Μια άνοιξη της δεκαετίας του 40, στο Οράν, μια παραλιακή πόλη της Αλγερίας (γαλλική επαρχία τότε), ο γιατρός Ριέ καθώς βγαίνει για τον καθημερινό κύκλο επισκέψεων στους ασθενείς του, σκοντάφτει στην είσοδο σε ένα πεθαμένο ποντίκι.
Το γεγονός του φαίνεται περίεργο για την τακτοποιημένη και καθαρή πόλη. Τις επόμενες ημέρες και για ένα μήνα, χιλιάδες ποντίκια θα βγουν από τα υπόγεια, τα κελάρια και τους υπονόμους για να ξεψυχήσουν στους δρόμους της πόλης, ανησυχώντας και αναστατώνοντας τους κατοίκους.
Αμέσως μετά, θα έλθουν τα πρώτα κρούσματα, με συμπτώματα πυρετού, λήθαργο, κόκκινα μάτια, σκασμένα χείλη, πρησμένοι βουβώνες, παραλήρημα, κηλίδες στο σώμα και που, εικοσιτέσσερις ώρες μετά, καταλήγουν στον θάνατο. Ο γιατρός Ριέ και ο γηραιότερος γιατρός Καστέλ υποψιασμένοι αλλά και έκπληκτοι θα διαπιστώσουν ότι πρόκειται για την βουβωνική πανώλη, που θεωρείται ότι είχε εκλείψει από τη δύση, ο “Μαύρος θάνατος” του Μεσαίωνα.
Οι επίσημες αρχές διστακτικές στην αρχή να λάβουν κάποια μέτρα, δεν θα αργήσουν μετά να υποκύψουν μπροστά στους αριθμούς. Ο αριθμός των θανάτων ανεβαίνει σχεδόν γεωμετρικά μέρα με τη μέρα. Πενήντα, ενενήντα, εκατοτριάντα… Ο Νομάρχης θα απαγορεύσει την έξοδο από την πόλη. Ολόκληρη η πόλη μπαίνει σε καραντίνα. Ούτε τραίνα, ούτε πλοία την προσεγγίζουν πια. Η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο για το Οράν απομένουν τα τηλεγραφήματα των δέκα λέξεων. Αδέσποτα ή οποιαδήποτε ζώα που μπορούν να φέρουν ψύλλους εκτελούνται επί τόπου. Οι οικογένειες των θυμάτων, επίσης μπαίνουν σε καραντίνα στο γήπεδο της πόλης που τώρα αρχίζει να οργανώνεται ένας καταυλισμός.
«Κάποιοι από μας, ωστόσο επέμεναν να γράφουν γράμματα και φαντάζονταν τρόπους επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Τρόπους που πάντοτε αποδεικνύονταν ακατόρθωτοι. Κι αν κάποιο τέχνασμα που είχαμε ανακαλύψει πετύχαινε, δεν το μαθαίναμε ποτέ, γιατί απάντηση δεν ερχόταν. Αναγκαστήκαμε τότε, βδομάδες ολόκληρες, να γράφουμε και να ξαναγράφουμε το ίδιο γράμμα, να αντιγράφουμε τις ίδιες παρακλήσεις, ώσπου οι λέξεις, βγαλμένες αρχικά από τα βάθη της καρδιάς μας, έχασαν κάποια στιγμή τη σημασία τους, και τότε τις αντιγράφαμε μηχανικά, πασχίζοντας να δώσουμε τουλάχιστον σε κείνες τις νεκρές φράσεις κάτι από την δύσκολη ζωή μας. Και, για να μην τα πολυλογούμε, μπροστά στην άγονη συνομιλία με τους τοίχους, μας φαίνονταν προτιμότερη η συμβατική φρασεολογία του τηλεγραφήματος (Είμαι καλά. Σε σκέφτομαι. Αγάπη)»
Μέσα στην παραζάλη οι ήρωες του Καμύ έχουν ο καθένας τους διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην εξορία, την απομόνωση και τον φόβο για τον θάνατο.
Οι άνθρωποι αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο, αποχωρισμένοι από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, νιώθουν ότι έχουν καταδικαστεί σε μια ιδιότυπη εξορία γιατί πρόκειται για μια εξορία στον ίδιο τους τον τόπο.
«….ήταν το αίσθημα της εξορίας αυτό το κενό που είχαμε μέσα μας, αυτή η ειδική συγκίνηση, ο παράλογος πόθος να ξαναγυρίζεις στα παλιά ή να επισπεύδεις το χρόνο, αυτά τα πύρινα βέλη της μνήμης …. και τότε βλέπαμε πως ο χωρισμός ήταν προορισμένος να διαρκέσει κι έπρεπε να συμφιλιωθούμε με το χρόνο. Ξαναβρισκόμαστε έτσι στη θέση των φυλακισμένων, καταφεύγαμε στο παρελθόν, κι αν κάποιοι από μας έμπαιναν στον πειρασμό να ζήσουν στο μέλλον, δεν αργούσαν να προσγειωθούν απότομα, κουβαλώντας όλες τις πληγές που σε φορτώνει η φαντασία όταν την εμπιστεύεσαι…»
Μέσα σε αυτήν τη παραζάλη οι ήρωες του Καμύ έχουν ο καθένας τους διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην εξορία, την απομόνωση και τον φόβο για τον θάνατο.
Ακολουθούμε το γιατρό Ριέ στη μάχη του ενάντια στην πανούκλα, την υπομονή του και την επιμονή του ενάντια σε μια μάχη που ξέρει ότι θα ηττηθεί, αλλά η στάση του είναι σαφής και σταθερή. Τη μάχη του θα τη δώσει. Υπομένοντας σιωπηλά ως το τέλος τις προσωπικές του απώλειες.
Συναντούμε τον Ταρού ο οποίος θα οργανώσει εθελοντές για τις υγειονομικές υπηρεσίες , γνωρίζοντας ότι η πιθανότητα να επιζήσει είναι μία στις τρείς, παλεύοντας με τους δικούς του εφιάλτες από το παρελθόν. «…Ο Ταρού είναι ο άνθρωπος που μπορεί να καταλάβει τα πάντα, και που υποφέρει γι’ αυτό. Δεν μπορεί να κρίνει τίποτα…” (Αλμπέρ Καμύ – Σημειωματάρια, εκδ. Εξάντας)
Υπάρχει ο Ραμπάρ, δημοσιογράφος, που βρέθηκε για ένα ρεπορτάζ στην πόλη και αποκλείστηκε με την καραντίνα και που στην αρχή θα κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να μπορέσει να ξεφύγει, νόμιμες και παράνομες, αλλά σταδιακά θα συνειδητοποιήσει ότι πολλές φορές δεν διαλέγουμε την μάχη που θα δώσουμε, ούτε καν πατρίδα δεν διαλέγουμε, οπότε με τη σκέψη του στην ερωμένη του στο Παρίσι, θα επιλέξει να αγωνισθεί μαζί με τον Ταρού και τον Ριέ. «…Δεν είναι ντροπή να προτιμάς την ευτυχία. Ναι είπε ο Ραμπάρ, μα ίσως είναι ντροπή η ευτυχία του ενός…»
Δεν γίνεται να μην συμπαθήσουμε τον κυβερνητικό κατώτερο υπάλληλο Γκράν, που τη μέρα ασχολείται με την καταγραφή των στατιστικών της πόλης, κυρίως τους θανάτους από την πανούκλα τώρα πια, και τα βράδια πασχίζει να γράψει ένα ρομάντζο μυθιστόρημα.
Ο Καμύ έγραψε κυρίως κατά την διάρκεια της δεκαετίας του σαράντα. Μιας δεκαετίας που γνώρισε τον πόλεμο, τις επιπτώσεις του φασισμού, εκατομμύρια θανάτους, εκτοπισμούς και το ολοκαύτωμα. Επίσης γνώρισε το αντιφασιστικό κίνημα, τα κινήματα αντίστασης, και την αυξανόμενη επιρροή του κουμμουνισμού πέρα από τα σύνορα της Σοβιετικής ένωσης.
Κι ο πάτερ Πανελού, που άφησε τις μελέτες του για τον Άγιο Αυγουστίνο, για να κηρύξει ένα πύρινο λόγο από τον άμβωνα στους απελπισμένους κατοίκους του Οράν. «Αν σήμερα βρίσκεστε αντιμέτωποι με την πανούκλα, είναι επειδή σήμανε η ώρα να σκεφτείτε. Οι δίκαιοι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, όμως οι φαύλοι έχουν κάθε λόγο να τρέμουν. Μέσα στον απέραντο σιτοβολώνα του σύμπαντος, η αμείλικτη μάστιγα θα χτυπήσει την ανθρώπινη σοδειά, ώσπου να ξεχωρίσει η ήρα απ’ το στάρι… και τον δρόμο της σωτηρίας τον δείχνει η κόκκινη ρομφαία. Εδώ αδελφοί, φανερώνεται επιτέλους η θεία ευσπλαχνία, που χωρίζει το καλό από το κακό, την οργή από τον οίκτο, την πανούκλα από την υγεία. Η ίδια μάστιγα που σας εξοντώνει, σας διδάσκει και σας δείχνει το δρόμο…» Ωστόσο και η πίστη του πάτερ Πανελού θα λυγίσει όταν μπροστά στα μάτια του ένα αθώο παιδί θα χάσει τη μάχη με την πανούκλα με σπαρακτικό τρόπο.
Και φυσικά ο φυγόδικος Κοτάρ που πριν τον ερχομό της πανούκλας στην πόλη ζούσε απομονωμένος στο περιθώριο, επιφυλακτικός μέχρι εχθρότητας προς τους πάντες. Με την πανούκλα στην πόλη απελευθερώνεται, γίνεται κοινωνικός, έχει ένα καλό λόγο για τον καθένα, μπλέκει με την ταχεία αναπτυσσόμενη μαύρη αγορά, βγάζει λεφτά που τα ξοδεύει στα λιγοστά κοσμικά κέντρα διασκέδασης που μένουν ανοιχτά. Σε μια πόλη που είναι όλοι καταδικασμένοι νιώθει πια ίσος τους, πριν ζούσε υπό το φόβο της σύλληψης τώρα συγκατοικεί με όλους τους φοβισμένους κατοίκους της πόλης, η πανούκλα είναι γι’ αυτόν μια αναστολή της προηγούμενης ζωής του, μια δεύτερη ευκαιρία.
Ο Καμύ έγραψε κυρίως κατά την διάρκεια της δεκαετίας του σαράντα. Μιας δεκαετίας που γνώρισε τον πόλεμο, τις επιπτώσεις του φασισμού, εκατομμύρια θανάτους, εκτοπισμούς και το ολοκαύτωμα. Επίσης γνώρισε το αντιφασιστικό κίνημα, τα κινήματα αντίστασης, και την αυξανόμενη επιρροή του κουμμουνισμού πέρα από τα σύνορα της Σοβιετικής ένωσης. Ήταν μια δεκαετία λοιπόν που έθεσε επιτακτικά ερωτήματα για την ηθική στάση του ατόμου, για το παράλογο ή όχι της ζωής, την ανάγκη της στράτευσης προς μία ή άλλη κατεύθυνση κ.λ.π. «Διάλεξα τη δικαιοσύνη» απαντά ο Καμύ «για να μείνω πιστός στη γη. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτός ο κόσμος δεν έχει υψηλό νόημα. Αλλά ξέρω ότι κάτι σ’ αυτόν έχει νόημα: είναι ο άνθρωπος , γιατί είναι ο μόνος που απαιτεί να έχει κάποιο νόημα» (Αλμπέρ Καμύ – Επιστολές σε ένα Γερμανό φίλο)
Η αντίφαση ανάμεσα στη ζωή του ανθρώπου από τη μία, και την πεπερασμένη του θέση στον κόσμο από την άλλη, διατρέχει όλο το έργο του Καμύ.
Εξαρχής στον άνθρωπο τίθεται το θέμα του παράλογου της ζωής. Τίθεται ως θνητότητα, πόλεμος, ασθένεια και πείνα. Γεγονότα που τον ξεπερνούν, και που βαδίζει ανάμεσα τους σαν υπνωτισμένος. Ωστόσο δεν παύει να ερωτεύεται, να κάνει φίλους, να δημιουργεί, να ονειρεύεται και να ελπίζει. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη ζωή του ανθρώπου από τη μία, και την πεπερασμένη του θέση στον κόσμο από την άλλη, διατρέχει όλο το έργο του Καμύ.
Στην πανούκλα, η ασθένεια είναι εκεί, σαφής και αμείλικτη. Σκοτώνει χωρίς εξαιρέσεις γέρους και παιδιά, γυναίκες και άνδρες και δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελπίδας , διεξόδου ή πιθανότητα νίκης. Απέναντι σ’ αυτήν ο άνθρωπος δεν έχει παρά να αντιτάξει τη θέληση για αντίσταση, τη θέληση για αλληλεγγύη ως ηθική στάση προς την κοινότητα. Την δράση προς ανακούφιση των ασθενών αλλά και των επιζώντων. Είναι μια τέτοιου είδους στάση που θα δικαιώσει και θα προσφέρει κατανόηση στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο Καμύ θέτει και υπερασπίζεται έναν ανθρωπισμό, με αφετηρία τον ίδιο τον άνθρωπο, μακριά από μεσσιανικές αντιλήψεις (χριστιανισμός ή κουμμουνισμός).
Όταν η επιδημία επιτέλους σταματήσει ο Ριέ θα περπατήσει μαζί με το πλήθος ανθρώπων που γιορτάζουν στους δρόμους. «Μέσα στο ωραίο κι απαλό φως που ξεχύνονταν πάνω από την πόλη, έπλεαν οι παμπάλαιες μυρωδιές, κρέας ψητό και ποτά με γλυκάνισο. Γύρω του πρόσωπα εκστατικά σηκώνονταν να κοιτάξουν προς τον ουρανό. Άνδρες και γυναίκες αρπάζονταν ο ένας τον άλλο, με πρόσωπα φλογισμένα, με κραυγές πόθου. Ναι, η πανούκλα είχε τελειώσει, και μαζί της ο τρόμος, και τα σφιχτοπλεγμένα χέρια βεβαίωναν ότι κάποτε είχε υπάρξει στ’ αλήθεια εξορία και χωρισμός, με τη βαθύτερη έννοια του όρου… κι ανάμεσα στις εκατόμβες των νεκρών, τις σειρήνες των ασθενοφόρων, τις εξαγγελίες αυτού που συνήθως ονομάζουμε πεπρωμένο, το πεισματικό ποδοβολητό του φόβου και την τρομερή επανάσταση της καρδιάς τους, δεν είχε πάψει να περνά μια πελώρια βουή, που ξυπνούσε τα τρομαγμένα πλάσματα, που τους έλεγε πως πρέπει να ξαναβρούν την αληθινή τους πατρίδα. Και θα ήταν ευτυχισμένοι, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Και πια ήξεραν πως υπάρχει κάτι που πάντοτε μπορείς να λαχταράς και καμιά φορά να το κερδίζεις: η ανθρώπινη τρυφερότητα…»