«Hola amigos, δυστυχώς έχω μερικά δυσάρεστα νέα. Πριν από μερικές μέρες πήγα στο νοσοκομείο και διαγνώστηκα με καρκίνο στο παχύ έντερο και τώρα είμαι στην αναμονή για εγχείρηση. Η κατάστασή μου είναι πολύ άσχημη, είμαι εντελώς άφραγκος μετά από πέντε μήνες χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα και χωρίς κανένα τρόπο να πληρώσω το νοίκι μου, οπότε με ταπεινότητα ζητώ να με βοηθήσετε αν μπορείτε με τις δωρεές σας. Σας ευχαριστώ.
Love & Music,
José»
Ήταν 6 Ιουλίου, στην καρδιά αυτού του περίεργου καλοκαιριού, όταν όλος ο κόσμος έμαθε μέσω της ανακοίνωσης, από τον ίδιο, στα social media τα δυσάρεστα για την κατάσταση της υγείας του πολυαγαπημένου compiler και DJ José Padilla, που γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1955, μετακόμισε στην Ιμπίθα το 1975, ξεκίνησε να παίζει μουσική στο Cafe Del Mar το 1991 και υπήρξε ένας από τους πλέον βασικούς «αρχιτέκτονες» του ήχου αλλά και της όλης smiley κοσμοθεωρίας αυτού του χιλιοτραγουδισμένου ισπανικού νησιού. Τα πολυσυλλεκτικά DJ sets του καθώς ο ήλιος έδυε μπροστά από το Cafe Del Mar αλλά και οι bestseller συλλογές του με τις φαινομενικά αταίριαστες -funk, soul, jazz, disco, rock, κ.α.- επιλογές που όμως έδεναν με έναν ανεξήγητα μαγικό τρόπο, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην οριοθέτηση και τη γιγάντωση του balearic ήχου. Είναι γνωστά όλα αυτά.
Η αυλαία τελικά έπεσε με μία άλλη ανακοίνωση: «Hola amigos. Με μεγάλη λύπη σας πληροφορούμε ότι ο José έφυγε από τη ζωή ήρεμος, στον ύπνο του, την περασμένη Κυριακή (σ.σ. 18 Οκτωβρίου), εδώ, στο αγαπημένο του νησί, την Ιμπίθα. Η οικογένεια του και οι φίλοι του θα ήθελαν να ευχαριστήσουν όσους έκαναν δωρεές και έστειλαν μηνύματα συμπαράστασης, βοηθώντας ώστε οι τελευταίοι μήνες του να περάσουν πιο εύκολα, καθώς και στο προσωπικό του νοσοκομείου Can Misses που τον φρόντισαν ως το τέλος. Τώρα έφυγε και το ηλιοβασίλεμα στην Ιμπίθα δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο χωρίς εκείνον, αλλά η όμορφη μουσική του José Padilla θα μείνει μαζί μας για πάντα.»
Όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις τα social media πλημμύρισαν από συγκινητικά μηνύματα αποχαιρετισμού. Ανάμεσά τους και αυτό του Αλέξανδρου Χριστόπουλου (τον ακούτε καθημερινά, 21:00-23:00, στον Best 92.6, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα του συλλογή, Sun:Set 8 -Another Essential Journey From Dusk Till Dawn) που εκτός από φαν υπήρξε και φίλος του «νονού της chill-out». Είχε, μάλιστα, και την ευκαιρία να περιοδεύσει μαζί του την εποχή που ο Καταλανός μεσουρανούσε.
Με αφορμή εκείνο το «τρελό» καλοκαίρι του 2001, ο Αλέξανδρος Χριστόπουλος μίλησε για τον «μαέστρο της Ιμπίθα» που «ζούσε με πάθος την κάθε στιγμή και είχε αρκετές αδυναμίες», στην εκπομπή του Θεοδόση Μίχου και της Νίκης Χάγια, στον Best 92.6.
Adiós maestro…
Το 1991 δεν είχα τελειώσει ακόμη το σχολείο, ήμουν όμως ήδη πολύ ενεργός μουσικά, ως συλλέκτης και μουσικόφιλος αλλά και ως παραγωγός μιας και έκανα εκπομπή σε ημιεπαγγελματικό επίπεδο. Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς γυρίζει μία φίλη μου από την Ίμπιζα και μου λέει ενθουσιασμένη: «Ρε ’σύ, πέρα από το nightlife, πήγα σε ένα μαγαζί και έπαθα σοκ με την πολυσυλλεκτικότητα των μουσικών. Είναι στο χωριουδάκι Σαν Αντόνιο και λέγεται Cafe Del Mar». Μετά μου είπε ότι το μαγαζί δε ήταν σπουδαίο ως χώρος, αλλά έπαιζε ένας τύπος συγκλονιστική μουσική, μια τεράστια γκάμα, από leftfield μέχρι κλασική, άριες, τζαζ, bossa, τα πάντα. Τότε λοιπόν άκουσα πρώτη φορά το ονοματεπώνυμο José Padilla. Το έμαθα για τα καλά λίγο πιο μετά, όταν ξεκίνησε να βγάζει τις συλλογές Cafe Del Mar γύρω στο 1994.
Σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια, δύο πράγματα έκαναν τον José Padilla να ξεχωρίζει. Πρώτον ότι έβαλε σε ένα ωραίο καλούπι, σε ένα ωραίο περιτύλιγμα, downtempo μουσικές. Στα μέσα των 90s οι συλλογές είτε είχαν τα hits της εποχής είτε ήταν χωρισμένες σε μουσικές κατηγορίες. Κανένας δεν είχε τολμήσει να βγάλει μια συλλογή χωρίς στεγανά και φραγμούς, χωρίς να σου λέει ότι θα ακούσεις μόνο λάτιν, ή μόνο dance. Όχι, το concept ήταν άλλο: είμαστε το Cafe Del Mar και κυκλοφορούμε συλλογές με μουσική για το ηλιοβασίλεμα. Η οποία μουσική μπορεί να είναι οτιδήποτε, από κλασική μέχρι ένα dark electro track. Αφενός λοιπόν ήταν η περιπετειώδεις, πολυσυλλεκτική μουσική κατεύθυνση των συλλογών, αφετέρου το concept. Άλλωστε το ηλιοβασίλεμα στο Cafe Del Mar, το οποίο έχω δει αρκετές φορές, είναι όντως μαγικό.
Συλλογές λίγο πιο «περίεργες», σαν του José Padilla, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχαν κυκλοφορήσει και πιο παλιά σε μετρημένες στα δάχτυλα περιπτώσεις . Το έκανε για παράδειγμα ο Brian Eno, αλλά σε πιο πειραματικό επίπεδο. Ο José όμως είχε το σωστό, ελκυστικό αμπαλάρισμα. Πούλησε την Ίμπιζα με πολύ ωραίο τρόπο, την έκανε πολύ ελκυστική στο κοινό ως προορισμό με την πολυσυλλεκτικότητα των συλλογών του.
Αν ρωτούσες τον José Padilla τι μουσική έχουν οι συλλογές του Cafe Del Mar, δεν μπορούσε να το περιγράψει. Εντάξει, ήταν μια downtempo μουσική για το ηλιοβασίλεμα. Από κει και πέρα όμως είχε τα πάντα, από Wim Mertens μέχρι Underworld. Αυτό ήταν που με ενέπνευσε. Το μήνυμα ότι αφού η μουσική δεν έχει στεγανά, γιατί να έχει μία συλλογή; Όχι. Μπορείς να φτιάξεις οτιδήποτε, αρκεί να έχει ένα concept.
Το 1999 ο José Padilla και το Cafe Del Mar τα έσπασαν. Υποθέτω ότι οι του Cafe Del Mar θα του είπαν ότι τον έχουν κάνει σταρ. Ο José θα τους είπε ότι από εκεί που δεν τους ήξερε άνθρωπος, τους έμαθαν οι πάντες από τις συλλογές του που έγιναν bestseller σε όλο τον πλανήτη. Ο José Padilla λοιπόν, που είναι ήδη πολύ γνωστός παγκοσμίως, αποφασίζει να βγάλει το πρώτο του άλμπουμ ως artist. Εγώ τότε, στα τέλη των 90s, εκτός από το ραδιόφωνο εργαζόμουν και σε μία δισκογραφική εταιρία, που επικοινώνησε με το δικό του label για τις ανάγκες της προώθησης του δίσκου του που λεγόταν Navigator. Μάλιστα το 2001 ετοίμαζα την πρώτη μου συλλογή, Sunset & Sunrise 1. Οπότε η ιδέα που έπεσε στο τραπέζι από τη δισκογραφική ήταν να δημιουργηθεί μία τουρνέ με τον José προφανώς ως main act και εμένα ως intro act. Πράγματι έτσι έγινε, το καλοκαίρι του 2001 κάναμε τουρνέ μαζί, εκείνος προωθώντας το ντεμπούτο του ως artist, κι εγώ προωθώντας την πρώτη μου συλλογή.
Ο José εκείνη την εποχή, έχοντας αφήσει μόλις τα Cafe Del Mar πίσω του, ήταν στο peak του, στα καλύτερά του, και είχε συμπεριφορά ροκ σταρ. Δεν έχω λόγια για το καλοκαίρι που περιοδεύσαμε μαζί. Ήταν πάρα πολύ έντονο. Είχαμε περάσει καταπληκτικά. Κάθε προορισμός ήταν και μια διαφορετική περιπέτεια. Ενδεικτικά θα πω το εξής: στο πρώτο date της περιοδείας, σε ένα μαγαζί της Ρόδου που δεν υπάρχει πια, ήρθε καθυστερημένος γιατί είχε χάσει το αεροπλάνο – το συνήθιζε αυτό γενικά. Οπότε εγώ έπαιζα για αρκετή ώρα, ώσπου βλέπω ξαφνικά δυο τύπους να πλησιάζουν τρελαμένοι κουβαλώντας δύο τεράστιες βαλίτσες με τα βινύλια του για να ξεκινήσει επιτέλους το main act του πάρτι. Ανέβηκε στα γρήγορα, εννοείται ότι εκείνη τη στιγμή δεν μιλήσαμε καν. Μόλις τελείωσε και πήγαμε για φαγητό είπαμε τις πρώτες μας κουβέντες. Τι να λέμε, ο José πάρταρε ασταμάτητα.
Ζούσε με πάθος την κάθε στιγμή και είχε αρκετές αδυναμίες. Όταν ζεις λοιπόν με πάθη που διαρκούν, δεν είναι απίθανο κάποια στιγμή, ακόμη κι αν είσαι τόσο διάσημος όσο εκείνος, να χρειαστεί να ζητήσεις οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσεις μια ανάγκη σου, όπως έκανε και ο ίδιος πριν από μήνες όταν ανακοίνωσε ότι έπασχε από καρκίνο και ξεκίνησε μία καμπάνια στο gofundme γιατί δεν μπορούσε να καλύψει τα ιατρικά έξοδα.
Είναι θρύλος και δημιούργησε μια νέα τάξη πραγμάτων όσον αφορά στις συλλογές. Αυτό τον έκανε γνωστό, και σε σχέση με τα dj sets του, έχει μεγάλη διαφορά. Όπου τον καλούσαν, δεν έβαζε αυτά που είχε στις συλλογές, αυτά που ήξερε και αγαπούσε. Προσπαθούσε να αποδώσει ένα dance set, σε μια εποχή που ακόμη τα απογευματινά μαγαζιά δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ήταν πολύ λίγα. Οπότε τα περισσότερα sets του ήταν σε βραδινά μαγαζιά, όπου έπρεπε να παίζει dance μουσική, ένα στιλ που απείχε από αυτό που ήξερε να κάνει πάρα πολύ καλά. Μπορεί να είχε δηλαδή πάρα πολλά requests λόγω του ονόματός του, αλλά το djing το έκανε κατ’ ανάγκη, δεν ήταν σαν τον Richie Hawtin ή τον Carl Cox που αυτό κάνουν όλο το χρόνο. Ο José όμως ήταν πάνω απ’ όλα compiler, κι έγινε γνωστός μέσα από ένα συγκεκριμένο μέρος που του πρόσφερε το κατάλληλο περιβάλλον για να παίξει τη μουσική που αγαπούσε. Σε ένα βραδινό κλαμπ στο Τόκιο, μαύρο και σκοτεινό, προφανώς δεν μπορούσε να παίξει τη μουσική που έπαιζε στο Cafe Del Mar.
Δεν θα ξεχάσω την κουβέντα που κάναμε στον αέρα, στο στούντιο του Best 92.6. Μερικές ώρες πριν από μία από εκείνες τις θρυλικές εμφανίσεις του στην Ελλάδα, με παίρνει πρωί πρωί τηλέφωνο και μου λέει: «Τώρα πηγαίνω για ύπνο, δεν θα προλάβω το αεροπλάνο, μπορούμε να κάνουμε το επόμενο event μία μέρα μετά»; Ναι, του λέω, κανένα πρόβλημα. «Τι κάνεις απόψε;» με ρωτάει και μόλις του εξηγώ ότι έχω εκπομπή, μου λέει: «Δεν έρχεσαι να με πάρεις από το ξενοδοχείο, να πάμε στην εκπομπή, να σου δώσω συνέντευξη και μετά να πάμε για φαγητό;» Να μην τα πολυλογώ, ήρθε, είπαμε πολλά και διάφορα, συζητήσαμε και για τους compilers που έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Φυσικά χάρηκα όταν ανέφερε το όνομά μου, αν και δεν μπορώ να ξέρω με σιγουριά αν το έκανε γιατί ήμουν παρών. Είχε όμως αναπτυχθεί μια πολύ ζεστή σχέση ανάμεσά μας. Είχαμε πολλά κοινά. Αγαπούσαμε και οι δύο πάρα πολύ τη μουσική και την προσεγγίζαμε χωρίς παρωπίδες.
Στην πολυσυλλεκτικότητα των μουσικών επιλογών του. Εκεί εντοπίζω το legacy του José Padilla. Όλα τα άλλα είχαν ξαναγίνει. Υπάρχουν πάρα πολλοί DJs εκεί έξω, ικανοί να παρουσιάσουν εκπληκτικά sets. Όμως ο José δεν ήταν DJ. Ήταν ένας άνθρωπος που δημιουργούσε σάουντρακ με τη μουσική του. Αυτό τον έκανε να ξεχωρίσει σε όλη του την ζωή που ήταν πολυτάραχη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι είχε εγκατασταθεί στην Ίμπιζα το 1975. Τα έζησε όλα από την αρχή. Τα έζησε όλα στο μάξιμουμ. Ως το τέλος.