Αυτές τις μέρες, μέσα στην ίδια εβδομάδα, έτυχε να βρίσκομαι σε δύο πρωτεύουσες της Κεντρικής Ευρώπης, ακραία παραδείγματα του προσδοκώμενου για την τέχνη: το Βελιγράδι και τη Ζυρίχη.
Στη Ζυρίχη είδα, σε μια εκπληκτική έκθεση με τίτλο « Η αναγέννηση στην Ευρώπη» στο Εθνικό τους Μουσείο, την διεθνή έκταση που πήρε το ζήτημα για την αυθεντικότητα του πίνακα του Χαλ Χόλμπαϊν του Νεότερου, «Η Παναγία και η αγία οικογένεια». Τον 19ο αιώνα, που αρχίζει στην Ευρώπη, συνεπακόλουθα με τον εθνικισμό, η αναζήτηση της αυθεντικότητας, ξεκινάει μια πρώτη μεγάλη διαφωνία, με αφορμή δύο σχεδόν πανομοιότυπα έργα: το μόνο ως τότε γνωστό έργο, ακριβά αγορασμένο για μια συλλογή, αποκαλύφθηκε ότι ήταν αντίγραφο ενός άλλου, του ιδίου (?) μάλιστα καλλιτέχνη. Ποίο έργο από τα δύο είναι το πρωτότυπο; Το ακριβά αγορασμένο, ή το παλαιότερο, καταχωνιασμένο σε ένα οικογενειακό σεντούκι ή έναν επαρχιακό ναό; Υπήρχε δόλος και εξαπάτηση, ή μια διαφορετική αντίληψη της πνευματικής ιδιοκτησίας, της σημασίας του μοναδικού στην τέχνη; Αυτό που ήταν ασήμαντο κάποτε, αλλά έγινε σημαντικό μετά (όταν ο εν λόγω ζωγράφος έγινε ένα must στην Ευρώπη που αναζητά τη ρίζα του ρεαλισμού), αναμένει πάντα να δικαιωθεί ή δικαιούται να περάσει στη λήθη; Τι είναι αυθεντικό και τι αντίγραφο; Στην περίπτωση των έργων του Χόλμπαϊν, είτε της εκδοχής της πόλης Ντάρμστατ ή της Δρέσδης, το αντίγραφο είναι πιο ολοκληρωμένο έργο. Ποιό, τώρα, από τα δύο μπαίνει στο χρηματιστήριο , ή τα βιβλία έστω, της τέχνης; Το πρώτο ή το καλύτερο; Το αυθεντικό ή το αντίγραφο;
Η ιστορία με το θέατρο, είναι κάπως διαφορετική, χωρίς αμφιβολία. Μιας και το θέατρο είναι μια μεταπρατική τέχνη και από την φύση της αντιγράφει ό,τι έχει υπάρξει αποκαλυπτικό στην τέχνη, και μάλιστα τόσον καιρό πριν, ώστε να το αποκωδικοποιεί ακόμα και ένας μέσος θεατής. Νομίζω όμως ότι τα διλήμματα παρουσιάζουν αναλογίες.
Στο Βελιγράδι και στη Ζυρίχη είδα, με επιλογή αποκλειστικά τις ημερομηνίες παραμονής μου στις πόλεις, αρκετά από τα θεατρικά, παραστάσεις νέων, κλασσικών, νεοκλασικών έργων, και χορευτικά έργα που δίνει η πόλη ως επιλογή.
Στο Βελιγράδι, στην τυχαία –ίσως και για αυτό ενδεικτική- αυτή επιλογή έργων, υπήρχε ένα κυρίαρχο συναίσθημα: το «καινούργιο», το έχουμε ξαναδεί. Μαρία Στιούαρτ του Σίλλερ με κοστούμια εποχής, αλλά με κομμένα παντελόνια στο γόνατο και κάλτσες γκολφ, ελισαβετιανού τύπου ρούχα, αλλά μονόχρωμα τερκουάζ, σκελετοί σπιτιών που στριφογυρίζουν πάνω σε κυκλοράματα, εξπρεσιονιστικό παίξιμο, σε καταπακτές από όπου εμφανίζονται και χάνονται οι ηθοποιοί, ένα ολόκληρο φορτηγάκι που σουλατσάρει στη σκηνή και ξαμολάει χώμα…Οικείο ε; Από την άλλη στον δικό τους, -εκεί, με την έννοια της εντοπιότητας λόγω του σοβιετικού τύπου παρελθόντος-, Τσεχωφικό Ιβάνοφ, οι θεατές κάθονται μέσα στην μπούκα της Ιταλικής σκηνής, οι ηθοποιοί παίζουν ανσάμπλ, καίγονται από τον «τσεχωφισμό» πάνω στην σκηνή, πηγαινοέρχονται διαρκώς, παίζουν αυτές τις μελαγχολικές μουσικές μεταξύ κλαυσίγελου, βασίζονται στην διαχείριση της προτεινόμενης συνθήκης. Οικείο; Ναι, θα σκεφτείτε, θυμίζουν και οι δύο παραστάσεις τους τρόπους αφήγησης , που έκαναν διάσημους δικούς μας σκηνοθέτες.
Αλλά γιατί βλέπω κάτι πανομοιότυπα κοινό στο Βελιγράδι, σε απόσταση, ας πούμε, 20 χρόνων από εμάς; Είναι αργό το καλλιτεχνικό dna ή πήρε χρόνο να φτάσει εκεί η μόδα; Μήπως οι Έλληνες, πιο Ευρωπαίοι από τους Σέρβους -στο παρελθόν αναμφίβολα-, ταξίδεψαν στον (φερόμενο ως) αναπτυγμένο κόσμο νωρίτερα;
Ας πάμε στη Ζυρίχη, ένα μεγάλο οικονομικό και καλλιτεχνικό σταθμό της ευρωπαϊκής τέχνης. Εκεί συμβαίνει κάτι άλλο. Το αυτονόητο, το βλέπουμε ως «καινούργιο». Είδα, ας πούμε, μια παράσταση χορού, ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ όπου οι δύο χορεύτριες, επί σκηνής μιλούσαν – με αυτό το κακό παίξιμο πρόζας των χορευτών- σε μικρόφωνα που σιγά- σιγά αυτά που λένε γίνονταν κίνηση, μια ρομποτική επαναλαμβανόμενη κίνηση, για 55 λεπτά. Αυτές οι παραγωγές, στην δική μου χώρα, αν και κυριαρχούν, ακόμα θεωρούνται, από ένα σύστημα παραγωγών που αγοράζουν θεάματα, ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Μετά στο Εθνικό Θέατρο: Δεσποινίς Σμιτ, του αγαπητού στην Ελλάδα (από τις «Σεξουαλικές Νευρώσεις των γονιών μας») Λούκας Μπρέφους. Μαντέψτε. Δώδεκα ηθοποιοί καθισμένοι σε καρέκλες, σε μια ευθεία στη σκηνή. Απευθύνονται κυρίως στο κοινό από τις καρέκλες, σηκώνονται από τις καρέκλες για λίγο, ξανακάθονται μετωπικά στις καρέκλες. Αλλά, αυτό, θεωρείται ακόμα, ότι ανήκει σε ένα είδος πρωτοπορίας της αισθητικής φόρμας, σωστά;
Και τώρα στα πειραματικά: στο Βελιγράδι, το έργο στη Νέα Σκηνή του Εθνικού τους θεάτρου, παρουσίασε το έργο του πολυγραφότατου Αλεξάντρ Πόποβιτς Coffee White , με θέμα την αστική κουλτούρα του 20ου αιώνα που την διαδέχτηκε το «κόμμα». Πρωτοποριακό: οι ξύλινοι τοίχοι του σχεδόν άδειου σκηνικού, που, όσο πέρναγε η ώρα όλο και έρχονταν στο προσκήνιο, έκαναν το χώρο κλειστοφοβικό, μικρό. Στη Ζυρίχη, στο υπόγειο του Εθνικού Θεάτρου μια παραγωγή με θέμα, επίσης, πολιτικό: μια συζήτηση για τον άμεσο καπιταλισμό και την αυτοδιάθεση, σε ένα σπα, όπου κρατιούνται όμηροι οι θαμώνες, με τίτλο Thermal resistance (Θερμική Αντίσταση) του Ferdinand Schmalz, έργο με μια ήδη επιτυχημένη πορεία στο Βερολίνο. Πρωτοποριακό: φουτουριστικοί άνθρωποι ( έμοιαζαν πιο πολύ με προφυλακτικά παρά με θαμώνες σπα), που, όταν δεν μιλάγανε (πράγμα σπάνιο γιατί κυρίως μιλάγανε) απασχολούνταν στους σωλήνες του νερού, σαν να είναι σε όργανα γυμναστικής. Και τα δυο γνωστά ζητήματα των «οφ» παραστάσεων . Άλλοτε θέτουν το ζήτημα «Ποιοί είμαστε» άλλοτε «Τι να κάνουμε» αλλά σπάνια απαντάνε στο ερώτημα «Πως γίνεται».
—-
Η αλήθεια είναι πώς δεν μπορείς να αποφύγεις τα στερεότυπα. Αυτή μου η παρατήρηση, επίσης θέλω να πω, είναι στερεότυπη. Και το δείγμα τυχαίο (και θα μου πείτε, και η προφητεία αυτοεκπληρούμενη). Καμία διαφωνία. Αλλά αν οι παραστάσεις της Σερβίας θυμίζουν παλιό καλό ελληνικό θέατρο, αυτό που οι λίγο μεγαλύτεροι λέμε ήδη: έχω δεν έναν -προσθέτουμε εδώ όνομα Σκηνοθέτη- συγκλονιστικό -και αναφέρεσαι σε κάτι που είδες στα 20, 20 χρόνια πριν, ενώ τώρα έχεις δει ακόμα 20 χρόνια θέατρο, αν οι παραστάσεις της Ζυρίχης θυμίζουν αυτό που λες τώρα που είσαι 20, «Ε! Αυτό είναι θέατρο», καταλαβαίνουμε ποιος παίρνει τι από που και σε πόσο χρόνο…Απλή αναλογική.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Θα συμπληρώσω σε αυτές τις σκέψεις μια ακόμα κατηγορία: το φεστιβαλικό θέαμα.
Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Γιατί τα θεάματα έρχονται εκεί που βρίσκεσαι, στη χώρα σου, υπάρχουν θεατές- αυτόπτες μάρτυρες των νέων αισθητικών και των νέων περιεχομένων, και για αυτό δύσκολα αντιγράφονται, δεν θα κοροϊδευτούμε τόσο εύκολα.
Αλλά μερικές φορές απλά δεν αντιγράφονται. Είναι σαν το έργο του Χόλμπαϊν. Μπορεί να αντιγράψει μόνο τον εαυτό του.
Οι Peeping Tοm από το Βέλγιο, που είχα την τύχη να δω στη Ζυρίχη βέβαια και όχι στο Βελιγράδι (εκτός αν το τόσο δραστήριο φεστιβάλ ΒITEF τους προλάβει για του χρόνου), πρωτοστάτες, μαζί με 2-3 άλλους, του Φλαμανδικού χοροθεάτρου, (εμείς τους είχαμε απολαύσει πριν μερικά χρόνια στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας) στη νέα τους παραγωγή Moeder (Μητέρα), είναι από αυτούς: γιατί δεν υπάρχει τρόπος να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου με το θάρρος και την πίστη-στον- άνθρωπο, με τα οποία διαχειρίζονται το θέμα της απώλειας της μητέρας, το να είσαι μητέρα, το να βλέπεις μια μητέρα (μετά δε, και στον ύπνο σου). Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψεις τι είδες (η ηδονική ευχαρίστηση εξάλλου είναι ο εχθρός της λογικής), να αντισταθείς στα φλεγόμενα σώματα, την χωρίς λογοκρισία διαθεσιμότητα των ερμηνευτών επί σκηνής, στην ολοκληρωτική διαχείρηση της περίπλοκης φόρμας της δραματουργίας τους, για έναν και μόνο σκοπό: εσένα.
Προσπάθησα να σκεφτώ, μήπως να προσπαθούσαμε να αντιγράφουμε όλοι αυτούς; Αλλά πως; Η ζωή δεν αντιγράφεται. Αυτό που κάνουν, μπορούν να το κάνουν μόνο αυτοί έτσι. Μπορεί να μοιάζουν πολύ με τον εαυτό του, και με ένα μεγάλο αισθητικό ρεύμα που εγκαινίασε από την δεκαετία του ‘80 η φλαμανδική σχολή του χοροθεάτρου, αλλα μόνο με τον ευατό τους μπορούν να αναμετρηθούν.
Καλό και κακό θέατρο, σε τοπικό επίπεδο, υπάρχει πολύ. Aλλά ανάμεσα στις παραστάσεις αντίγραφα -τις 100 το χρόνο που μπορεί να δει κάποιος στην πόλη του, σε όποια πόλη- που μιλάνε για την ζωή, “όπως μίλησε μια φορά κάποιος άλλος” (σημ: σε πολλά μου κείμενα αναφέρω τον Χάντκε και τον Κάσπαρ όπως τώρα, κοπιάροντας τις ατάκες- αφορισμούς μου), και στις παραστάσεις τις αυθεντικές , αυτές που “ταξιδεύουν”, η σύγκριση είναι ιδιαίτερα άνιση.
Υπάρχει ένα θέατρο, ΤΟ θέατρο, που , όπως αναφέρει και ο αγαπητός Ευγένιος Μπάρμπα, μπορεί να απευθύνεται, εξίσου σε ένα κοινό κωφών θεατών και σε ένα κοινό τυφλών θεατών. Και φυσικά και απλών θεατών. Αυτή είναι η πιο οπτιμιστική, αν και επίπονη στην επιτέλεσή της, σκέψη για το τέλος.