Την προηγούμενη εβδομάδα γιορτάσαμε «Δέκα Χρόνια Χαμένοι Στη Μετάφραση». Δεν είναι πως δε νοσταλγήσαμε το χαμηλότονο αριστούργημα της Σοφία Κόπολα που –χωρίς να το καταλάβουμε τότε- έμελλε να περιγράψει προφητικά τη συναισθηματική αναπηρία της γενιάς του «γρήγορου, απεριόριστου internet», απλά για κάποιους τα σημαντικότερα δεκάχρονα γενέθλια αυτού του φθινοπώρου είναι ακόμα πιο minimal. Minimal techno, για την ακρίβεια. Το Alcachofa (Playhouse, 2003), «αγγινάρα» στα ελληνικά, του Ricardo Villalobos είναι πια δέκα ετών. Είναι πια και με ληξιαρχική σφραγίδα «κλασικό». Μόλις κόπασε η κλισέ ερώτηση «μα πότε πέρασαν δέκα χρόνια;» με το επακόλουθο ατομικό πατ πατ στην πλάτη, σκέφτηκα να ζητήσω τη γνώμη μερικών ανθρώπων που το μουσικό τους γούστο έχει καθοριστεί από το magnum opus του γερμανοθρεμμένου Χιλιανού. Και στο τέλος έγραψα και τη δική μου…
(όσο διαβάζετε, μπορείτε να ακούτε το άλμπουμ εδώ)
Kreon (DJ/παραγωγός)
Πολλοί έχουν χαρακτηριστεί ως πρωτόποροι της techno και της house μουσικής την τελευταία εικοσαετία. Ο Ricardo Villalobos όμως είναι αυτός που το πήγε ένα βήμα παραπέρα κι έδωσε πνοή στην κορεσμένη αυτή σκηνή, απαλλάσσοντάς την από επανάληψη και την ανακύκλωση των ιδεών. Όντας ένας από τους πιο υποτιμημένους παραγωγούς ηλεκτρονικής μουσικής από το ευρύ κοινό, ο RV δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλους πρωτοπόρους της σκηνής όπως ο Richie Hawtin, ο Aphex Twin, οι Autechre κ.α. Το γεγονός οτι ξεκίνησε να δουλεύει με modular synthesizer τη δεκαετία του ’90, δημιουργώντας ενδιαφέροντα drum patterns και αγγίζοντας τα όρια του experimental, κατάφερε να χτίσει ένα πρότυπο ήχου το οποίο δεν έχει καταφέρει κανένας να μιμηθεί μέχρι σήμερα. Με κύριο γνώμονα τις σπουδές του πάνω στο latin ρυθμό, εξέλιξε τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν όλοι οι υπόλοιποι και ακολούθησε το δικό του μονοπάτι που όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο εύκολα καταρίπτει το τέστ του χρόνου.
Ακούγωντας το Alcachofa (Αγγινάρα!) αμέσως καλαβαίνει κανείς οτι πρόκειται για κάτι παραπάνω από ένα χορευτικό άλμπουμ. Παρόλο που βγήκε το 2003, η μόνιμη φρεσκάδα και ο συνδυασμός της συνεχόμενα εναλλασόμενης λούπας, καλύπτοντας σχεδόν όλο το συχνοτικό φάσμα, δείχνει πόσο μπροστά ήταν και είναι από την εποχή του (στο άλμπουμ φαίνεται περίτρανα ότι δεν τον ακούμπησε η έκρηξη της tech house στις αρχές του 2000 και της electro μετέπειτα).
Το “Fools Garden (black conga)” είναι το αγαπημένο μου, εδώ φαίνονται χαρακτηριστικά οι latin Χιλιανές ριζες του. Το programming των drums (ηλεκτρονικών και μη) στο συγκεκριμένο κομμάτι, μαζί με τα live ακουστικά στοιχεία, είναι τόσο πολυδιάστατο και δένει τόσο τέλεια που δεν χρειάζεται 4/4 μπότα για να χορέψει κάποιος στον ρυθμό. Εδώ θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο τίτλος του άλμπουμ δεν ήταν τυχαίος, μιάς και τόσο η αγκινάρα όσο και τα κομμάτια του Villalobos απαρτίζονται από πολλά στρώματα. Οι σπουδές μου στο sound design με βοήθησαν να καταλάβω και να αναλύσω περαιτέρω το πόσο δύσκολο είναι να βγάλει κανείς από ένα μηχάνημα με άπειρες παραμέτρους και ξεχωριστή προσωπικότητα (modular synthesizer), τον προσωπικό και συνάμα μοναδικό του εαυτό χωρίς να επαναλαμβάνεται σε καμία περίπτωση. Και όλα αυτά στο τέλος της δεκαετίας του ‘90 που ήταν η χρυσή εποχή των Roland drum machines.
Υπάρχουν κι άλλοι καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν γράψει ανά τα χρόνια φοβερές χορευτικές παραγωγές αλλά ο Villalobos γράφει μουσική με την ευρύτερη έννοια, πάντα μέσα από τη δική του οπτική γωνία. Κι αυτό φαίνεται στο πρώτο του προσωπικό άλμπουμ. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κάποιος τι μπορεί να κρύβεται στο μυαλό αυτού του ιδιαίτερου καλλιτέχνη όταν κάθεται στο studio, το μόνο σίγουρο είναι ότι τα πάντα του βγαίνουν φυσικά κι αβίαστα χωρίς να ακουλουθεί το trend της εποχής. Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις του, καταλαβαίνει κανείς οτι πρόκειται για μια αν μη τι άλλο ταπείνη και σεμνή φιγούρα που δείχνει σαν να μην έχει καταλάβει ούτε ο ίδιος τι έχει δώσει στην παγκόσμια χορευτική σκηνή.
Έχει υπάρξει αστείρευτη πηγή εμπνευσης σε όλα τα επίπεδα, γι’ αυτό και τη στιγμή που θα αποφασίσει να αποσυρθεί, η χορεύτικη και όχι μόνο μουσική θα δεχθεί μεγάλο πλήγμα.
Mr. Statik (DJ/παραγωγός)
To 2003 ήταν αναμφίβολα σε προσωπικό επίπεδο μια χρονιά που σήμανε πολλά για μένα σε μουσικό επίπεδο – η ευκαιρία που μου δόθηκε να συμμετάσχω στο Red Bull Music Academy του Cape Town ήταν η ώθηση που χρειαζόμουν για να βγάλω τις (αυτό)περιοριστικές μουσικές παρωπίδες που δημιουργούσε η τότε clubboεγχώρια καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Όταν το Alcachofa πρωτοέπεσε στα χέρια μου, προς το τέλος του έτους, το timing ήταν ιδανικό μεν αλλά πραγματικά δεν ξέρω καν αν κατανοούσα τι ακριβώς άκουγα τότε. Το μόνο σίγουρο είναι το πόσο απόκοσμα σαγηνευτικό το βρήκα, πόσο ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ από την «στρατιωτική» 4 to the floor αισθητική και πόσο διαβολεμένα φρέσκο. Το ξανακούω τώρα επιμελώς για να εμπνευστώ για το κείμενο (όχι ότι χρειάζεται και πολύς κόπος γιαυτό) και θυμάμαι φοβερές βραδιές που έχω χορέψει, μοιραστεί και παίξει κομμάτια. Αν δεν με απατά η μνήμη μου το ‘Waiworinao΄ το άκουσα να το παίζει πρώτη φορά ο θείος Lostra στην Αθήνα και αμέσως ήξερα ότι θα τα πάμε πολύ όμορφα με αυτόν τον τύπο.
Δεν νομίζω ότι θα ήθελα να σταθώ σε μεμονωμένα tracks, υπάρχουν φυσικά τα προφανή “hits”, ο Villalobos όμως τα ξεπερνά με το Alcachofa στο σύνολο του, ένα συμπαγές πάντρεμα συναισθημάτων, λατινοαμερικάνικης κουλτούρας, μινιμαλιστικής θεατρικότητας και (φυσικά) παράνοιας. Και μπουρμπουλήθρες, πολλές μπουρμπουλήθρες, μην ξεχνιόμαστε ότι μιλάμε για τον μετρ του σχετικού bubbly ύφους.
Πρόσφατα είχα τη χαρά να γνωρίσω από κοντά τον τρίτο (κατοικούντα στις σκιές) ιδιοκτήτη της Perlon (σ.σ. μιλάς με γρίφους καπετάν Στάθη). Συζητούσαμε, ανάμεσα σε άλλα, για το νέο ep που μόλις κυκλοφόρησε εκεί ο Χιλιανός (παρέα με τον Max Loderbauer) και καταλήξαμε να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή που έφτασε μέχρι το Alcachofa. Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν το γεγονός ότι τον διασκέδαζε ακόμη και τώρα η εφηβική προσέγγιση και η αναποφασιστικότητα του Ricardo όταν φορά την στούντιο φόρμα του. Σάστισα.
Δέκα χρόνια μετά το Alcachofa βρίσκομαι ξαφνικά και γω στας Γερμανίας και πιο συγκεκριμένα στο Βερολίνο, δουλεύω πλέον για το Red Bull Music Academy (full circle I guess), παλεύω να στήσω το εδώ τσαρδί προτού έρθει ο πολικός χειμώνας, μαθαίνω γερμανικά (και γελάει ο κόσμος) και έχω κάμποσες κυκλοφορίες σε ετικέτες όπως οι BPitch Control, Karat και Mo’s Ferry έτσι για το καλωσόρισμα.
Γιώργος Μιχαλόπουλος (DJ, μουσικογράφος)
Ο Villalobos στις αρχές των OOs ήταν για τη χορευτική μουσική ότι είναι σήμερα ο Four Tet για οτιδήποτε ηλεκτρονικό ακούμε. Ένας πρωτοποριακός παραγωγός που επανακαθόρισε τη φόρμουλα που χρησιμοποιούσαν τότε (και τώρα) οι συνοδοιπόροι του. Το Alchachofa δεν είναι μόνο ο καλύτερος δίσκος εκείνης της σκηνής, είναι μια ολοκληρωμένη χορευτική πρόταση μακριά απ’τις τυποποιήσεις της, η ηχηρή εμφάνιση ενός (περίπου) πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη που έχει τα πάντα under control. Μπορεί κομμάτια όπως τα “Easy Lee”, “What You Say Is More Than I Can Say” και πάνω απ’όλα το “Dexter” να θεωρούνται αξεπέραστα dance anthems αλλά κάθε κομμάτι του δίσκου είναι γεμάτο IDM λεπτομέρειες, μασκαρεμένους λατινοαμερικάνικους ρυθμούς και άλλες πολλές αποδείξεις ενός παραγωγού με ανεξάντλητες ηχητικές επιλογές. Ο επίλογος του “Fool’s Garden (Black Conga)” είναι μέχρι σήμερα μια σχεδόν ανατριχιαστική εμπειρία, ένα κομμάτι που παίζει πρώτα με το μυαλό σου και μετά με το κορμί σου. Γι’ αυτό και δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Villalobos δεν αποπειράθηκε ουσιαστικά να επαναλάβει τα κόλπα του Alchachofa και λίγο καιρό μετά πήρε άλλους δρόμους, πιο πειραματικούς, με αποκορύφωμα τη συνεργασία του με τον Max Loderbauer με τον οποίο πείραξαν τον κατάλογο της ECM. Το ντεμπούτο του Villalobos μαζί με το Rounds του Four Tet, τις δύο κυκλοφορίες του Burial, το ReComposed των Carl Craig και Moritz von Oswald και το Silent Shout των Knife περιγράφουν (εντάξει, σχεδόν) με σαφήνεια τη ηλεκτρονική μουσική των 00s.
Παναγιώτης Μένεγος (δημοσιογράφος)
Ο Θεοδόσης Μίχος έχει μια πολύ ωραία ερώτηση για τους καλεσμένους του στο Sonica Trip. «Ποιοι είναι οι τρείς δίσκοι που δεν έχεις στη δισκοθήκη σου και ντρέπεσαι γι’ αυτό;». Εμένα, τώρα που βρήκα την Μπανάνα σε μια πολύ ωραία επανέκδοση (που το αγαπημένο μας φρουτάκι ξεκολλάει από το εξώφυλλο), μου φτάνει το Alcachofa για να την απαντήσω. Και να υπενθυμίσω στον εαυτό μου (ή σε όποιον θέλει να μου κάνει ένα δώρο που θα εκτιμηθεί δεόντως) ότι πρέπει να δουλέψω λίγο Discogs.
O Μάρκος εξήγησε τεχνικά την ανεπανάληπτη καινοτομία του χιλιανού mastermind, ο Στάθης τόνισε τη διάσταση του ως σημείο προσωπικής αναφοράς κι έμπνευσης (άλλωστε αυτό δεν κάνει τους δίσκους κλασικούς κι αξιομνημόνευτους;), ο Μιχαλόμπος τον τοποθέτησε στο γενικότερο ηλεκτρονικό κάδρο αυτής της δεκαετίας που πέρασε. Το Alcachofa είναι ένας από τους τελευταίους δίσκους, ανεξαρτήτως genre, που καταρρίπτει το κλισέ «δεν υπάρχει μουσική παρθενογένεση». Πού αμφισβήτησε την πανάκεια της ανακύκλωσης, ευχή και κατάρα της μεταμοντέρνας μουσικής παραγωγής, στην οποία οι δημιουργοί έχουν πρόσβαση σε αμέτρητα terrabytes παρελθοντικών αναφορών. Κάθε φορά που τον ξανακούω, έχω την ίδια (ψευδ)αίσθηση. Ότι ο Ricky τον ηχογράφησε σαν να μην έχει ξανακούσει μουσική στη ζωή του. Ότι κλείστηκε στο στούντιο παρέα με τις ιδέες, το λατινοαμερικάνικο DNA και την μετρονομική πειθαρχία του γερμανικού περιβάλλοντος που μεγάλωσε έχοντας φύγει από το Σαντιάγο σε ηλικία τριών ετών. Και δεν έδωσε δεκάρα ούτε για το Detroit, ούτε γαι τον πρώιμο μινιμαλισμό των early 90s, ούτε για τίποτα.
Ναι, το Alcachofa είναι minimal techno. Για την ακρίβεια είναι το αριστούργημα αυτής της παρεξηγημένης σκηνής, Είναι τόσο πολύπλοκο, εγκεφαλικό ίσως και ακαδημαϊκό, σαφέστατα ιδανικότερο για σπιτική ακρόαση παρά για clubbing, που απλούστατα δεν μπορούσε να αντιγραφεί. Άσχετα αν το επιχείρησαν πολλοί, καταλήγοντας σε άψυχα 9λεπτα κομμάτια που μπορεί να λειτουργούσαν ως promo υλικό για dealers κεταμίνης αλλά δε συνιστούσαν μια πρόταση σοβαρής ηλεκτρονικής (και κυρίως) χορευτικής μουσικής.
Το Alcachofa ήρθε λίγο πριν πικάρει η minimal σκηνή κι ένας ένας οι πρωταγωνιστές της (ανάμεσά τους και ο Villalobos) την αποκηρύξουν, φορώντας τα ρούχα τους αλλιώς και λέγοντας ότι κάνουν microhouse (γέλια). Ήρθε λίγο πριν ο ίδιος ο Ricky γίνει ροκ σταρ, εκτοξεύσει το κασέ του στα ύψη, φιγουράρει σε άπειρες druggy φωτογραφίες που ευθύνονται για τις τεράστιες μάυρες σακούλες κάτω από τα μάτια του και τελικά αποτραβηχτεί σχετικά για να ασχοληθεί ξερωγώ με τον κατάλογο της ECM.
Τέλος, το Alcachofa είναι καθοριστικό σαν ακλόνητο επιχείρημα ότι η χορευτική μουσική παρότι δεν στηρίζει την επιβίωσή της στο format του LP, μπορεί να αποδώσει αριστουργήματα όπως κι όλα τα υπόλοιπα παραδοσιακά μουσικά είδη. Άλμπουμ-συνολικές προτάσεις, με αρχή-μέση-τέλος, ακόμα και με hits. Εγώ τουλάχιστον, το “Easy Lee” και στα εικοσάχρονα θα το θεωρώ μέσα στο προσωπικό μου top-10 όλων των εποχών…