Μου τον σύστησαν στο φουαγιέ ενός θεάτρου. Με το όνομα και την επαγγελματική του ιδιότητα: Ακης Γουρζουλίδης, casting director. «Δηλαδή τι κάνεις ακριβώς;» τον ρώτησα. Μόλις μου εξήγησε λίγο εξεπλάγην. Νόμιζα ότι αυτή η ιδιότητα ευδοκιμεί μόνο στα στούντιο του Χόλιγουντ. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν και στην Ελλάδα άνθρωποι που ασχολούνται μ’ αυτή τη δουλειά. Κι απ’ ό,τι μου εξήγησε στη συνέχεια, η αλήθεια είναι ότι το πολύ καμιά δεκαριά άνθρωποι ασχολούνται μ’ έναν τρόπο μ’ αυτή τη δουλειά στην Ελλάδα. Ξανασυνταντηθήκαμε κι άλλες φορές σε πολλές παραστάσεις.
Γιατί αυτό που κυρίως κάνει ο Ακης Γουρζουλίδης είναι να βλέπει παραστάσεις, ταινίες, να βλέπει ηθοποιούς, να ξέρει τι μπορεί να κάνει ο καθένας, σε ποιον ρόλο ταιριάζει περισσότερο. Βλέπει πολλαπλάσιες παραστάσεις το χρόνο απ’ ό,τι οι επαγγελματίες θεατές. Κι έχει ένα τεράστιο αρχείο, με καταγεγραμμένους όλους τους ηθοποιούς, τους επώνυμους και τους ανερχόμενους. Ενα κινητό αρχείο είναι ο Ακης Γουρζουλίδης (παρότι πάντα συμβουλεύεται τις σημειώσεις στον υπολογιστή του) κι ένας άνθρωπος που γνωρίζει, ίσως καλύτερα από τον κάθε σκηνοθέτη, τους δρώντες ηθοποιούς. Αλλά πώς αποφασίζει κανείς να ασχοληθεί μ’ αυτή τη δουλειά και μάλιστα στην Ελλάδα; Υπάρχει ορίζοντας; Τι ακριβώς κάνει; Αυτά μας απαντά στη συνομιλία μας.
Ποια είναι η ακριβής σου επαγγελματική ιδιότητα, ο πλήρης τίτλος της δουλειάς σου δηλαδή, και τι δραστηριότητες περιλαμβάνει; Η αλήθεια είναι ότι έχω καταπιαστεί με διάφορες ειδικότητες στο χώρο του θεάματος. Ξεκίνησα από το θέατρο, ως βοηθός ή συνεργάτης σκηνοθέτη καθώς και διευθυντής σκηνής σε διάφορες σκηνές. Τα τελευταία χρόνια η κύρια ειδικότητά μου είναι του casting director σε κινηματογραφικές παραγωγές.
Τι είναι casting director; Κατ’ αρχήν εντάσσεται στο στάδιο της προπαραγωγής μιας ταινίας. Είναι να προτείνει ηθοποιούς για τους ρόλους ενός σεναρίου, με βάση το ύφος και τις ανάγκες της εκάστοτε ταινίας, που προκύπτουν μετά από συζήτηση με τον σκηνοθέτη και τον παραγωγό. Αρχικά, φτιάχνεται ένα σχεδιάγραμμα με την ανάλυση των χαρακτήρων των ηρώων της ιστορίας, και μετά επικοινωνούμε με ηθοποιούς, διαπιστώνουμε τις διαθεσιμότητές τους, οργανώνουμε οντισιόν ή συνεντεύξεις με νέους ηθοποιούς, κανονίζουμε δοκιμαστικά εάν χρειάζεται, με στόχο να ταιριάξουμε σε κάθε ρόλο τον ιδανικό ηθοποιό, βάσει μιας σειράς παραγόντων όπως η εμπειρία, η ικανότητα και κυρίως η επικοινωνία τους με τον σκηνοθέτη.
Πώς αποφάσισες ν’ ασχοληθείς μ’ αυτή τη δουλειά; Ηταν ένα «λοξοδρόμισμα» από άλλες καλλιτεχνικές επιλογές που στην πορεία άλλαξαν; Τι σε επηρέασε, τι σε ενέπνευσε γι’ αυτή την επιλογή σου; Η πορεία μου πριν το casting πάντα με την τέχνη συνδεόταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Σε πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησα να μελετάω συστηματικά πιάνο και θεωρία της μουσικής μέχρι που χρειάστηκε να διακόψω, για να κάνω τη στρατιωτική μου θητεία. Τότε μπήκε στη ζωή μου το θέατρο, σχεδόν τυχαία, παρακολουθώντας, μια πρόβα στην οποία συμμετείχε μια πολύ καλή φίλη, η Ελένη Καρακάση. Αμέσως με μάγεψε αυτός ο χώρος- και όποτε είχα άδεια πήγαινα οπωσδήποτε στο θέατρο, ακόμα και μόνος μου. Με το που τελείωσε η θητεία, πήγα στην Νέα Υόρκη και έκανα κάποια μαθήματα θεάτρου στο New York University. Όταν γύρισα, είχα την τύχη να δουλέψω με τον Μίνω Βολανάκη σε 2 δουλειές ταυτόχρονα ως βοηθός σκηνοθέτη. Δίπλα σε αυτόν τον χαρισματικό άνθρωπο έμαθα, σε ένα χειμώνα, πάρα πολλά πράγματα για τη διαδικασία του θεάτρου. Δουλεύοντας κάθε μέρα από το πρωί στις 10.00 μέχρι το βράδυ στις 12.00, σχεδόν χωρίς ρεπό, σε πρόβες με πολυπρόσωπους θιάσους («Μεγάλη Μαγεία» – Θέατρο Αλίκη και «Το Παιχνίδι των Ρόλων» – Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας), μπήκα κατευθείαν στα βαθιά με πολύ κέφι για κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Από κει και πέρα ξεκίνησε το ταξίδι και η αγάπη για το θέατρο.
Ποια ήταν η πρώτη ταινία που έκανες casting και πως θυμάσαι αυτή τη συνεργασία; Στην Ολυμπιάδα, το 2004, (ήμουν stage manager στις τελετές έναρξης και λήξης) συνέβη κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία μου: είχα την τύχη να γνωρίσω τη φίλη και συνεργάτιδά μου πια, Σωτηρία Μαρίνη. Η Σωτηρία μου έδωσε την πρώτη ευκαιρία μου στο casting όταν μου πρότεινε να συνεργαστούμε στη 2η μεγάλου μήκους ταινία του Πάνου Κούτρα «Αληθινή Ζωή». Ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε απλόχερα και ισότιμα όλα τα μυστικά της δουλειάς.
Σ’ εκείνη τη συνεργασία, με τη θεατρική εμπειρία που ήδη είχα και με εφόδιο κάποια μαθήματα κινηματογράφου στο New York College, είδα και έμαθα όλα τα στάδια που χρειάζονται για την προετοιμασία μιας ταινίας πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα-και φυσικά όλη την διαδικασία του casting. Ομολογώ στην αρχή είχα αρκετούς ενδοιασμούς, ιδιαίτερα για τη μετάβαση από το θέατρο και τη σκηνή στο γραφείο παραγωγής και τις συναντήσεις με τους σκηνοθέτες και παραγωγούς του κινηματογράφου. Μου φαινόταν άλλος κόσμος. Η Σωτηρία με βοήθησε και σ’ αυτό και θα το θυμάμαι πάντα με τρυφερότητα.
Ποιο θα έλεγες ότι ήταν το πιο δύσκολο και απαιτητικό casting που έχεις κάνει ποτέ; Μια από τις πιο απαιτητικές αλλά και αγαπημένες συνεργασίες ήταν η τηλεοπτική σειρά «το 10» του Μ. Καραγάτση, σε σκηνοθεσία της Πηγής Δημητρακοπούλου, στον Alpha. Το «10», αν και ημιτελές, είναι, για μένα, ίσως το ωραιότερο έργο του Καραγάτση. Είναι ένα μυθιστόρημα πολυπρόσωπο, με ένα σύνολο ετερόκλητων χαρακτήρων, που διασταυρώνονται και διαμορφώνουν την πλοκή. Αυτή ήταν και η μεγάλη δυσκολία σε ό,τι αφορά στο casting αυτής της δουλειάς. Είχαμε κάποια επεισόδια στα χέρια μας, αλλά έπρεπε να διαβάσουμε πολλές φορές το βιβλίο για να δούμε και να κατανοήσουμε σωστά όλες τις συγγένειες και τις σχέσεις των ηρώων. Οι συνδυασμοί που έπρεπε να γίνουν ήταν πάρα πολλοί. Η Πηγή, μια σκηνοθέτης που βλέπει θέατρο και γνωρίζει πολύ καλά τους ηθοποιούς, κατάφερε με τον τρόπο που μας επικοινώνησε το στόχο της να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και μας ενέπνευσε να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό.
Το πεδίο σου είναι κινηματογράφος, τηλεόραση, θέατρο. Σε ποιο από τα τρία απασχολείσαι περισσότερο; Ποιοι σκηνοθέτες, δηλαδή, χρειάζονται την παρουσία, το ρόλο και τη συμβουλή σου; Με ενδιαφέρουν εξίσου και τα τρία πεδία. Η επιλογή της συμμετοχής μου σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική συνεργασία σχετίζεται με το project και τους συντελεστές. Και πάντα εξαρτάται από την επικοινωνία μ’ έναν δημιουργό. Για παράδειγμα, στη συνεργασία μου με τον Σλοβένο σκηνοθέτη Tomaž Pandur στην παράσταση «Βασιλιάς Λήρ», η συμβολή μου ήταν πολλαπλή. Ξεκινήσαμε τη συνεργασία από τη διανομή των ρόλων, αφού δεν γνώριζε τους Ελληνες ηθοποιούς. Έπρεπε να γίνει αρκετά μεγάλη παρουσίαση, για να μπορέσει να καταλάβει, όσο καλύτερα γινόταν, το δυναμικό της χώρας και να γνωρίσει από κοντά αρκετούς ηθοποιούς, μέχρι να καταλήξει. Έχοντας τις καλύτερες εντυπώσεις από τον τρόπο λειτουργίας του και την όλη εικαστική αισθητική του συνέχισα μαζί του και ως βοηθός σκηνοθέτη. Και ασφαλώς θα πρέπει να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιώργο Κιμούλη, που με πρότεινε για εκείνη την συνεργασία.
Συνήθως σε «ακούνε» οι σκηνοθέτες ή τελικά καταλήγουν σε δικές τους επιλογές; Η εργασία του casting director είναι να προτείνει ηθοποιούς και όχι να επιλέγει. Η επιλογή είναι του σκηνοθέτη, μέσα από τις τεκμηριωμένες προτάσεις του casting director, ώστε να εξυπηρετήσουν καλύτερα το όραμά του. Ετσι κι αλλιώς η τελική επιλογή είναι πάντα του σκηνοθέτη, είτε πρόκειται για τους ηθοποιούς, είτε για τα σκηνικά, είτε για τα φώτα, είτε για τη μουσική…
Τι χρειάζεται να κάνεις για να είσαι διαρκώς ενημερωμένος από το ανθρώπινο δυναμικό του καλλιτεχνικού χώρου; Το πιο σημαντικό είναι να παρακολουθώ όσο το δυνατόν περισσότερες παραστάσεις. Μέσα από τις παραστάσεις και τις προσπάθειες των ηθοποιών, διακρίνω και χαράσσεται στη μνήμη μου ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασής τους. Αυτό είναι και το βασικό εργαλείο της δουλειάς μου. Σημαντικό επίσης είναι να παρακολουθώ τις εξετάσεις των δραματικών σχολών, ώστε να είμαι ενήμερος για τους ανερχόμενους νέους ηθοποιούς. Η προσωπική γνωριμία με τους ηθοποιούς, συνέντευξη, δοκιμαστικά με μονολόγους ή σκηνές σεναρίου, βιογραφικά και showreel εμπεριέχονται επίσης στο στάδιο της ενημέρωσής μου. Και βέβαια παρακολουθώ ελληνικές ταινίες και σιριαλ.
Πόσα χρόνια ασχολείσαι αποκλειστικά με το κάστινγκ; Και ποιο είναι το απόσταγμα όλων αυτών των χρόνων; Ασχολούμαι από το 2004, δηλαδή 14 χρόνια άλλα όχι αποκλειστικά. Το δικό μου «απόσταγμα» έχει να κάνει με τους Έλληνες ηθοποιούς, τους οποίους θεωρώ, στην πλειονότητά τους, εξαιρετικά ταλαντούχους.
Τι σε αγχώνει, τι σε αγανακτεί και τι σε γοητεύει στη δουλειά σου; Αυτό που με αγανακτεί είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική απ’ το ελληνικό κράτος για τον κινηματογράφο και ότι οι ταινίες πραγματοποιούνται λόγω της καλής διάθεσης όλων των συντελεστών και με πολύ περιορισμένα budgets, κάτι που κάνει την επιβίωση στο χώρο πολύ δύσκολη, το οποίο βέβαια με αγχώνει. Αυτό που με γοητεύει στην δουλειά μου είναι ότι κάθε συνεργασία είναι ξεχωριστή. Νέοι στόχοι, καινούργιες ανθρώπινες σχέσεις, και βέβαια διαφορετικά έργα ή σενάρια, τα οποία κάθε φορά σου δίνουν τη δυνατότητα ενός πολύ πριβέ ταξιδιού στο προσωπικό σύμπαν του σκηνοθέτη.
Ποια είναι η «συγκομιδή» της παραγωγής σου το τελευταίο διάστημα; Στους γνωστούς τομείς ή αλλού… Μόλις ολοκληρώθηκαν, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, οι παραστάσεις του έργου «Οι Δούλες» του Ζενέ σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, όπου ήμουν βοηθός σκηνοθέτη. Σε σχέση με το casting, τηλεοπτικά, στο Open, παίζεται η καινούργια σειρά του Γιώργου Κυρίτση «Ο Πρίγκιπας της φωτιάς» σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα. Κινηματογραφικά, έχουν μόλις ξεκινήσει τα γυρίσματα της καινούργιας ταινίας της Αγγελικής Αντωνίου με προσωρινό τίτλο «Για να δει τη θάλασσα», (ελεύθερη διασκευή από το ομώνυμο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου), ενώ η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή «Απόστρατος» είναι στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Αυτή την περίοδο με τους συνεργάτες μου, ασχολούμαι με τρεις ταινίες μεγάλου μήκους: «Μεσόγεια» του Αλέξη Αλεξίου, «Αγέλη Προβάτων» του Δημήτρη Κανελλόπουλου και «Ράφτης» της Σόνιας Λίζας Κέντερμαν. Παράλληλα συνεργάζομαι με την εταιρεία Amuse Concept Events, τον Βασίλη Μεντζελόπουλο και τον Γιώργο Δ. Λεμπέση για τη διοργάνωση μεγάλων συνεδρίων και events, για συναυλίες, τελετές απονομής βραβείων, performances, κ.ά.