Όταν μιλάς για κριτικό κινηματογράφου στην περίοδο των Όσκαρ, το πρώτο όνομα που σου έρχεται στο μυαλό είναι ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης. Πήγε για πρώτη φορά στο Λος Άντζελες το 1989 και για τα επόμενα 21 χρόνια υπήρξε επίσημος προσκεκλημένος της Ακαδημίας. Έχει καπνίσει τσιγάρο με τον Τζόνι Ντεπ, έχει πάει σε πάρτι της Ανέτ Μπένινγκ, έχει στείλει κείμενα με το αεροπλάνο για να έρθουν γρήγορα στην Ελλάδα τότε που δεν υπήρχε ίντερνετ. Τώρα θα τα δει από το σπίτι του και θα τα σχολιάζει στη σελίδα του στο Facebook γιατί δεν θέλει να ξαναπάει. «Ένας κύκλος έκλεισε», μου είπε. Ενόψει της φετινής απονομής μας διηγήθηκε τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του στην οσκαρική Αμερική.
Γνωρίζω όλους τους υποψήφιους των βραβείων Όσκαρ από το 1929 μέχρι σήμερα. Ο παππούς μου με πήγαινε σινεμά στις 2 το μεσημέρι και δεν φεύγαμε πριν τις 8. Από δυόμιση χρονών που έχω μνήμες και μπήκα σε αίθουσα μαγεύτηκα. Δεν ξεκόλλησα από τότε. Μικρό στη γειτονιά με κορόιδευαν που ήμουν τόσο κολλημένος με το σινεμά αλλά παράλληλα έρχονταν σε μένα να ρωτήσουν τι παίζουν οι αίθουσες. Δεν έπαιρναν την εφημερίδα να δουν από τσιγκουνιά.
Είχα κάψα να πάω στα Όσκαρ. Βρήκα στις Κάννες μια υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της Fox, μιλήσαμε και με πήρε μετά από κάποιους μήνες να πάω στην Απονομή. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα στην αρχή. Τη δεύτερη χρονιά με ξανακάλεσε. Ε, την τρίτη βρέθηκα να κάνω δουλειά για την Ακαδημία και ακολούθησαν άλλες 18 χρονιές.
Από τα 21 χρόνια παρουσίας μου έμαθα τα πάντα πίσω από το show. Όλα αυτά που έχουν να κάνουν με το σινεμά. Μίλαγα με ανθρώπους για ταινίες με τις ώρες. Με ενδιέφερε πάντα να συναναστρέφομαι αυτούς που κάνουν σινεμά και όχι τους κριτικούς. Με μοντέρ, ενδυματολόγους, ανθρώπους του χώρου που εργάζονται στον κινηματογράφο.
Η τελετή των Όσκαρ είναι υπέροχη και φτιαγμένη για την τηλεόραση. Για να ικανοποιείσαι εσύ που τη βλέπεις από το σπίτι σου. Κάθε υποψήφιος έχει πάνω του μία κάμερα που αυτή με τη σειρά της έχει μικρότερες κάμερες για να τον καλύψει σε περίπτωση που κερδίσει. Το μοντάζ γίνεται επί τόπου στον αέρα. Βιομηχανία ολόκληρη. Πολλά μεροκάματα, τρέξιμο και δουλειά για να βγει όλο αυτό το πράγμα που φαίνεται ζωντανά σε όλο τον κόσμο.
Έχω καπνίσει παρέα με πολλούς. Με τον Μπαρδέμ, τον Τζόνι Ντεπ, τη μάνα του Μπαρδέμ που είναι φανατική καπνίστρια. Οι σχέσεις με τους διάσημους είναι επαγγελματική. Για να συζητήσεις μαζί τους πρέπει να μιλήσεις πρώτα με τον publicer. Εδώ ψάχνω τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ που είναι φίλος μου και μου απαντά η δικιά του αυτές τις μέρες που είναι περίοδος Όσκαρ. Δεν υπάρχει κάποιος uncool ή περίεργος. Όλοι μια χαρά άνθρωποι είναι.
Μετά τις τελετές δεν πήγαινα στα πάρτι. Μόνο σε δύο είχα πάει. Στο ένα ήταν ο Γουόρεν Μπίτι με την Ανέτ Μπένινγκ, η Τζόντι Φόστερ, ο Νικ Νόλτε. Εκεί ήταν πιο χαλαροί απ’ ότι στην απονομή. Στο άλλο ο Σον Κόνερι, ο Πίτερ Ο’ Τουλ. Είναι κανονικοί άνθρωποι.
Από τη Βάνα Μπάρμπα γνώρισα το ‘91 τον Μπερλουσκόνι μετά από την επιτυχία του Mediterraneo που πήρε Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Τότε ήταν στην παραγωγή του κινηματογράφου και δεν είχε γίνει ακόμα πολιτικός.
Δεν θέλω να πάω, ούτε να το ακούσω πλέον δε θέλω. Το ταξίδι είναι πάρα πολύ κουραστικό όταν το έχεις κάνει 21 φορές και έχεις δουλέψει τόσο πολύ γι’ αυτό. Για ‘μένα η τελετή έκανε τον κύκλο της. Πλέον θέλω να το βλέπω σπίτι μου με την ησυχία μου. Χωρίς να κουράζομαι. Να το απολαμβάνω όπως θέλω εγώ. Με τα τσιγάρα, τη φόρμα, τα ποτά μου, τα κόλπα μου.
Η διαφορά ώρας είναι πολύ ζόρικη. Όταν τελειώνει η απονομή στις 9 ώρα Καλιφόρνια στην Ελλάδα είναι 7 το πρωί. Μέχρι να φύγεις από το Θέατρο, θέλει μία ώρα. Όταν τελείωνε έφευγα κατευθείαν για το ξενοδοχείο και έγραφα ασταμάτητα μέχρι τις 6 γιατί έπρεπε να στείλω σε εφημερίδες, ένθετα εφημερίδων, περιοδικά. Κοιμόμουν δύο ώρες και ξαναδούλευα μετά. Ήταν σκότωμα όλο αυτό το πράγμα. Τώρα θα γράφω στη σελίδα μου στο Facebook την ώρα της απονομής, live. Για μένα, γιατί το θέλω, θα το κάνω με κέφι.
Στην αρχή στέλναμε τα κείμενα με τέλεξ, μετά με φαξ εκεί να δεις τι γινόταν. Μπορεί να κολλούσε μια σελίδα και να σε έπαιρναν τηλέφωνο στις 4 το πρωί για να σε ξυπνήσουν να την ξαναστείλεις. Άλλες φορές πήγαινα στο αεροδρόμιο και έστελνα τα κείμενα με το αεροπλάνο. Τα περίμενε άνθρωπος να τα πάει στο περιοδικό, στην εφημερίδα. Ήρθε το ίντερνετ και όλα έγιναν πιο γρήγορα, πιο εύκολα.
Το ζητούμενο της Ακαδημίας είναι η ολοκλήρωση. Μπορούμε να πούμε ότι είναι εργοκεντρική. Η απονομή είναι κάτι σαν το γλέντι του γάμου. Εμένα με απασχολεί η σχέση που έχει προηγηθεί. Τα έργα, ποια επιλέγονται από τον κάθε κλάδο, τι υπόδειξη κάνει ο κάθε κλάδος για τα πέντε επιτεύγματα. Το κινηματογραφικό κομμάτι με ενδιαφέρει που το απολαμβάνω μετά σε μια γιορτή.
Το Όσκαρ είναι το βραβείο που δίνει η Ακαδημία. Τίποτε άλλο, αυτό είναι όπως το ακούς. Η Ακαδημία δεν είναι ένας αόρατος μηχανισμός, είναι αυτοί που κάνουν σινεμά. Ο Ντι Κάπριο που λένε ότι η ακαδημία τον μισεί, είναι μέλος της. Βραβεύουν performance και όχι performer. Βραβεύουν directing κι όχι director. Φέτος βλέπω ότι θα πάρει πολλά βραβεία το 12 χρόνια Σκλάβος. Αλλά αυτό το λέω εγώ. Δε σημαίνει κάτι.
Δεν βλέπω σειρές. Και δε λειτουργεί όταν έχω μαζεμένα τα επεισόδια για να τα δω όλα μαζί. Αυτά φτιάχνονται έτσι γιατί το κάθε επεισόδιο είναι προγραμματισμένο να βγει κάθε εβδομάδα. Όταν τα βλέπεις μαζεμένα, παρατηρείς ότι κάποια έχουν πολλές επαναλήψεις που δεν χρειάζονται.
Το Χόλιγουντ έκανε από εχθρό, σύμμαχο την τηλεόραση. Πλέον κάθε στούντιο έχει μια θυγατρική για ανεξάρτητες παραγωγές και παράλληλα σπρώχνει δουλειές προς τα εκεί. Όλοι οι σπουδαίοι ηθοποιοί έχουν κάνει τηλεόραση. Και εκεί έχει χρήματα αλλά όχι τόσα πολλά όσο σε μια ταινία μεγάλη. Είναι για τους πιο μεγάλους σε ηλικία ενώ στα μπλοκμπάστερ στηρίζονται στους πιτσιρικάδες. Με τις 20 καλές ταινίες των Όσκαρ τα στούντιο φέρνουν πάλι τους πιο μεγάλους στον κινηματογράφο. Μια ταινία μεγάλου στούντιο για να πραγματοποιηθεί θέλει τουλάχιστον 60 εκατομμύρια δολάρια για να τους πληρώσει όλους. Γι’ αυτό φτιάχνουν τις θυγατρικές, για να κάνουν και πιο μικρά, αρτιστίκ πράγματα. Τα ανεξάρτητα.
Στην Ελλάδα δεν ξέρουμε καθόλου το ρόλο του παραγωγού. Τον έχουν στο μυαλό τους σαν τον Σατράπη. Δεν είναι όμως έτσι. O Γκοφρέντο Λομπάρντο είχε πάρει τα δικαιώματα του Γατόπαρδου και διάλεξε να το κάνει ο Βισκόντι. Επειδή η ταινία ήθελε να πάει καλά διάλεξε για πρωταγωνιστή άνθρωπο του Χόλιγουντ, τον Μπαρτ Λάνκαστερ. Έτσι έγινε επιτυχία. Στη Δανία έχουν έδρα σε κινηματογραφικές σχολές για το ρόλο του Παραγωγού και τι πρέπει να κάνει αυτός στη δουλειά του.
Με άφησε το μυαλό μου να ασχοληθώ με τα νομικά; Με βοήθησε όμως στην κριτική χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει στην αρχή και χωρίς να το υποψιάζομαι ότι θα μου συμβεί κάτι τέτοιο. Κάποια πράγματα της νομικής βγήκαν από μέσα μου, μου χτύπησαν την πόρτα και άρχισα να το κάνω συνειδητά. Η κριτική αυτή καθαυτή είναι άρρηκτα δεμένη είναι με τον αριστοτελικό νόμο περί εγωκεντρισμού. Εκεί μας έμαθαν ότι ο δικαστής θέλει γεγονότα, όχι ερμηνείες. Η Ποιητική του Αριστοτέλη και η νομική λένε το ίδιο πράγμα.
Στην αρχή, στο ξεκίνημα, που δεν είχα τη γνώση λειτουργούσα ενστικτωδώς. Το ένστικτό σωστά θα σε οδηγήσει αλλά αν μείνεις μόνο σε αυτό, την έπαθες. Να το ακολουθείς αλλά χρειάζεται μελέτη. Μεγαλύτερη βλακεία από το να σου πει ο κριτικός ότι “ο τάδε σκηνοθέτης θέλει να πει ότι” δεν έχω ακούσει. Εκεί καταλαβαίνω ότι αυτός είναι άσχετος και δεν ξέρει το αντικείμενο. Έτσι απλά. Το έργο θέλει να πει. Ο Πιραντέλο έχει γράψει τόσα και τόσα σχετικά με το “όταν ένα έργο τελειοποιηθεί αυτονομείται και φεύγει από το δημιουργό“. Κανείς δε θέλει να πει, τι λέει το έργο μας νοιάζει. Γιατί ο δημιουργός μιλά μέσω των ηρώων του, φτιάχνει ανθρώπους. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι κάτι τέτοιο ο δημιουργός. Αλλά ο ήρωας του είναι κάτι τέτοιο. Αυτή είναι η βασική αρχή του εργοκεντρισμού. Αυτό λέει ο Αριστοτέλης.
Ο κριτικός πρέπει να ξέρει πως λειτουργεί το σινεμά. Πως γίνεται μια ταινία. Πρέπει να ξέρει τη δραματουργία, τη σκηνοθεσία, την υποκριτική, το σενάριο πως γίνεται μια ταινία. Όλες τις λεπτομέρειες που χρειάζεται.
Αισθάνομαι τυχερός που κάνω αυτό το επάγγελμα.