Αν γυρίσουμε μια δεκαετία πίσω, την εποχή δηλαδή που το minimal (κάθε είδους, υποκατηγορίας κτλ.) κυριαρχούσε απόλυτα στο χώρο της χορευτικής μουσικής, ο Alex Menzies από την Γλασκωβη, φαινόταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Το υπέροχο ντεμπούτο του (Incommunicado, 2005, Soma Records), ο δίσκος που ακολούθησε την αμέσως επόμενη χρονιά (Paradolia, 2006, Soma Records), μαζί με μια εντυπωσιακά εύστοχη σειρά από ΕΡs (π.χ. το Meany, 2006, Soma Records) μέσα σε μια διετία, έβαλαν το όνομά του δίπλα σε αυτό του απόλυτου άρχοντα Villalobos και του ήδη βετεράνου Richie Hawtin. Η χρήση φυσικών οργάνων, η αίσθηση προσκεκτικά σχεδιασμένων ενορχηστρώσεων που καθόριζε τη μουσική του, καθώς και οι εμφανείς επιρροές του απ’την κληρονομιά του Detroit και της Warp, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά ενός μουσικού που φαινόταν μίλια μακριά απ΄τους νεόκοπους παραγωγούς της γενιάς του.
Η συνέχεια δεν ήταν βέβαια η ίδια. Κάποιο άγνωστο πρόβλημα υγείας τον κράτησε μακριά απ’ την παραγωγή κι όταν επέστρεψε το 2010 με το Lux (Hum+Haw), πρόσπαθησε να ξαναμπεί στο παιχνίδι ακολουθώντας την υστερία που ακολούθησε την έκρηξη της βρετανικής bass σκηνής και οδήγησε στη συνάντηση μεταξύ δύο διαφορετικών σχολών όπως είναι αυτές του Λονδίνου και του Βερολίνου. Το Lux αδικήθηκε αν και ήταν ένας ακόμα δίσκος γεμάτος καλές στιγμές και φαίνεται πως αυτή είναι η εποχή που άλλαξαν οι προτεραιότητες του Smoke για να μας φέρουν στο σήμερα.
Πριν μερικές εβδομάδες κυκλοφόρησε λοιπόν το Love Over Will στο καινούργιο του «σπίτι», την εμβληματική R&S και φαίνεται οριστικό πια πώς προσπαθεί να γράψει τραγούδια. Είναι επίσης αλήθεια ότι απ’την αρχή της καριέρας του χρησιμοποιούσε τη φωνή του ως ένα ακόμα όργανο που θα τον βοηθούσε να βρει τρόπο για μια πιο άμεση επικοινωνία με το κοινό του (κάτι που επαναλαμβάνει συχνά στις συνεντεύξεις του). Κάπως έτσι ο νέος του δίσκος, κι ένας απ΄τους καλύτερους της χρονιάς μέχρι στιγμής, πάει ένα βήμα πιο πέρα το side project του, Wraetlic, και θυμίζει πιο πολύ από ποτέ παραγωγούς όπως ο Matthew Dear με βασική διαφορά ότι ο Smoke γράφει καλύτερα φωνητικά.
Μην ξεχάσω, το εξώφυλλο είναι αυτό…
Πίσω απ’ τον δίσκο υπάρχει βέβαια ένα concept που περιστρέφεται γύρω απ’τον Aleister Crowley, αλλά δε νομίζω πως λειτουργεί ως κάτι παραπάνω από σημείο εκκίνησης ή κέντρο της προσωπικής του αφήγησης (που δεν αφορά ιδιαίτερα τον ακροατή). Στην ουσία ο κεντρικός άξονας του δίσκου δεν είναι άλλος απ’τον χαρακτηριστικό τρόπο που γράφει ο Smoke, με καθαρές μελωδίες κι αρκετά επίπεδα που εμφανίζονται σταδιακά όσο δίνεις χρόνο στα κομμάτια. Ίσως μόνο έτσι παρατηρείς το βάθος που έχει το ομώνυμο κομμάτι ή πόσο ιδιαίτερο ακούγεται το synth στο βάθος του “Galdr” που αποτελεί μάλλον και το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Βέβαια, η προσπάθεια του να αλλάξει ύφος δεν είναι πάντα επιτυχημένη. Το “Mannacles” μπουκώνει λόγω της φωνής του ενώ το “Dire Need” μοιάζει ανολοκλήρωτο αφού το ποπ τρίλεπτο δεν του φτάνει για να καταλήξει κάπου.
Βέβαια, οι λίγες αστοχίες δεν φθάνουν για να αλλάξουν το πρόσημο του δίσκου που ολοκληρώνεται με μια ωδή στο θάρρος του Edward Snowden (εδώ ο παλιός, καλός Nicholas Jaar έρχεται στο μυαλό). O Smoke μοιάζει να βρίσκει τη θέση του γράφοντας κομμάτια για τις παρυφές του dancefloor, κάτι που ίσως να ευθύνεται στο γεγονός ότι είναι ο ίδιος άξιος σπουδαστής της ιστορίας της σύγχρονης μουσικής όπως φαίνεται και απ’τα 5 κομμάτια που επιλέγει ως τα πιο επιδραστικά της ζωής του.
Αυτά από μένα, ο λόγος τώρα στον ίδιο τον Alex Smoke που επιλέγει για λογαριασμό της Popaganda το all-time top 5 των αγαπημένων του κομματιών…
Αυτός είναι ο πρώτος δίσκος που θυμάμαι απ’ την παιδική μου ηλικία, καθώς είχε η μητέρα μου το αυθεντικό 45άρι, το οποίο έπαιζα στο μικροσκοπικό πικάπ του δωματιού μου. Είχε στην β΄πλευρά το “Wendy” που μου άρεσε επίσης πολύ. Εξακολουθεί να με γυρίζει πίσω σε αυτό το χωροχρόνο και παραμένει ένα απ’τα πιο μελωδικά, ευφάνταστα ποπ τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.
Ανακάλυψα το hip hop το 1995 κι αυτό βρίσκεται σε έναν απ΄τους πρώτους δίσκους που αγόρασα, το Illmatic. Διαφημιζόταν απλά στο πίσω μέρος ενός single των Cypress Hill (όπως τόσοι πολλοί λευκοί έφηβοι της Βρετανίας, οι Cypress Hill ήταν το πρώτο hip hop πράγμα που άκουσα), οπότε το αγόρασα χωρίς να το έχω ακούσει ή να ξέρω κάτι γι’αυτό. Ήμουν απλά τυχερός αφού πρόκειται για έναν απ’τους πιο επιδραστικούς hip hop δίσκους που γράφτηκαν ποτέ και ο Nas είναι o κορυφαίος MC της εποχής του. Οι ιστορίες είναι τόσο αυθεντικές κι οι ρίμες τόσο επιδέξιες που με μετέφεραν στο δικό του κόσμο να φαντάζομαι τη ζωή κάπου αλλού, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’τη τη δικιά μου κατάσταση στη Σκωτία.
Δεν είχα ακούσει κάτι παρόμοιο μέχρι που άκουσα αυτό σε μια συλλογή της Rough Trade. Το glitch ήταν κάτι τελείως καινούργιο για μένα, αλλά τι ήχος! Και αυτά τα φωνητικά κατά τη γνώμη μου είναι η επιτομή των σπουδαίων φωνητικών στην ηλεκτρονική μουσική. Ένα τέλειο, τέλειο pop τραγούδι για τη χρονιά 3000.
Δεν θα μπορούσα να κάνω μια λίστα με την πιο επιδραστική μουσική στη ζωή μου χωρίς τον Aphex. Θα μπορούσα να αναφέρω ένα οποιοδήποτε κομμάτι από τουλάχιστον 100 που αγαπώ, αλλά η μουσική για πιάνο απ’το Druqks τόσο όμορφη και εμβληματική για έναν μουσικό δεν επέτρεψεε ποτέ στις προσδοκίες του καθενός ή της βιομηχανίας να τον εμποδίσουν απ΄το να κάνει ότι μουσική του έρχεται στο μυαλό. Κι αυτό είναι πράγματι μια φιλική υπενθύμιση. Μάλλον η πιο σημαντική επιρροή μου.