Γιάννης Αγγελάκας: Ωραία, να μιλήσω εγώ;
Παύλος Παυλίδης: Παρακαλώ…
ΓΑ: Πέρυσι βρεθήκαμε δυο-τρεις φορές σε κάποια φεστιβάλ από σύμπτωση, χωρίς να το σχεδιάσουμε. Όποτε βρισκόμασταν λοιπόν, έβγαινε κάτι ωραίο.
ΠΠ: Υπήρχε ωραίο κλίμα. Έβλεπες τις δύο ομάδες να χαίρονται που συναντιούνται. Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι κάποιοι είναι φίλοι έτσι κι αλλιώς, αλλά φαινόταν ότι περνούσαμε καλά.
ΓΑ: Εν πάση περιπτώσει, όταν παίζαμε με τον Παύλο, η βραδιά είχε μια άλλη ατμόσφαιρα. Και για εμάς αλλά και για τον κόσμο που ήταν σε άλλο mood, ακούγοντας δυο πράγματα που είναι πάνω-κάτω της ίδιας κουλτούρας. Η φόρα λοιπόν που μας οδήγησε να αποφασίσουμε να κάνουμε τις φετινές συναυλίες έχει να κάνει απλά με το να χαρούμε κι άλλο.
ΠΠ: Ακριβώς. Απλά θέλαμε να είμαστε και πάλι παρέα όπως πέρυσι το καλοκαίρι.
ΓΑ: Η όποια αίσθηση ιστορικότητας είναι κάτι που προέκυψε από τον κόσμο. Δεν μας αφορούσε καθόλου αυτή η σκέψη. Την κατανοούμε όμως, είναι λογικό και όμορφο να σκέφτεται ο κόσμος τη δεκαετία του 90, τότε που παίζαμε και οι Τρύπες και τα Σπαθιά, και που νόμιζαν κάποιοι ότι κοντράραμε λίγο. Εντάξει, ήταν λίγο μοιρασμένα τα ακροατήρια, άλλοι με τις Τρύπες και άλλοι με τα Σπαθιά. Εμείς βέβαια πάντα κάναμε παρέα και βρισκόμασταν. Θυμάμαι όμως που ο Πετρίδης είχε κάνει μέχρι και διαγωνισμό…
ΠΠ: Ναι; Αυτό δεν το ήξερα.
ΓΑ: Διαγωνισμό του στυλ ψηφίστε ποιο είναι καλύτερο συγκρότημα, τα Σπαθιά ή οι Τρύπες; Συμβαίνουν όμως μωρέ αυτά, όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού.
ΠΠ: Αυτό που δεν ήξερε όμως αρκετός κόσμος είναι πως όταν βγήκαν τα Σπαθιά, τη μεγαλύτερη, ίσως, βοήθεια την είχαμε από τις Τρύπες. Οι πρώτες πρόβες που κάναμε ήταν στο στούντιο που ανήκε στις Τρύπες, εκεί, στα Λαδάδικα. Δεν ξέρω καν αν το θυμάται ο Γιάννης αυτό.
ΓΑ: Φυσικά το θυμάμαι. Εμείς εντάξει, είχαμε ήδη μια ιστορία μερικών χρόνων, οπότε όταν πρωτοβγήκαν τα Σπαθιά -βέβαια «έγιναν» πολύ γρήγορα- στις πρώτες τους συναυλίες είχαν παίξει μια-δυο φορές καλεσμένοι από τις Τρύπες.
ΠΠ: Μάλλον βοήθεια είχαμε λοιπόν από τις Τρύπες, παρά αντιπαλότητα.
ΓΑ: Βέβαια αντιπαλότητα μπορεί να μην είχαμε, αλλά το ότι υπήρχαν δύο μπάντες, βοηθούσε. Υπήρχε μία ευγενής άμιλλα.
ΠΠ: Ακούγαμε οι μεν τους δε. Εκείνη την εποχή και οι δύο μπάντες ήταν σε μεγάλη εγρήγορση. Και οι δύο μπάντες έψαχναν πολύ τον ήχο τους.
ΓΑ: Αν οι μπαμπάδες του ροκ είναι ο Σιδηρόπουλος και ο Πουλικάκος και γενικά εκείνη η γενιά, με τα Σπαθιά και τις Τρύπες αυτό που έγινε ήταν ότι το ροκ πέρασε σε πιο μεγάλα ακροατήρια. Ήταν ένα big bang και μετά ακολούθησαν κι άλλα μεγάλα σχήματα, όχι μόνο στο ροκ. Ήρθαν τα Διάφανα Κρίνα, οι Στέρεο Νόβα, οι Active Member…
ΠΠ: Μέχρι τη δεκαετία του 90 δεν υπήρχε και τόσο μεγάλη παράδοση για την παραγωγή αυτού του τύπου της μουσικής. Οπότε για όλους μας ήταν και κάτι σαν έρευνα. Και σίγουρα επηρεαζόταν η μία μπάντα από την άλλη σε σχέση με το ηχητικό αποτέλεσμα.
ΓΑ: Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε κάτι άλλο σε σχέση με τις δύο μπάντες: μπορεί τη δεκαετία του 90 να διαμορφώθηκε μία άλλη, συντηρητική Θεσσαλονίκη, όμως όταν ξεκινάγαμε εμείς, όπως και ο Παύλος με τα Μωρά στη Φωτιά, η πόλη έβραζε. Υπήρχε μία όμορφη, ζωντανή Θεσσαλονίκη που γύρω στο τέλος του 80 καταλήφθηκε από τους εθνικο-απατεώνες και χριστιανο-απατεώνες και σιγά σιγά έγινε αυτό το σκοτάδι που κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Κάποιοι από τους τότε «ήρωες» μπήκαν και λίγο στη φυλακή…
ΠΠ: Υπήρχε μία ιδιαιτερότητα που τη ζούσαμε πολύ έντονα στη Θεσσαλονίκη. Ακριβώς επειδή είναι μικρή πόλη και το κέντρο της είναι ένα, όλοι οι μουσικοί συναντιόνταν εκεί. Όλοι τους συναντούσαν όλους. Όλοι τους ξέρανε όλους. Σε αντίθεση με την Αθήνα που αισθανόμουν ότι είχε τις φυλές της, οι οποίες μπορεί και να μην τύχαινε να συναντηθούν.
ΓΑ: Νομίζω ότι ο βασικός λόγος που στη Θεσσαλονίκη γίνονταν πράγματα και πριν από εμάς, από τη δεκαετία του 70, μέχρι και στα τέλη του 80 που άρχισε να γίνεται γεννήτρια σκυλάδικου, ήταν αυτό που λέει ο Παύλος: όλοι ήμασταν στα ίδια στέκια. Βρισκόμασταν τα βράδια, συζητάγαμε, πίναμε…
ΠΠ: Επίσης, πως να σου το πω, δεν ήταν μια πόλη που μπορούσες να χάσεις τον καιρό σου πουλώντας μούρη. Ή έλεγες κάποια πράγματα που είχαν νόημα, ή ok, δεν σου έδινε κανείς σημασία. Και φυσικά κυρίως με τις Τρύπες καταλάβαινες ότι αν ασχοληθείς πραγματικά με το πάθος σου για τη μουσική και τα τραγούδια, ίσως και να φτάσεις κάπου. Είναι σαφές ότι οι Τρύπες έριξαν το τείχος. Αυτή η μουσική άρχισε ξαφνικά να αφορά στ’ αλήθεια πολύ κόσμο.
ΓΑ: Το big bang έγινε το ’93 που κυκλοφόρησαν τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια και η Ξεσσαλονίκη. Γι’ αυτό και τα Σπαθιά πολύ γρήγορα βρήκαν το ακροατήριό τους.
ΠΠ: Για εμάς όλο αυτό το big bang ήταν σίγουρα πιο απότομο σε σχέση με τις Τρύπες που ήταν ένα συγκρότημα ήδη δέκα χρόνων, οπότε τους ήρθε λίγο πιο φυσιολογικά όλο αυτό που συνέβη. Εμείς ίσως να το ζήσαμε λίγο πιο έντονα. Μπορεί για μένα προσωπικά να μην ήταν κάτι εντελώς καινούριο, μιας και προϋπήρξαν τα Μωρά στη Φωτιά, αλλά για τα υπόλοιπα Σπαθιά ήταν. Φυσικά ήταν απίστευτα ευχάριστο να συνειδητοποιείς ότι μάλλον θα καταφέρεις να ζήσεις από τη μουσική, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις και άλλα πράγματα που δεν σου αρέσουν. Αυτό ήταν το μαγικό, σπουδαίο κομμάτι. Και σίγουρα ότι δίνεις και σε άλλους ανθρώπους αυτή την αίσθηση ότι μπορείς να τα καταφέρεις αν επιμείνεις και αφοσιωθείς στην ουσία των πραγμάτων.
ΓΑ: Να μην ξεχνάμε βέβαια Παύλε σε ποια εποχή συνέβαινε όλο αυτό. Ότι το lifestyle έμπαινε σε ένα μοτίβο, τα ΜΜΕ έλεγαν ότι παράγουν πολιτισμό, και όλο αυτό το πράγμα όχι μόνο από εμάς, αλλά και από επόμενες μπάντες, έγινε χωρίς να ενδώσουμε στο δικό τους παιχνίδι.
ΠΠ: Δεν συμμετείχαμε καθόλου σε όλο αυτό.
ΓΑ: Αρνιόμασταν συνεντεύξεις, εξώφυλλα… Μας θυμηθήκανε βέβαια εκ των υστέρων, αφού το πράγμα είχε συμβεί, αφού τα είχαμε καταφέρει από μόνοι μας, και όταν αποφάσισαν τα Μέσα να μας κοιτάξουν, δεν τους κοιτούσαμε εμείς. Ξέραμε ότι ήμασταν κομμάτια μιας σκηνής περήφανης και νομίζω ότι σε αυτό το μοτίβο συνεχίζουμε μέχρι σήμερα.
ΠΠ: Είχαμε βέβαια από νωρίς την αίσθηση ότι όλα έχουν ένα τέλος, κι ας κράτησαν τα Σπαθιά τόσα πολλά χρόνια. Ακόμη περισσότερα, σχεδόν διπλάσια, οι Τρύπες. Κάποια στιγμή όμως αποκτάς την επίγνωση ότι τα πράγματα έχουν κάνει τον κύκλο τους και οι ομάδες θα συνεχίσουν κάπως αλλιώς.
ΓΑ: Εγώ ήξερα ότι πάει προς τα εκεί η ιστορία. Ειδικά στην ηχογράφηση του Μέσα Στη Νύχτα Των Άλλων υπήρχε διάχυτη η ατμόσφαιρα ότι γράφουμε τον τελευταίο μας δίσκο. Μέσα στο μυαλό μου είχα αρχίσει πια να σκέφτομαι άλλους δρόμους, άλλους ανθρώπους…
ΠΠ: Κι εγώ αυτό το έζησα όταν ήμασταν στο στούντιο για να βάλουμε σε μια σειρά τον live δίσκο με τα Σπαθιά. Είχα την αίσθηση ότι ήταν η τελευταία φορά που θα ήμασταν στο στούντιο μαζί. Ήδη κι εγώ στο κεφάλι μου είχα ξεκινήσει το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα… Με το που τελείωσε η ηχογράφηση με τα Σπαθιά συνέχισα στο ίδιο στούντιο κι έκανα εκείνο το δίσκο. Φαίνονται αυτά τα πράγματα…
ΓΑ: Ακριβώς, φαίνονται. Σε εμάς νομίζω ότι έβγαινε καθαρά προς τα έξω. Δεν ξέρω πόσο τυχαίο είναι ότι το τελευταίο κομμάτι στο Μέσα Στη Νύχτα Των Άλλων είναι ο «Δρόμος». Ή ας πούμε ο Χριστιανάκης, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, έβαλε εκείνη τη μπομπίνα στο τέλος που σταματάει ξαφνικά. Τα μηνύματα ήταν εκεί. Ήταν συνειδητό το τέλος. Εμείς βέβαια συνεχίσαμε στην τραγουδοποιία. Και η συνέχεια τόσο του Παύλου όσο και η δική μου έχει μια ροή. Στις συναυλίες όμως δεν έχω πρόβλημα να παίξω κάποια τραγούδια από τότε. Θέλω απλά να παίζω τραγούδια που με συγκινούν και το ίδιο ισχύει και για τον Παύλο. Έχω μία εμμονή με κάποια τραγούδια από τις Τρύπες, που δεν τα παίζω. Ο κόσμος μπορεί να φωνάζει 20 χρόνια «ω είν’ ωραία στον παράδεισο», αλλά δεν το έχουμε παίξει ποτέ. Ή μπορεί να θέλουνε χίλια δυο άλλα τραγούδια που φωνάζουν και ζητάνε. Δεν είναι περίεργο. Έχουν γράψει ιστορία αυτές οι μπάντες. Ήταν μεγάλες οι στιγμές. Και για εμάς τους ίδιους προσωπικά, πέρα από το τι έγινε στη δισκογραφία. Δηλαδή το «Ακούω την αγάπη» και το «Θ’ ανατέλλω» θα τα παίζω μέχρι να πεθάνω.
ΠΠ: Εμένα πάντως οι φίλοι μου γκρινιάζουν ότι δεν παίζω τα πιο μεγάλα χιτ των Σπαθιών. Ας πούμε χθες μου θύμισε ο Γιάννης ότι θα ήταν καλό να παίξω τον «Βασιλιά της σκόνης», το οποίο σχεδόν έχω ξεχάσει, αν και είναι σαφώς ένα από τα μεγαλύτερα χιτ της μπάντας.
ΓΑ: Και όχι μόνο χιτ. Είναι και τραγουδάρα.
ΠΠ: Ξέρεις, είναι και τι έχεις ανάγκη κάθε περίοδο να πεις. Ίσως κι εμείς να βιώνουμε διαφορετικά τα στιχάκια ανά περιόδους.
ΓΑ: Εγώ, ας πούμε, το «Δεν χωράς πουθενά» το ανέσυρα και το παίζουμε από την εποχή του Αλέξη (σ.σ. Γρηγορόπουλου). Όταν ένα τραγούδι έχει να μιλήσει στην εποχή, το τραγουδάς.
ΠΠ: Ξέρεις πόσο χάρηκα όταν μου είπε ο Γιάννης ότι θα πούμε μαζί το «Δεν χωράς πουθενά»; Μα είναι αυτό το κομμάτι! Και φυσικά δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο. Είναι πολλά που μπορούν να προκαλέσουν αυτό που λες, το «τέλειο έγκλημα».
ΓΑ: Δεν το θεωρώ έγκλημα. Είναι φυσική συνέχεια. Και μου αρέσει όταν κάνεις μία συναυλία, να περιέχει όλη σου τη ζωή, όλους σου τους εαυτούς. Αρκεί να μην έχεις στο μυαλό σου ότι ο κόσμος μπορεί να περιμένει κάτι συγκεκριμένο από σένα. Αν το έβλεπα έτσι, μετά τις Τρύπες δεν θα έκανα τις συνεργασίες με τον Βελιώτη, ούτε ο Παύλος θα ξεκινούσε με το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα…
ΠΠ: Νομίζω ότι και οι δύο κάναμε πράγματα που δεν ήταν στην κατεύθυνση του τι θα ζήταγε από εμάς ο κόσμος. Μη σου πω κιόλας ότι κάναμε μόνο τα πράγματα που δεν θα ζήταγε. Γιατί και οι Τρύπες και τα Σπαθιά κοντράρανε, παρά στηρίζανε, το στερεότυπο του τι ειναι ροκ συγκρότημα ή ροκ συμπεριφορά.
ΓΑ: Το υπονομεύαμε δημιουργικά. Γιατί είναι οι ζωές μας, είναι τα τραγούδια μας. Είναι όλες αυτές οι δουλειές που έχουμε κάνει τόσα χρόνια. Είναι οι τρόποι που έχουμε αυτοαναιρεθεί ή που έχουμε ξαναθυμηθεί. Εγώ χαίρομαι και γοητεύομαι κάνοντας τον κόσμο και να θυμάται και να γουστάρει, χωρίς να σκέφτομαι ότι πρέπει να το κάνω. Δεν έχει να κάνει με καμία αίσθηση ασφάλειας αυτό. Μα άμα θέλαμε να πορευτούμε κυνηγώντας την ασφάλεια, θα κάναμε αυτά που κάναμε; Θα έκανε ο Παύλος το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα…; Και τον αναφέρω ξανά αυτόν τον δίσκο γιατί είναι μάλλον ο αγαπημένος μου. Ή θα έκανε τα πιο ambient; Ποιος σου εξασφαλίζει ότι θα έχεις τον κόσμο μαζί σου όταν ξεκινάς ένα καινούριο ήχο; Όπως όταν έκανα εγώ δίσκο με τον Βελιώτη. Ή τους Επισκέπτες. Ή όταν βγήκαμε να παίξουμε ως τρίο με κιθάρα, μπαγλαμά, φωνή. Τότε η ιδέα ήταν να παίζουμε σε 300 άτομα. Το πράγμα όμως φούντωνε και τελικά δεν ήταν 300 τα άτομα. Όμως η ιδέα δεν ήταν να πάμε να παίξουμε μπροστά σε χιλιάδες κόσμου με κιθάρα και μπαγλαμά. Ήταν να πάμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε και ό,τι θέλει ας γίνει. Έτσι κάνουμε και εγώ και ο Παύλος και νομίζω ότι έτσι κάναμε από τότε που υπήρχαν και οι Τρύπες και τα Σπαθιά. Γιατί και τότε δεν μπαίναμε στο στούντιο για να επαναλάβουμε μία συνταγή ενός επιτυχημένου δίσκου. Κάναμε πάντα αυτό που γουστάραμε. Υπερασπιζόμασταν κάτι άλλο, όχι την επιτυχία. Οι κινήσεις μας οι ίδιες αποδεικνύουν ότι δεν είχαμε ποτέ το άγχος να αποδειχτούμε αντάξιοι κάποιον συγκεκριμένων προσδοκιών από τον κόσμο.
ΠΠ: Αν θυμάσαι, η Τροφή Για Τα Θηρία έμοιαζε αυτοκτονική κίνηση τότε για τα Σπαθιά, γιατί στην ουσία αλλάξαμε όλο τον ήχο μας. Φυσικά το πληρώσαμε αυτό στην αρχή με κάποιο τρόπο. Όμως αισθανόμουν ότι μπορεί να έγινε κάπως μικρότερο το ακροατήριο, αλλά ήταν πιο μαζί μας, ότι οι άνθρωποι που έρχονταν πια στις συναυλίες ζούσαν μαζί μας πιο σωστά αυτό που θέλαμε κι εμείς να κάνουμε. Μας ακολουθούσαν στο ψάξιμό μας.
ΓΑ: Εν κατακλείδι, από πιτσιρίκια ακολουθούσαμε τις δημιουργικές εντάσεις μας και όποτε συνέβαινε να έχουμε επιτυχία το χαιρόμασταν, αλλά δεν ήταν ποτέ η κινητήρια δύναμη. Δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Τώρα λοιπόν θέλουμε να κάνουμε αυτές τις συναυλίες μαζί. Ποιος ξέρει τι θα κάνουμε αύριο; Δεν υπάρχουν σχέδια.
ΠΠ: Μα κι αυτό που κάνουμε τώρα σαν παιχνίδι ξεκίνησε. Στην αρχή είπαμε να είμαστε και οι δύο μπάντες κάπου την ίδια βραδιά. Μετά κάναμε μια αφίσα. Μετά σκεφτήκαμε, δεν παίζουμε ο καθένας μας και από ένα τραγούδι του άλλου; Μετά σκεφτήκαμε γιατί ένα και όχι τρία, τέσσερα ή πέντε; Έγινε δηλαδή με μία φυσικότητα όλο αυτό, όχι με σχεδιασμό.
ΓΑ: Ο κόσμος λοιπόν μπορεί να κρατήσει την ιστορικότητα. Εμείς κρατάμε τη χαρά. Δεν υπάρχει τίποτα σχεδιασμένο για μετά. Αν κι εγώ ήδη έχω αρχίσει και σκέφτομαι μήπως κάνουμε ένα τραγούδι μαζί…
ΠΠ: Τώρα μου το λέει… Γι’ αυτό σου λέω, δεν σχεδιάζουμε τίποτα. Μόνο χαιρόμαστε.
ΓΑ: Είναι τόσο πολλά τα τραγούδια του Παύλου που μου αρέσουν πολύ. Δε μπορώ να διαλέξω ένα αγαπημένο μου. Μπορώ όμως να διαλέξω έναν ολόκληρο δίσκο, και δεν είναι των Σπαθιών. Είναι το Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα… Νομίζω ότι είναι ένας δίσκος που δεν έχει προσεχτεί πολύ. Ίσως να φταίει και λίγο ο Παύλος…
ΠΠ: Δεν τον υποστήριξα πολύ.
ΓΑ: Είναι σαν να τον έκανε και να τον ξέχασε. Τέλος πάντων, μικρή σημασία έχουν τώρα αυτά.
ΠΠ: Εγώ θα διαλέξω το Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ που έκανε με τον Βελιώτη ο Γιάννης. Είναι σίγουρα ο πιο αγαπημένος μου δίσκος των τελευταίων 20 χρόνων. Μπορεί και παραπάνω. Τον θεωρώ πραγματικά σημαντικό δίσκο. Μπορώ να μιλάω με τις ώρες γι’ αυτόν. Και νιώθω ότι ο κόσμος δεν έχει εισπράξει αυτό που υπάρχει εκεί μέσα.
ΓΑ: Αυτό τώρα σηκώνει μια άλλη κουβέντα. Που έχει να κάνει με το αν και πώς ο κόσμος ακούει δίσκους πια, ολοκληρωμένους. Έχει χαθεί αυτή η μαγεία. Τώρα μόνο ψάχνεις τραγούδια στο Youtube…
ΠΠ: …ενώ παράλληλα ψάχνεις τι καιρό θα κάνει αύριο.
ΓΑ: Αυτό δυστυχώς πάει περίπατο. Αλλά εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε δίσκους γιατί αυτή είναι η τρέλα μας. Και αυτό θα κάνουμε.
Το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Παύλος Παυλίδης έπαιξαν για πρώτη φορά μαζί στο Κηποθέατρο Αλκαζάρ. Δείτε στην παρακάτω gallery το φωτορεπορτάζ του Δημήτρη Κουλελή πίσω από τη σκηνή…