Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Έτυχε να μεγαλώσω σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία – αν και δεν ψήθηκα με τη λογοτεχνία από παιδί, τουλάχιστον όχι όπως με το σινεμά. Αλλά στα 14 μου διάβασα το «Τοστ Ζαμπόν» του Μπουκόφσκι και νομίζω πως εκεί αλλάζει ριζικά η ζωή μου. Θες γιατί ήμουν κάπως ατίθασος μικρός, θες γιατί οι συγκρούσεις με το περιβάλλον μου ήταν συχνές, η καταγεγραμμένη αυτή διαδρομή που διάβαζα και ξαναδιάβαζα έστησε κάποιες παράλληλες ράγες με τη δική μου. Βρήκα εξαίσια τη νέα μετάφραση του Μπαμπασάκη. Στη βιβλιοθήκη της Ιωνιδείου επίσης (δημόσιο, πλην «πρότυπο» Γυμνάσιο του Πειραιά) διάβασα εντατικά όλες τις ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε αλλά και τα «Πάθη του κόσμου» του Σοπενχάουερ. Τον συγγραφέα μου τον πρότεινε μια φιλόλογος στη Δευτέρα Γυμνασίου επειδή «φοράω συνέχεια μαύρα» – νομίζω είναι και τα μόνα πράγματα που διάβασα εκεί. Το σχολείο, γενικά, δε με ενδιέφερε καθόλου. Τη συγκεκριμένη φιλόλογο την τρέλαινε αυτό. «Ρε παιδί μου γίνεται να μιλάμε για Σοπενχάουερ και να μου γράφεις βάση;» μου έλεγε. Μετά μας έπιαναν τα γέλια. Δεν έχω ιδέα που βρίσκεται τώρα, να’ ναι καλά πάντως.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; To πρώτο βιβλίο στο οποίο επέστρεφα για καθαρά ψυχαγωγικούς λόγους ήταν το «Και να καθαρίσουμε όλους τους κακομούτσουνους», του Μπορίς Βιάν. Είμαι βέβαιος πως το χιούμορ που καλλιέργησα με τα χρόνια, αποτελεί μια κακέκτυπη μορφή του. Ξεχωριστή θέση μέσα μου όμως κατέχει το «White Line Fever», η αυτοβιογραφία δηλαδή του Lemmy Kilmister των Motorhead, που αποτελεί και τον μοναδικό μου οδηγό για τη διαφύλαξη της προσωπικής μου αξιοπρέπειας. Επιστρέφω αδιάκοπα στα κείμενα του Βασίλη Ραφαηλίδη αλλά και του Γιάννη Δεληολάνη – προσπαθώ να ανθολογήσω μια σειρά δημοσιευμένων και ακυκλοφόρητων κειμένων του τελευταίου με τη αμέριστη βοήθεια της Ελευθερίας Ρίζου. Ελπίζω να τα καταφέρω μέχρι να τελειώσει αυτή η χρονιά.
Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Μια αγαπημένη φίλη μου πρότεινε να διαβάσω το «Πνεύμα του Ντοστογιέφσκι» του Μπερντιάγιεφ και μου έχει καρφωθεί η ιδέα της εκ νέου ανάγνωσης του Σοβιετικού σινεμά με το συγκεκριμένο βιβλίο ως πυξίδα. Είμαι βέβαιος πως θα το έχω κάψει στα μισά του δρόμου. Πάντως, η λογοτεχνία σε επαναφέρει στην τάξη που το σινεμά διαταράσσει. Τουλάχιστον στην περίπτωση μου.
Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Το «Βιβλίο Της Ανησυχίας» – θα ήταν ευχάριστο να μπορούσα να διαχειριστώ, έστω κι έτσι, το γεγονός πως δεν μου αρκώ.
Ο Άκης Καπράνος είναι κριτικός κινηματογράφου στα Νεα & στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, διδάσκει σινεμά στη Σχολή Σταυράκου & στο New York College και, στον ελεύθερο χρόνο του, γράφει μουσική.