Categories: MAD MEN

Mad Men: Οπιούχα αισθηματική αγωγή

Χάθηκε η πλοκή στο Mad Men. Ο ευρών αμοιφθήσεται… Αυτό το παράπονο έμοιαζε ν’ αντηχεί από τα διάφορα σχετικά fora του διαδικτύου κατά τη διάρκεια του προηγούμενου – έκτου – κύκλου της σειράς, όπου οι χαρακτήρες  συχνά θύμιζαν υπνοβάτες σε παρέλαση που βαδίζουν μοιρολατρικά προς το τέλος των 60’s. Ακόμα και οι συνήθεις πηγές διεγερτικής ψυχαγωγίας που έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα στο κατανυκτικό σχεδόν mood της σειράς –  οι καταδικασμένοι δεσμοί, το εταιρικό πανηγύρι της ματαιοδοξίας, τα “λιωσίδια” πάσης φύσεως – άφηναν πίσω τους μια πικρή γεύση και μια αίσθηση ματαιότητας, σα να παρήλθαν ανεπιστρεπτί οι μέρες “κρασιού και ρόδων” των προηγούμενων κύκλων.

Το Mad Men όμως ποτέ δε διακρίθηκε για τη συναρπαστική “πλοκή” ούτε και για τις ακροβατικές κωλοτούμπες του σεναρίου άλλων σειρών αντίστοιχου πρεστίζ. Οι θεατές / φανς της σειράς τη ρουφούσαν μουδιασμένοι και όχι στην τσίτα, σαν ένα οποιούχο σκέυασμα υψηλών προδιαγραφών, σαν ατμόσφαιρα, σα μελόδραμα πολυτελείας, γκομενικό μάλε βράσε ενηλίκων όπου ένας ξαφνικός καυγάς αποκτά μια τρομακτική ένταση. Σημαντικά πιο αργή στους ρυθμούς της από άλλες σειρές, είναι ό,τι πλησιέστερο στους συγχρόνους τηλεθεατές σ’ αυτό που παλιότερα θα ονόμαζε κάποιος “σινεμά τέχνης” (ή ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ έστω) όπου οι διάλογοι φορτίζονται από τις αινιγματικές παύσεις. Δεν έχει την εσάνς εμμηνόπαυσης και ρετρολαγνείας του Downton Abbey ας πούμε, αλλά οπωσδήποτε δε μοιάζει πολύ φιλική στην εφηβική / νεανική προδιάθεση για αίμα, σπέρμα και υψηλές ταχύτητες.

Από την άλλη βέβαια, είναι τόσα πολλά τα πολιτισμικά “παρελκόμενα” – μόδα, design, αρχιτεκτονική, τέχνες – αυτού του θερμοκηπίου συμπεριφορών και τάσεων κατά “τη δεκαετία που άλλαξε τον κόσμο”, ώστε να χάνει κάποιος εύκολα το (όποιο) βάθος και να μένει στην τεχνικολόρ επιφάνεια. Ή στην εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς παρατήρηση υπό το πρίσμα της σύγχρονης πολιτικά ορθής αντίληψης (“Τι έκαναν τότε ρε παιδάκι μου τσ τσ τσ…” είτε πρόκειται για σεξιστικές και ρατσιστικές νοοτροπίες είτε απλά για μπεκρούλιασμα εν ώρα εργασίας και αρειμάνιο κάπνισμα σε δημόσιους κλειστούς χώρους). Η ψυχογεωγραφία της εποχής που διαδραματίζεται η σειρά δεν είναι παρά μια δικαιολογία για να εξορκίζει τις ενοχές του ο θεατής που μέσα του αναγνωρίζει οτι κι ο ίδιος έχει διαπράξει μικρές και μεγάλες αμαρτίες όπως οι ήρωες και (σε μικρότερο βαθμό) οι ηρωίδες του Mad Men, που πάντως δικαιούνται να λένε, όπως κι εμείς, οτι ναι μεν “σφάλαμε, αλλά δεν σκοτώσαμε και κανένα”. Η ιδέα του θανάτου στοιχειώνει διακριτικά την ατμόσφαιρα, αλλά δεν αποτελεί την κεντρική ιδέα της σειράς.

Το εξώφυλλο του Time της 7ης Απριλίου, αφιερωμένο στον τελευταίο κύκλο των Mad Men που ξεκινά σήμερα, Κυριακή 13 Απριλίου

Τόνοι “μελάνης” έχουν χυθεί στην ανάλυση της παθολογίας του κεντρικού χαρακτήρα Ντον Ντρέιπερ, ο οποίος δεν είναι άγγελος σίγουρα (οι δαίμονες του κάνουν πάρτι μέσα του απειλώντας διαρκώς να αποκαλύψουν την αληθινή του ταυτότητα και να του αφαιρέσουν τον έλεγχο των πραγμάτων), όμως δε στέκεται πάνω από εκατόμβη αθώων συχνά θυμάτων, όπως ο Τόνι Σοπράνο από τους Sopranos ή ο Κύριος Γουάιτ (“Μίστα Χουάιτ” όπως τον προσφωνούσε ο Τζέσι Πίνκμαν) από το Breaking Bad. Αυτή η “ομόσταυλη” του Mad Men σειρά που ολοκληρώθηκε πρόσφατα αφήνοντας πίσω της συντρίμμια, ακροβατούσε διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού, προκαλώντας τον θεατή να αναρωτιέται με αγωνία “τι νέα φρίκη θα συμβεί στη συνέχεια”. Αυτή η απίστευτη ένταση ήταν που της έδινε συγχρόνως ελευθερίες και περιορισμούς στο αφηγηματικό επίπεδο. Το Mad Men αντίθετα, έχει να κάνει με υποδόριες πτυχές της ύπαρξης: όποτε οι καταστάσεις γίνονται πολύ έντονες, μοιάζει να χάνει αέρα από κάπου.

“Θα σου’ λεγα να πας στο διάολο αλλά δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ” 

Η ατάκα είναι από φλασμπακ των τραυματικών παιδικών χρόνων του πρωταγωνιστή στο φινάλε του προηγούμενου κύκλου (η μαύρη αλήθεια πάντως είναι οτι αυτά τα φλασμπακ που πλήθυναν εσχάτως είναι από τα πιο αδύνατα σημεια της σειράς). Όσοι έχουν παρακολυθήσει το Mad Men, γνωρίζουν οτι ο Ντον Ντρέιπερ δεν υπάρχει. Είναι μια κατασκευασμένη ταυτότητα που δημιούργησε ο άνθρωπος που λεγόταν Ντικ Γουίτμαν πάνω σε μια απέλπιδα προσπάθεια να θάψει το παρελθόν του, πριν τον θάψει εκείνο πρώτο. Αυτός ο (άγονος;) αγώνας με τις πολλές δύσκολες πίστες, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα ζωής του πρωταγωνιστή από τον πρώτο κύκλο, όταν τον είχαμε δει να διαβάζει το ποίημα του Φρανκ Ο’ Χάρα “Μαγιακόφσκι”: περιμένω ήσυχα τώρα / την καταστροφή της προσωπικότητας μου / να φανεί ωραία ξανά / και ενδιαφέρουσα, και μοντέρνα…

Η ζωή όμως έχει πολλές πόρτες (και παράθυρα, και γέφυρες) όπως γνωρίζει καλά ο πρεσβύτερος φίλος και συνεργάτης του Ντον, Ρότζερ Στέρλινγκ (ο άνθρωπος που παραγγέλνει καινούριο πότο λέγοντας στο γκαρσόνι “κάνε κάτι σε παρακαλώ γι αυτή τη θλίψη” ενώ δείχνει το άδειο ποτήρι), ο οποίος το έχει φιλοσοφήσει διαφορετικά το πράγμα: “….Πώς εκτυλίσεται μια ζωή; Είναι σα να αντικρύζεις μια πόρτα για πρώτη φορά και αναρωτιέσαι “τι να βρίσκεται στην άλλη πλευρά της πόρτας;” Αφού ανοίξεις μερικές τέτοιες πόρτες, σκέφτεσαι: “Νομίζω οτι θέλω να περάσω μια γέφυρα. Βαρέθηκα τις πόρτες.” Ώσπου τελικα συνειδητοποιείς οτι μόνο αυτό υπάρχει: πόρτες και παράθυρα και γέφυρες και πύλες. Και ανοίγουν με τον ίδιο τρόπο. Και κλείνουν πάντα πίσω σου. Κοίτα, η ζωή υποτίθεται οτι είναι ένα μονοπάτι που το περπατάς και στην πορεία σου συμβαίνουν πράγματα που υποτίθεται οτι σου αλλάζουν κατεύθυνση, αλλά αποδεικνύεται τελικά οτι αυτό δεν ισχύει. Αποδεικνύεται οτι οι εμπειρίες δεν είναι τίποτα. Είναι μόνο κάποιες δεκάρες που μαζεύεις από το πάτωμα, τις βάζεις στην τσέπη και συνεχίζεις στην ευθεία γραμμή που καταλήγει εκεί – που – ξέρεις…”  Ο μονόλογος προέρχεται από το πρώτο επεισόδιο του έκτου κύκλου, ενώ μια σεζόν πριν, ο Ρότζερ είχε κάνει ένα επιτυχημένο “ταξίδι” με  LSD όπου τα είχε “δει όλα” με την καλή έννοια:

 Το Mad Men ξεκινά να προβάλλεται την Κυριακή 29 Μαρτίου. Επτά επεισόδια και τέλος. 

Δημήτρης Πολιτάκης

Share
Published by
Δημήτρης Πολιτάκης