Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Είδα μια μπάντα να πέφτει, όμως δεν πρόλαβα να κάνω ευχή

Όταν έπεσε στα χέρια μου η πρώτη συλλογή κειμένων του Γιάννη Αγγελάκα, με τίτλο «Σάλια, Μισόλογα και Τρύπιοι Στίχοι», οι Τρύπες είχαν κυκλοφορήσει τέσσερις δίσκους (και το αξεπέραστο live «Κράτα το Σώου, Μαϊμού»), ήταν η μεγαλύτερη ροκ μπάντα στην Ελλάδα, για πολλούς ήταν και η καλύτερη, αλλά δεν είχαν γίνει ακόμη η καλύτερη που θα μπορούσαν να γίνουν. Ήταν 1995 και ήμουν 16 ετών.

Όταν απέκτησα τη δεύτερη συλλογή κειμένων του Γιάννη Αγγελάκα, με τίτλο «Πως τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;», οι Τρύπες είχαν μόλις βγάλει τον έκτο και καλύτερό τους δίσκο («Μέσα στη Νύχτα των Άλλων»), ήταν ακόμη η μεγαλύτερη ροκ μπάντα στην Ελλάδα, όπως και ήταν ακόμη για πολλούς η καλύτερη, χωρίς να φαντάζεται κανείς ότι αυτή η μπάντα δεν θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο καλή, ότι σύντομα θα έπαυαν να ψάχνουν τι γυρεύουν μέσα στη νύχτα των άλλων. Ήταν 1999 και ήμουν 20 ετών.

Σήμερα που επανεκδίδονται και οι δύο συλλογές κειμένων του Γιάννη Αγγελάκα, οι Τρύπες είναι ακόμη η μεγαλύτερη ροκ μπάντα στην Ελλάδα κι ας έχουν να βγάλουν δίσκο περισσότερα χρόνια από όσα κουβαλάνε στις αστιγμάτιστες πλάτες τους οι νεότεροι από όσους στις συναυλίες του μπροστάρη τους «αλώνονται» στο moshpit, στις παρυφές του οποίου επιμένουμε να πηγαίνουμε όσοι το φέρουμε βαρέως που απ’ ό,τι φαίνεται (και με βάση τις επανειλημμένες δηλώσεις του Αγγελάκα) η μόνη μπάντα σε ολόκληρο τον κόσμο που δεν θα δοκιμάσει να πιάσει το νήμα από εκεί που κάποτε το άφησε, είναι οι «Τρύπες από τη Θεσσαλονίκη», όπως θυμάμαι ότι έλεγαν κάποτε στις συναυλίες τους. Είναι 2016, είμαι 37 ετών και απ’ ό,τι φαίνεται, τολμώ να νοσταλγώ ο τσόγλανος.

Εγώ, λοιπόν, που δεν έχω και μεγάλη σχέση με την ποίηση και ούτε με νοιάζει να αποκτήσω, έψαξα και βρήκα στη βιβλιοθήκη μου τις δύο συλλογές με αφορμή την επανακυκλοφορία τους (το «Σάλια, Μισόλογα και Τρύπιοι Στίχοι» μαζί με το CD «Λύκοι Λάιβ Στο Ολύμπιον», και το «Πως τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;» μαζί με το CD «Πότε θα φτάσουμε εδώ»), και άρχισα να διαβάζω ξανά όσα είναι τυπωμένα στις κιτρινισμένες σελίδες, κυρίως γιατί ήμουν περιέργος αν στα 37 μου θα κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα με τότε που είχα τα μισά μου χρόνια, πάνω κάτω. Και αυτό ακριβώς συνέβη: όπως και τότε, έτσι και τώρα, από τους στίχους ή μάλλον γενικά από τις λέξεις που ο Αγγελάκας έχει συμπεριλάβει στα δύο βιβλιαράκια του, εκείνες που δεν είχαν μελοποιηθεί από τον ίδιο και τις υπόλοιπες Τρύπες ήταν και είναι αυτές που μπορώ να διαβάσω χωρίς αμηχανία ή ό,τι είναι τέλος πάντων αυτό που με κάνει να νιώθω λίγο άβολα και να προσπερνάω όσα κάποτε τραγουδούσα ιδρωμένος και αγριεμένος, πράγματα του στυλ: «Τρέμουν τα πόδια μου το σώμα μου δειλιάζει / Κάθε φορά που πλησιάζεις προς τα ‘δω / Με ξεσηκώνεις με χαλάς και μ’ αναγκάζεις / Να μπω γυμνός στο ηλεκτρικό σου μακελειό» (Ερωτευμένοι Σχιζοφρενείς), ή ξέρω γω «Κακοντυμένη μέρα / Κάνε μας συντροφιά / Οδήγησέ μας τώρα / Ίσια στο πουθενά» (Άχαρη Μέρα).

Όλο αυτό δεν το λέω γιατί έχω συμφιλιωθεί με μία υποθετική αισθητική αποστασιοποίηση από τους στίχους του Αγγελάκα που έγιναν τραγούδια με τα οποία μεγάλωσα (άλλωστε, εφόσον με τον ίδιο τρόπο διάβασα τα βιβλία και όταν ήμουνα μικρός, αν υπήρχε αυτή η αποστασιοποίηση, υπήρχε από πάντα, όπως η αγάπη, που λέει και ο ίδιος ο Αγγελάκας), στίχοι που μόνο τρύπιοι δεν είναι – κι άσε αυτόν που τους έγραψε να λέει ό,τι θέλει.

Νομίζω ότι όλο αυτό το λέω γιατί στο δικό μου το μυαλό λειτουργεί ως άλλη μία απόδειξη της «τέλειας καταιγίδας» που προκάλεσαν τότε μαζί τα μέλη αυτής της μπάντας. Εκείνοι οι στίχοι του Αγγελάκα δεν είναι δυνατόν να σταθούν χωρίς τη μουσική που έγραψε μαζί με τους υπόλοιπους. Και η μουσική που έγραψε μαζί με τους υπόλοιπους δεν είναι δυνατόν να σταθεί χωρίς εκείνους τους στίχους του Αγγελάκα. Ελπίζω, μόνο, να το έχουν χωνέψει πια αυτό και οι ίδιοι οι…άμεσα εμπλεκόμενοι, άσπονδοι ή μη.

Για την ιστορία, αυτά είναι τα δυο πιο αγαπημένα μου σημεία από αυτά τα δύο βιβλία: 

 

Αληθινό είναι ό,τι σπαταλιέται

δίχως εμφανείς λόγους

Ό,τι εκσφενδονίζεται στο μηδέν

δίχως ουρές και ίχνη

Ό,τι υπάρχει από σύμπτωση

δίχως να καυχιέται γι’ αυτό

δίχως να νοιάζεται αν θα μπορεί

για πάντα να μη καυχιέται γι’ αυτό

(Σάλια, Μισόλογα και Τρύπιοι Στίχοι)

ΜΙΑ ΕΥΧΗ

Κάνε μια ευχή με μια λέξη

Όχι πόνος

Μα αυτές είναι δύο

Στ’ αρχίδια μου

(Πως Τολμάς και Νοσταλγείς, Τσόγλανε;)


Οι φωτογραφίες είναι από μια συναυλία που έδωσαν οι Τρύπες το 1996 στο Βόλο, η οποία στάθηκε αφορμή για να ξετυλιχτεί μία από τις 18+1 Σχεδόν Αληθινές Ιστορίες του «Κράτα το Σόου» (εκδ. Key Books). H αθηναϊκή παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στις 13 Οκτωβρίου στο Barrett (Πρωτογένους 11, Ψυρρή).
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος