Tracey Thorn – Record
(Κυκλοφορεί στις 2/3)
Είναι Δευτέρα, λίγο μετά τις 9:30 το πρωί στο στούντιο του Best 92.6, βάζω να παίξει το remix του “On Hold” και με τη Lady Papaya και τον ηχολήπτη μιας πιάνει εκτός αέρα μια λογοδιάρροια για το πώς γίνεται τα βαρετά στα όρια της ναρκοληψίας τραγούδια των The xx να ακούγονται πιο διασκεδαστικά κατά πολλά καντάρια όταν τα πειράζει ο Jamie xx. Μιλάμε για βαρυσήμαντους προβληματισμούς, όχι αστεία. Ο ηχολήπτης πάντως επιμένει ότι έχει να κάνει με το ότι είναι μόνος του στο στούντιο, χωρίς να του ζαλίζουν τους τζοχανταραίους οι άλλοι δύο.
Εκείνη τη μέρα κλείσαμε την εκπομπή με το πριονωτό remix (ή re-edit, δεν ξέρω κιόλας πώς τα λένε οι διάολοι, εγώ κιθάρες ακούω κατά βάση) του G.Pal στο “Missing” των Everything but the Girl που είναι ένα από τα 10 tracks με τα οποία κλείνουμε την εκπομπή όποτε θέλουμε να κάνουμε τον best best αμέρικαν μπαρ (ανάμεσα στα υπόλοιπα 9 είναι άλλο ένα remix του G.Pal στο “Veridis Quo” των Daft Punk, που παίζει να είναι καλύτερο από το ορίτζιναλ).
Τώρα θα μου πείτε που κολλάνε όλα τα παραπάνω με τη δισκογραφική επιστροφή της Tracey Thorn, και μάλιστα μετά από εφτά χρόνια; Θα σας πω να μην κολλάτε μωρέ στις λεπτομέρειες, απλά εδώ και μήνες ψάχνω μια αφορμή να γράψω στην Popaganda για τον Γιώργο Παλλήκαρη.
Κατά τα λοιπά, η μόνη γυναίκα που μπορεί να κονταροχτυπηθεί ως προς τον προγναθισμό με τον Morrissey, στα 55 της κι έχοντας πια μεγαλώσει τις δίδυμες εικοσάχρονες κόρες της και τον έφηβο γιο της, κυκλοφορεί ένα δίσκο που την επαναφέρει στο κέντρο της χορευτικής πίστας, κάτω ακριβώς από τη ντισκομπάλα, πιάνοντας και το #MeToo zeitgeist της εποχής. «Πάντα έγραφα τραγούδια που περιγράφουν τα σημεία καμπής στη ζωή μιας γυναίκας. Διαφορετικές ηλικίες και φάσεις, διαφορετικές πραγματικότητες, που δε συζητιούνται συχνά στους ποπ στίχους. Αν το Love and Its Opposite του 2010 ήταν το άλμπουμ της μέσης ηλικίας μου -γεμάτο από διαζύγιο και ορμόνες- τότε το Record αντιπροσωπεύει αυτό το αίσθημα απελευθέρωσης που έρχεται μετά, όταν ξεκινάς μία ολοκαίνουρια “δεν μου καίγεται καρφί” φάση της ζωής σου», λέει η ίδια.
Φτου σου κοπελάρα μου.
David Byrne – American Utopia
(Κυκλοφορεί στις 9/3)
«Ποιος είδε τη λέξη ουτοπία και δεν ξενέρωσε» λέει ένα παλιό ρητό του ανατολικού Πηλίου (δεν σας λέω ποιου χωριού ακριβώς) αλλά τι να κάνουμε που η φάση γενικά είναι Feel the Byrne (και Feel the Bern http://time.com/4213999/bernie-sanders-feel-the-bern-hashtag-origin/ φυσικά, και δεν πα’ να λέτε ό,τι θέλετε για τη Χίλαρι. #teamSusanSarandon). «Αυτά τα τραγούδια δεν περιγράφουν ένα φανταστικό μέρος που δεν υπάρχει αλλά περισσότερο αποπειρώνται μία προσπάθεια να απεικονίσουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε τώρα. Πολλοί από εμάς, υποψιάζομαι ότι δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτόν τον κόσμο -τον κόσμο που εμείς φτιάξαμε για τους εαυτούς μας. Κοιτάμε τριγύρω και ρωτάμε τους εαυτούς μας: λοιπόν, πρέπει να είναι έτσι; Υπάρχει άλλος τρόπος; Αυτά τα τραγούδια έχουν να κάνουν περισσότερο με αυτό το κοίταγμα και αυτή το ερώτημα» λέει ο ίδιος σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του μανιφέστου που συνοδεύει το δίσκο (ναι, και σε μένα τα συγκεκριμένα μεγάλα λόγια μοιάζουν με υστερόγραφο αυτού)που κυκλοφορεί 14 χρόνια μετά τον προηγούμενο. Ο οποίος δίσκος αποτελεί μία μόνο διάσταση του ψηφιακού εγχειρήματος Reasons to be Cheerful: κάτι σαν blog ξερωγω στο οποίο ο Byrne και η ομάδα του μαζεύουν θετικές ειδήσεις. Πριν ξεράσετε, σκεφτείτε πόσες φορές κάνουμε κάτι ανάλογο όλοι όσοι ζούμε στην Ελλάδα για να την παλέψουμε, και δεν εννοώ μόνο όταν σκεφτόμαστε ότι «εντάξει μωρέ, πακέτο τρώμε, αλλά ο ήλιος δεν γίνεται να μη σου φτιάξει τη διάθεση» (που όντως δεν γίνεται).
Στο παρασύνθημα: Oneohtrix Point Never (btw φανταστικό το σάουντρακ που έγραψε για το Good Time που γενικά είναι ταινία μπόμπα) και Brian Eno είναι μόνο δύο από τα ονόματα της μαρκίζας των συνεργατών του αλλά σίγουρα τα πιο μεγάλα, ενώ έχει βάλει το χεράκι του και ο Sampha στο πρώτο single “Everybody’s Coming to My House” που δεν σε συγκινεί ιδιαίτερα, αλλά δεν σε χαλάει κιόλας, με τους trademark -από την εποχή που οι ωραίοι κάφροι του CBGB’s δεν ήξεραν πως αντιμετωπίσουν τους Talking Heads– tribal ήχους του ασπρομάλλη υπερήρωα.
Yo La Tengo – There’s A Riot Going On
(Κυκλοφορεί στις 16/3)
Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά κυκλοφορεί μια φήμη ότι ένα σημαντικό ποσοστό όσων άκουσαν σε πραγματικό, μετεφηβικό χρόνο το ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ ΕΠΟΣ I Can Hear the Heart Beating as One, έγιναν αιώνιοι φοιτητές γιατί αποφάσισαν να εκδώσουν μουσικά φανζίν. Anyway, πάνω που έσβησαν τα 20 κεράκια οι (για τους φίλους σκέτο) «Γιόλα» κλείστηκαν στο στούντιο χωρίς να έχουν σκεφτεί από πριν ούτε ακόρντο, βουρ στον πατσά και ό,τι βγει. Και που λέτε τους βγήκε το There’s A Riot Going On, τίτλος προφανώς ξεπατικωμένος από το ομώνυμο έπος https://www.youtube.com/watch?v=hWPdXNJbIfo που κυκλοφόρησαν οι Sly & The Family Stone το 1971. Τότε ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ ο Νίξον και τώρα ο Τραμπ, όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια, σαν να λέμε, κάτι που ευτυχώς επιδέχεται κατά περιπτώσεις και θετική ανάγνωση. Οι Yo La Tengo είναι ο ορισμός του πέναλτι αυτής της περίπτωσης. Μην περιμένετε καμιά κοσμογονία στον ήχο τους. Όμως το εξαιρετικό “For You Too” δημιουργεί την ίδια αίσθηση θαλπωρής που σε τυλίγει σαν κουβερτάκι του ΙΚΕΑ στον καναπέ, όποτε πηγαίνεις για ποτό στο λόκαλ σου. Κάπως σαν όλα να βαίνουν καλώς εναντίον μας, που λέει κι ο Σκαμπαρδώνης.
ΥΓ. Θυμάστε πέρυσι που ήρθαν στο ΚΠΙΣΝ και ορισμένοι έσκουζαν ότι με κάτι τέτοια τσάμπα λάιβ χαλάνε οι εφοπλιστές την πιάτσα; Απλά το αναφέρω για να μην ξεχνάμε τι σόι κόπανοι ζουν ανάμεσά μας.
Jack White – Boarding House Reach
(Κυκλοφορεί στις 23/3)
Πέρυσι τέτοιο καιρό, σε ένα εξαντλητικά αψεγάδιαστο προφίλ του στο New Yorker, ο Jack White αποκάλυψε ότι μικρός ήταν παπαδάκι και σκεφτόταν σοβαρά να γίνει παπάς. Καλώς ή κακώς την τελευταία στιγμή έμαθε ότι δε μπορούσε να πάρει μαζί του στο μοναστήρι (ή όπου στο διάολο γίνεται κανείς παπάς) την κιθάρα του. Ε, το ινστρουχτοριλίκι που πάει πακέτο με το επάγγελμα (ή ιδιότητα ή ό,τι στο διάολο είναι τέλος πάντων το παπατζιλίκι) φαίνεται ότι του έμεινε: «Πιστεύω εις έναν Αναλογικό Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα» και τα λοιπά και τα λοιπά και κάπως έτσι ο Mr White (σκεφτήκατε κι εσείς αυτόν κι αυτόν ή έχω πρόβλημα;) με όλα όσα κάνει (τα μπλουζ που παίζει και τα βινύλια που κόβει, μεταξύ άλλων) έχει αναχθεί σε Πάπα του Λουδισμού. Μαγκιά του, δε λέω, και οφείλω να ομολογήσω ότι με τα δύο πρώτα δείγματα της τέταρτης, σόλο δουλειάς του, για πρώτη φορά αγοράζω αυτό που μου πουλάει και απαντάω «με τα χίλια» στο ερώτημα “Who’s with me?” που επαναλαμβάνει στο ζόρικο “Corporation”. Έμπαινε Wacko Jacko.
Guided By Voices – Space Gun
(Κυκλοφορεί στις 23/3)
Κάπου πήρε το μάτι μου ότι αυτή είναι η 100η κυκλοφορία του κυρίου που καθοδηγείται από τις φωνές, και με έπιασε ένα άγχος για το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής, μετά θάνατον κυκλοφορίας εν είδει box-set μαμούθ με τα άπαντά του Πάπα του Lo-Fi. Ανοησίες. Για τον Robert fucking Pollard μιλάμε, τον τυπάρα που εδώ και δεκαετίες, χωρίς να το κάνει θέμα, ίσως και να γράφει δυο ντουζίνες καινούρια τραγούδια κάθε μέρα (σε αυτό τον δίσκο περιέχονται 32, αν έχετε το θεό σας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι δύο κλάσεις ανώτερα από οτιδήποτε άλλο κυκλοφορεί την ίδια εποχή. Τα σέβη μου δέσποτα. Μην πεθάνεις ποτέ.
Τα παραπάνω έγραφα τον Απρίλιο του 2017 με αφορμή το August by Cake. Ε, αν εξαιρέσεις το «100η» και το «32» (το Space Gun έχει «μόλις» 15 τραγούδια), δεν υπάρχει λόγος να μην κάνω copy paste. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα θυμήθηκα ότι το θεϊκό περιοδικό Magnet έχει έστω μία μικρή αναφορά για τον Robert Pollard σε κάθε τεύχος του, τόσο πολύ τον αγαπάνε και καλά κάνουν.