ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

77ο Φεστιβάλ Καννών: Ο Κωστής Χαραμουντάνης φέρνει το ελληνικό καλοκαίρι στο ACID Cannes

Έχοντας ήδη φτιάξει μια δική του κινηματογραφική γλώσσα μέσα από 6 βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες, ο αυτοδίδακτος δημιουργός Κωστής Χαραμουντάνης κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα υπογράφοντας τη σκηνοθεσία, το σενάριο, τη μουσική και το μοντάζ (μαζί με τον Λάμπη Χαραλαμπίδη) της ταινίας Κιούκα πριν το τέλος του καλοκαιριού, μιας ηλιόλουστης οικογενειακής ιστορίας που επελέγη ως ταινία έναρξης στο ACID, μια από τις παράλληλες ενότητες του Φεστιβάλ Καννών, που δίνει βήμα σε ανεξάρτητες φωνές.

Στην ταινία, μια τριμελής οικογένεια, αποτελούμενη από τον ψαρά πατέρα (Συμεών Τσακίρης) και τα δίδυμα αδέρφια (Έλσα Λεκάκου, Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος) στα πρόθυρα της ενηλικίωσης, φτάνουν στον Πόρο για τις καλοκαιρινές τους διακοπές (kyuka σημαίνει διακοπές στα ιαπωνικά). Εκεί, τα παιδιά συναντούν χωρίς να το γνωρίζουν τη βιολογική τους μητέρα (Έλενα Τοπαλίδου), που τα εγκατέλειψε όταν ήταν μικρά, και οι οικογενειακές ισορροπίες ανατρέπονται με απρόβλεπτους τρόπους.

Παρακάτω, ο Κωστής Χαραμουντάνης μιλάει στην Popaganda για την ταινία, τους ηθοποιούς της και το πώς κινηματογραφείται η αυθεντικότητα.

Κωστή, πώς έφτασε η ταινία σου μέχρι το Φεστιβάλ Καννών; 

Μέσα από πάρα, πάρα πολλή δουλειά, υπομονή, επιμονή, αμέτρητα λάθη, τύχη και συνεργασία με ταλαντούχους ανθρώπους. 

Στο παρελθόν είχες δηλώσει ότι δεν σε ενδιαφέρουν τα βραβεία και οι φεστιβαλικές διακρίσεις. Έχεις αλλάξει καθόλου γνώμη; 

Δεν μου αρέσει που τα φεστιβάλ κινηματογράφου είναι τόσο συνδεδεμένα με τα βραβεία και τις διακρίσεις, καθώς και το πώς μια ταινία αποκτά αξία με βάση το που έχει κάνει πρεμιέρα. Αυτό μπορεί να καταλήξει αρκετά αποπροσανατολιστικό όταν θες να φτιάξεις μια ταινία. Δεν θέλω να σκέφτομαι καλλιτεχνικά τι κατεύθυνση θα ακολουθήσω με βάση τα βραβεία, τις θεματικές και τις “τάσεις” που δημιουργούνται σαν απόρροια αυτών, καθότι πιστεύω ότι πολλές φορές οδηγούν σε μια βαρετή επανάληψη, σε άψυχες και προβλέψιμες ταινίες, αποσυνδεδεμένες από το κοινό. Προτιμώ να έχω περισσότερο στο νου μου τους θεατές και το τι θέλω εγώ να κάνω σαν δημιουργός. Τα φεστιβάλ, στη βάση τους, είναι μια όμορφη γιορτή που ενώνει τον κόσμο. Μια τέτοια καλή περίπτωση είναι και το ACID των Καννών, ένα μη διαγωνιστικό φεστιβάλ, ανοιχτό στο κοινό με σκοπό την προώθηση του ανεξάρτητου κινηματογράφου, και χαίρομαι πολύ που φέτος η ταινία μας θα ανοίξει το φεστιβάλ τους. 

Βρισκόμαστε ακόμα στη μέση μιας τριλογίας με αυτή την ιστορία; Ποια ήταν η έμπνευσή σου για το σενάριο και από πού άντλησες ιδέες για τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων; Είναι τόσο συγκεκριμένες και πειστικές που μοιάζουν αληθινές. 

Η ταινία είναι προϊόν μυθοπλασίας και αποτελείται από ένα συνονθύλευμα πολλών ιδεών και αληθινών γεγονότων που έχουν υποστεί μια σημαντική επεξεργασία έτσι ώστε να μπορέσουν να σταθούν πια σαν πλοκή. Η ιστορία, οι χαρακτήρες, είναι εν μέρει εμπνευσμένοι από την παιδική μου ηλικία, την οικογένειά μου και τις καλοκαιρινές διακοπές που πηγαίναμε στον Πόρο. Κατά την προετοιμασία της ταινίας, δώσαμε τεράστια σημασία στις σχέσεις των ηρώων, οι οποίες έφτασαν σε αυτό το επίπεδο ύστερα από εργασία πολλών χρόνων, συζητήσεων και, φυσικά, της υποκριτικής δεινότητας των ηθοποιών. Ήταν πολύ σημαντικό οι μεταξύ τους σχέσεις να έχουν ειλικρίνεια και είναι ίσως το κομμάτι που σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης με ενδιέφερε περισσότερο από όλα. Ήταν πολύ βασικό οι σχέσεις, και ο κάθε χαρακτήρας, αφηγηματικά να έχουν συγκεκριμένη θέση και ταξίδι μέσα στην πλοκή. 

Η ταινία έχει συνεχώς μια lived in αίσθηση, που της προσδίδει αυθεντικότητα και οικειότητα. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να πετύχεις κάτι τέτοιο κινηματογραφικά;

Είναι αρκετοί οι παράγοντες που συνθέτουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Έχει να κάνει με το σενάριο, το καστ και τη χημεία που έχουν μεταξύ τους, την όλη σκηνοθετική κατεύθυνση από την ετοιμασία έως και το γύρισμα, την κινηματογράφηση, το μοντάζ, έτσι ώστε να αναδειχθούν και να ισορροπήσουν όλα αυτά σωστά. Όλοι με τον τρόπο τους συμβάλλουν και σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο, ούτε πετυχαίνει συνέχεια. Κατά βάση όμως θέλει, κατά τη γνώμη μου, γερή επένδυση στους ρόλους και τις σχέσεις τους μέσα από πολλές, βαθιές συζητήσεις πάνω στο κείμενο. Αυτή είναι μια διαδικασία που χτίζεται με τον καιρό και επιτρέπει στους ηθοποιούς να σχηματίσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για το σύμπαν του έργου, να φέρουν δικά τους προσωπικά στοιχεία σε αυτό και να ταυτιστούν πηγαία με την ιστορία και το χαρακτήρα τους. 

Πώς επέλεξες τους τέσσερις βασικούς ηθοποιούς της ταινίας; 

Με τον Κωνσταντίνο και την Έλσα γνωριζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών όπου φοιτούσαμε μαζί. Με τον Κωνσταντίνο συνεργαζόμασταν κάποιες φορές σε εργασίες στη σχολή και μου άρεσαν πολύ αυτά που φτιάχναμε. Θαύμαζα επίσης μια ποιότητα που έφερνε σαν ηθοποιός, όταν του δινόταν η απαραίτητη ελευθερία για να την εκφράσει. Την Έλσα την είχα προσέξει περισσότερο στις διπλωματικές παραστάσεις και την ξεχώρισα καθώς ήταν πάρα, πάρα πολύ καλή. Όταν την είδα, είχα ήδη κάνει κάποιες ταινίες μικρού μήκους και σκεφτόμουν στην επόμενη να της πω να συνεργαστούμε. Κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας πάνω στην “Κιόκου Πριν Έρθει το Καλοκαίρι”, μια μικρού μήκους που έκανα το 2018, η οποία αργότερα επεκτάθηκε στην “Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού”. Την Έλενα την πρόσεξα για πρώτη φορά στην υπέροχη μικρού μήκους “Bella” της Θέλγιας Πετράκη, όπου είχε κάνει φοβερή δουλειά. Όταν έψαχνα για τον ρόλο της μητέρας στην ταινία μου, για κάποιον άγνωστο λόγο δεν είχα κάνει την σύνδεση -δεν είχα καν σκεφτεί- ότι η Έλενα θα μπορούσε να ταιριάζει στον ρόλο της μητέρας, μέχρι που η ίδια η Θέλγια μου την πρότεινε και μας έφερε σε επαφή. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους βασικούς χαρακτήρες, ο Συμεών, που κάνει τον πατέρα στην ταινία, ήρθε προς το τέλος περίπου δύο μήνες πριν το γύρισμα. Μας τον σύστησε η καλή Διονυσία (Διεύθυνση Παραγωγής) και όταν μπήκε στο γραφείο ομολογώ ότι δεν πίστευα ότι ταιριάζει γιατί έμοιαζε πάρα πολύ νέος. Παρόλα αυτά, του μίλησα περιληπτικά για την ιστορία και του έδωσα να διαβάσει το σενάριο. Την επόμενη μέρα μας πήρε τηλέφωνο και κανονίσαμε να βρεθούμε. Ο ενθουσιασμός, η αγάπη και η αφοσίωση για τον ρόλο και την ταινία, με έκανε να τον εμπιστευτώ και να τον διαλέξω. 

Η μουσική της ταινίας φέρει την υπογραφή σου, αλλά μεγάλο κομμάτι καταλαμβάνουν και κλασικές συνθέσεις σε κρίσιμες σκηνές. Ποιο ήταν το σχέδιό σου για το soundtrack της ταινίας; 

Δεν ήταν από την αρχή σχεδιασμένο να κάνω εγώ τη μουσική σύνθεση, έγινε κάπως από ανάγκη. Χαίρομαι όμως που εν τέλει πήρα αυτή την απόφαση, καθώς μου επέτρεψε να εξερευνήσω ένα ακόμη αφηγηματικό εργαλείο, αυτό της μουσικής, και να φωτίσω με αυτό διάφορες πτυχές της ιστορίας. Στόχος μου ήταν η μουσική μαζί με τον ηχητικό συνδυασμό, να συμπληρώσουν, να ενωθούν με την δραματουργία και να γίνουν ένα. Η κλασική μουσική μου αρέσει πολύ και με εμπνέει, τη χρησιμοποιώ συνέχεια όταν γράφω και υπάρχει σε όλες τις ταινίες που έχω μέχρι στιγμής κάνει. Η μουσική έχει την ικανότητα να θέτει αστραπιαία τη διάθεση σε μια σκηνή και, με τη σωστή της χρήση, μπορεί να γίνει ένα σπουδαίο και χρήσιμο εργαλείο στο κινηματογράφο. 

Τι ελπίζεις να νιώσει το κοινό των Καννών βγαίνοντας από την προβολή; 

Ελπίζω να νιώσουν πως ήταν μια ταινία που άξιζε το χρόνο τους.


Η Popaganda θα βρίσκεται στις Κάννες για το 77ο Φεστιβάλ Καννών που διεξάγεται από τις 14 μέχρι και τις 25 Μαΐου.

Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου