώρα δεν έχει να πληρώσει ούτε τους τόκους που της υπενθυμίζουν τα email στα ακριβά της smartphones.
Πέρα τούτων, η ανάδειξη των υποψηφιοτήτων γίνεται με μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία: κάθε ψηφοφόρος, σε κάθε κατηγορία, επιλέγει μία και μόνη ταινία. Και βέβαια πολλά μπορούν να ειπωθούν για τα στραβά της μονής ψήφου, ένα εκ των οποίων είναι προφανώς το πως περιορίζει την όποια δυναμική θα μπορούσε να συγκεντρώσει μια ταινία δευτερότριτης επιλογής. Αυτή είναι όμως η διαδικασία, και το να παίρνεις την όποια της αστοχία και να τη μασκάρεις ως συλλογική συνωμοσία μερικών 100άδων ανθρώπων, προσομοιάζει λιγάκι στην επιστημονική φαντασία.
Εκτός κι αν πρέπει ντε και σώνει, να θεωρούμε όλοι πως το Ένας Άλλος Κόσμος είναι η Καλύτερη Ταινία της χρονιάς. Κι ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης ο Καλύτερος Σκηνοθέτης της, ή ο Καλύτερος Σεναριογράφος. Όχι ο τρίτος καλύτερος, ούτε καν ο δεύτερος, αλλά ο πρώτος. Μόνο. Που είναι κομματάκι αδύνατον, εκτός κι αν ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είναι ο νέος Κιμ Γιονγκ Ουν. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο καθένας μπορεί να δώσει την απάντησή του, κι αν η απάντηση βρίσκεται στα ταμεία, το κοινό την έχει δώσει. Όμως, αν τα 660 χιλιάδες εισιτήρια σημαίνουν ότι το Ένας Άλλος Κόσμος είναι το Θωρηκτό Ποτέμκιν του ελληνικού εμπορικού σινεμά, τότε το El Greco με τα 1μιση εκατομμύρια εισιτήρια, είναι τρεις φορές Ποτέμκιν. Που είναι κι αυτό μια άποψη.
Είναι αιώνιος ο γρίφος που βασανίζει τις ανά την υφήλιο κινηματογραφικές ακαδημίες, κι αυτός είναι η σχέση τους με το κοινό. Μην τρελαθούμε όμως, από πότε η καλλιτεχνική αξία καθορίζεται απ’ τις επιδόσεις στα ταμεία; Τα εισιτήρια είναι ένα είδος επιβράβευσης, τα βραβεία ένα τελείως διαφορετικό, κι αυτός είναι κι ο λόγος που το Norbit δεν έσκισε στα Όσκαρ, κι αυτός είναι κι ο λόγος που μέχρι πριν λίγες εβδομάδες όλη η κινηματογραφική συζήτηση ήταν γύρω απ’ το The Revenant και το Spotlight και το The Big Short, κι όχι γύρω απ’ το Star Wars: The Force Awakens, και το Jurassic World και τα Minions. Που είναι λίγο σαν να υπογραμμίζουμε το προφανές, αλλά δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, καμιά φορά είναι απαραίτητο να ξεμπερδεύουμε με το αυτονόητο, για να προχωράμε στην πραγματική συζήτηση.
Και κάτι μου λέει πως η πραγματική συζήτηση που θα έπρεπε να κάνουμε, δεν είναι το γιατί ο Παπακαλιάτης των ελληνικών ταμείων δεν σάρωσε τις υποψηφιότητες, αλλά γιατί ο Αλεξίου της παγκόσμιας πορείας δεν άλωσε τα ελληνικά ταμεία. Εκτός κι αν είναι και αυτό πολύ αυτιστικό.