Καθώς μαζεύω έναν πιτσιρικά από το πάτωμα του Πειραιώς 117 Academy * (ο οποίος όλο το προηγούμενο ημίωρο, με αόριστη αφορμή ένα τσίπουρο για το οποίο παραμίλαγε, έκανε solo mosh pit σε άμαχο πληθυσμό) και τον παραδίδω στην μάλλον απελπισμένη συνοδό του, στήνω και εγώ μέσα μου το απαραίτητο flashback τη βραδιάς. Πίσω στο 199κάτι (πάντα κάνω λάθος την ημερομηνία αυτή) ψευδοηγούμαι μίας παρέας, όχι και τόσο αλητήριων, έφηβων από την Καλαμαριά, που ξεκινάνε να δούνε τις Τρύπες στο θρυλικό πλέον live στο Degre Zero της Αισώπου στο Βαρδάρη, όπου οι τοίχοι όντως έσταζαν και έλιωναν, και η προσφώνηση Κανίβαλοι ήταν ό,τι καλύτερο μας άξιζε. Ο Γιάννης Αγγελάκας ήταν από την Νεάπολη, και είχαμε ακόμη ως σκοπό ζωής να τολμήσουμε να πάμε κάποτε μέχρι την Ακτίνα, το θρυλικό metal club της περιοχής, όπου ο ΠΑΟΚ και ο Κόκορας, έκαναν παιχνίδι τότε, και εμείς ως φλωράκια-κότες-Καλαμαριώτες απλώς ακούγαμε ιστορίες από την άλλη άκρη της πόλης.
Ποια ήταν τελικά η διαφορά ανάμεσα στα live των Τρύπες από τη μία και των Σπαθιών, των Στέρεο Νόβα και όλων των υπολοίπων από την άλλη; Καλώς ή κακώς στους πρώτους και ειδικά στα live τους υπήρχε πάντοτε μία απροσδιόριστη αίσθηση αλητείας, ίσως και ψευδαίσθηση τελικά. Οι γκόμενες από το σχολείο που πάνε με μεγαλύτερους, αυτοί που ήπιανε πρώτοι μπάφους, οι εξωσχολικοί με τα μηχανάκια κ.λ.π. ήταν το πραγματικό κοινό των Τρύπες, και όχι οι προβληματικά ευαίσθητοι που με άγχος και αμοιβαία ανακούφιση για το ότι υπάρχουν και άλλοι σαν και εμάς, αναγνωρίζαμε ο ένας τον άλλον πίσω από την γυρισμένη πλάτη του Κ.Β. Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι αν τελικά εντάχθηκα ποτέ πραγματικά σε αυτό το κοινό ή αν παρά τα τριάντα τόσα live, υπήρξα πάντοτε «εξωσχολικός».
Οι Τρύπες και τα live τους (ακόμη και στα πανεπιστήμια για αντιρρησίες συνείδησης, όταν είχαν γίνει ήδη μεγάλοι – μην το ξεχνάμε και αυτό) ήταν κάτι σαν μία αόριστα ροκ έκδοση του γηπέδου. Και κατά κάποιον τρόπο τα live του Αγγελάκα, δυο-τρεις δεκαετίες μετά, κρατάνε ακόμη αυτή την γηπεδική αίσθηση, η οποία όσο μπορεί να σε φτιάξει, άλλο τόσο μπορεί να σε χαλάσει. Ένα συνειδητά προσκολλημένο στον χρόνο Εκκρεμές του δικού μας (που κατά βάση είναι το δικό του, μιας και αυτός μας το όρισε) ροκ-εν-ρολ, ήταν και παραμένει ο Γιάννης Αγγελάκας όταν ανεβαίνει επάνω στη σκηνή. Σχεδόν ο ίδιος σε όλες αυτές τις δεκαετίες, στων οποίων τη διάρκεια προσπαθεί να διαφοροποιηθεί, αλλά ποτέ να αλλάξει. Υπάρχει η αίσθηση ότι ο κόσμος θα καταστραφεί, όταν ο Αγγελάκας κάνει live με τραπεζάκια και ένα μπουκάλι στα τέσσερα άτομα, συνεπώς μπορούμε να είμαστε ήσυχοι για την τύχη αυτού του κόσμου.
Στο τέλος της βραδιάς, σε κάνει να πιστέψεις ότι αυτός ήταν που παρασύρθηκε από το κοινό του, και όχι το κοινό του από αυτόν (ενώ ξέρεις καλά ότι τα πράγματα δεν έγιναν έτσι). Όπως ακριβώς και ο Iggy Pop δηλαδή, που κάθε επόμενη φορά, με υποδόρια σοφία τραβάει επάνω του τα χέρια των οπαδών, που θα του ξεσκίσουν τη σάρκα. Και τους οποίους πάντοτε διαλέγει αυτός και μάλιστα με αυστηρά κριτήρια, χωρίς καν οι τελευταίοι να το καταλαβαίνουν. Ποτέ κανείς δεν έγδαρε τον Iggy, αν πρώτα δεν είχε πάρει την έγκριση του.
Δεν μπορώ καν να μετρήσω σε ποια solo περίοδο του Γιάννη Αγγελάκα βρισκόμαστε πλέον. Σε όλα αυτά τα χρόνια ζήτημα να τον έχω παρακολουθήσει ζωντανά δύο με δυόμιση φορές, με την αποχή να είναι κάτι παραπάνω από συνειδητή, αλλά όπως κάθε αποχή να παίζει και αυτή με τα όρια της γελοιότητας. Η μοίρα του Οπαδού τον καταδικάζει να αναμετράται με το παρελθόν περισσότερο από αυτόν που το δημιούργησε και το συντηρεί για λογαριασμό του, και αυτό είναι ίσως κάτι αφελές ως σύλληψη, αλλά δεν ξέρω και κανέναν που να του έχει ξεφύγει. Φαίνεται εξωφρενικό σε εμάς του forty παρά something, αλλά οι περισσότεροι από όσους fifty παρά something έζησαν σε πραγματικό χρόνο το σοκ των Smiths, δεν απασχολήθηκαν ποτέ με την σόλο πορεία του Morrissey.
O ίδιος ο Αγγελάκας πάντως, ειδικά απόψε, δείχνει να γνωρίζει καλά ότι αυτή η solo στιγμή του τέμνεται επιτέλους υπέροχα με το κάθε παρελθόν του, χωρίς να ισοπεδώνεται από αυτό, αλλά και χωρίς να αγνοεί τον κυριαρχικό του ρόλο σε όλη αυτή την ανηφόρα, η οποία – γελαστή ή μη – είναι σίγουρα η πιο παθιασμένη στην υπόθεση «ελληνική μουσική» εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια. Ο Αγγελάκας στιγματίζει την ελληνική μουσική, τόσο με σπουδαίες στιγμές, όσο και με σφάλματα, και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σε πραγματικό χρόνο, επανεγγράφει τους κώδικες για ένα λαϊκό τραγούδι, που κάποτε θα ξαναγυρίσει σε εμάς, όπως μας έχει προειδοποιήσει άλλωστε.
Η σημερινή μπάντα του Γιάννη Αγγελάκα έχει σχεδόν επιστρέψει στις απαραίτητες αρετές του rock ’n’ roll. Το ότι κρυφοκοιτάζει στην αμφιλεγόμενη βαλκανική του φύση, δεν το βρίσκω απαραίτητα κακό. Για κάθε ανάρμοστο ντίσκο παρτιζάνι εδώ γύρω, υπάρχουν ένα-δυο χάλκινα πνευστά, που ξέρουν σαφώς πως να σταθούν πριν και κάτω από τις κιθάρες. Ας παραδεχτούμε επίσης, ότι παρότι ξεροσταλιάζουμε μαγεμένοι κάτω από τα γυμνά πόδια της Kim Gordon εδώ και χρόνια, μας φαίνεται αρκούντως παράξενο το ότι στα δεξιά του Αγγελάκα δεν βρίσκεται ο Καρράς ή ο Σαδίκης, αλλά μία τύπισσα που παίζει (ακόμη και) κιθαρόνι. Το ροκ-εν-ρολ πάσχει από σοβαρό φαλλοκρατικό σύνδρομο, ειδικά όταν το μεταφράζει κανείς στα ελληνικά.
Είναι η πορεία του Γιάννη Αγγελάκα, που ξεκίνησε από τρία sold out live στο ΑΝ πριν από λίγους μόλις μήνες, και όσοι την παρακολουθούν από κοντά, μιλάνε για μία παρέα μουσικών, που κάθε φορά ακούγονται και περισσότερο πειστικοί. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο όπου το «οικοδομείν» υποσκελίζει το «αναπαράγειν», η ατόφια απόγνωση του «Δως μου λίγη ακόμα αγάπη» συνυπάρχει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με την πρόωρα ξεθωριασμένη νοηματική του «Σιγά μην κλάψω». Η σύνθεση του κόσμου σου επιτρέπει να πιάσεις από τον γιακά την πρώτη πιτσιρίκα που θα βρεις μπροστά σου, για να πουλήσεις λίγο μούρη με τα live του 93 και του 94, και την αμέσως επόμενη στιγμή να σε κολλήσει στον τοίχο κάποιος που έκοβε βόλτες αδιάφορος στο κοινό, την ώρα που οι Τρύπες έχτιζαν τον ήχο τους στη Σελήνη, απέχοντας ακόμη πολύ από το χτίσιμο του μύθου τους.
Το rock’ n ’roll σε όποια γλώσσα και να το γράψει κανείς, έχει γίνει ένα σύμπαν παράλληλων ψευδαισθήσεων στο οποίο κάποιοι επιβιώνουμε ζορισμένα και με άγχος, κάποιοι αποχωρούν κουρασμένοι, αλλά μάλλον αφελώς, και κάποιοι εισέρχονται αναζητώντας ενθουσιασμό, χωρίς να ενδιαφέρονται για τα προβλήματα των προηγούμενων. Συνεπώς, κάποιοι παραδοσιακά ωραίοι τύποι σαν τον Γιάννη Αγγελάκα, παραμένουν σε πείσμα της παραξενιάς όλων μας, ικανοί και άξιοι για να διαιωνίσουν σε ένα αόριστο διηνεκές αυτό τον ενθουσιασμό του κάθε νεοεισερχόμενου, επιμένοντας μάλιστα σε κάθε επόμενη δεκαετία να δημιουργούν αυτού του είδους τους φανατικούς, που θα έρθουν να τους αμφισβητήσουν στη μεθεπόμενη. Μαγκιά του(ς).
Και κάπου εδώ κρύβεται το αληθινό νόημα του punk και της ψευδεπίγραφα underground φύσης του, που σε καλεί να το απορρίψεις, τη στιγμή ακριβώς που θα φτάσεις να το λατρέψεις. Και ο Αγγελάκας, όσο και αν πέρασε εσχάτως μέσα από άχαρες πενιές και ενοχλητικά μπαγλαμαδάκια, παραμένει ό,τι πιο punk, μπορεί να σηκώσει η ψυχοσύνθεση ενός λαού, στο D.N.A. του οποίου δεν είναι σίγουρα γραμμένο και σε καμία γλώσσα το πραγματικό rock ‘n’ roll. Ή τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία αυτού, με την οποία πάντοτε θα είμαστε υποχρεωμένοι να συνυπάρχουμε…
(* Έμεινα και εγώ παραπάνω από εντυπωσιασμένος από τον χώρο, που δείχνει να αντιμετωπίζει επιτέλους την υπόθεση «κλειστό live stage» στην Ελλάδα, ως κάτι εξίσου σημαντικό με το περιεχόμενο, το οποίο καλείται να υπηρετήσει. Θα είναι ιδανικό το να μείνει για χρόνια και να καθιερωθεί ως το αμέσως επόμενο στάδιο στην κλίμακα An-Gagarin, με την αύρα, που μόνο οι σπουδαία βιωμένες συναυλίες – πέρα από τον σωστό ήχο, την άνεση, τον εξαερισμό κλπ απαραίτητα – μπορούν να καταστήσουν ένα συναυλιακό χώρο οικείο και σπουδαίο. Οι προοπτικές υπάρχουν με το παραπάνω ασφαλώς, ίσως και περισσότερο από κάθε άλλη φορά).