500 (+ μερικές ακόμα) λέξεις για την γενιά του ’30. Του 30 χρονών τώρα.

  1. Είναι μεγάλη η χαρά ο άνθρωπος, που γνωρίζεις, και ο καλλιτέχνης, που δημιουργείται, να αναγνωρίζονται από σένα ως το ίδιο άτομο.

“Οι στίχοι μου είναι λόγια μου, που ειπώνονται μέσα στα αμέτρητα χαζά και ανούσια που εκφέρω ασταμάτητα στη διαπασών καθημερινά και επειδή κανείς δεν προλαβαίνει να τα προσέξει, τα γράφω” (11, σελ. 18)

Κάπως έτσι γνώρισα τον Παναγιώτη, όταν πολύ πολύ νέος (17 κάτι), πάντα με ένα τ- σερτ με στάμπες, συνήθως με κάποιον που έβγαζε τη γλώσσα, όταν ήρθε στην δραματική σχολή στα Εξάρχεια,που εγώ δίδασκα.
Ένα δυνατό αγόρι που για να έρθει στο θέατρο, σκέφτηκα,
ενώ δείχνει σαν να είναι επαγγελματίας του σκέητ μπόαρντ
για να έρθει στο θέατρο
ενώ στο σχολείο είναι σίγουρα δημοφιλής και σίγουρα κάνει γκράφιτι
για να έρθει στο θέατρο, σκέφτηκα,
ενώ κυρίως θέλει να απομονώνεται με τα ακουστικά του,
μάλλον θα είναι ένας τύπος σαν αυτόν στο Good Will Hunting, μια κρυμμένη διάνοια της Χαλκίδας, -από εκεί ήρθε ο Παναγιώτης-, που κάνει παρέα με “κάτι τέτοιους” αλλά κάτι με αυτόν δεν είναι έτσι όπως φαίνεται το πράμα.

Ένα τέτοιο υγιές παιδί, ένα δραστήριο και μέσα στο κόλπο αγόρι, είναι δύσκολο για σένα, βουτηγμένο εδώ και χρόνια στα στερεότυπα, να σκεφτείς γιατί να μπλεχτεί στην “υψηλή κουλτούρα”, ενώ είναι ένα κομμάτι του street fashion παίζει ραπ, γράφει στίχους σε γωνίες τετραδίων, σε ριγέ σελίδες με στάμπες από μελάνι που μοιάζουν κομμένες από σχολικά διαγωνίσματα.

Μια μέρα μου έδειξε εκείνα τα χαρτάκια. Με κολάκευσε παρά τα 17 μας χρόνια διαφορά, σαν να έκανα μια μικρή παρανομία, σα να με “διάλεξε”. Ίσως γιατί 17 χρόνια πριν είδα, -όλοι είδαμε, αυτή ήταν η “αποκάλυψη του τίποτα για πάντα” , την χρυσή περίοδο των γιάπιδων- πολλά χαρτάκια, ΠΟΛΛΑ, αυτά του Kurt Cobain, του ποιητή της δικής μου γενιάς, να επαναλαμβάνουν πυρετικά την λέξη “a denial” (x9 στο Teen Spirit).
Μετά ζήσαμε για την απόρριψη, αλλά απορριφθήκαμε αντί να απορρίψουμε από/στην grunge γενιά μας. Για αυτό κολακεύθηκα που κάποιος ακόμα μπορούσε να απευθύνεται σε μένα, ήταν σαν ελιξίριο ζωής.

Του είπα, έτσι νομίζω, (και αν δεν του το είπα τότε, σίγουρα τώρα θα το έλεγα): «Στείλτα μου με μέηλ. Δακτυλογράφησέ τα. Δώσε αξία στις λέξεις. Δεν θα σε αποκαταστήσει κανείς. Κανείς δεν θα διαβάσει έτσι, ποτέ, κανένα κείμενό σου. Εγινε μια φορά παλιότερα, πέρασε η μόδα»

2. «Ψεύτες….Οι δάσκαλοί μου, που μου έλεγαν πώς θα διαπρέψω και πώς ακόμα πιστεύουν σε μένα» (Διαμπερές, σελ. 38)

Δεν είμαι βέβαιη αν ο συλλογισμός του Παναγιώτη, σωστά πηγαίνει έτσι…
Νομίζω ότι ένας καλλιτέχνης, στα πρώτα του απεγνωσμένα/μη εξακριβωμένα βήματα έχει πολλά ζητήματα να ξεπεράσει, χωράει σε αντιφατικές υποκειμενικότητες. Οι φράση:
-«πως θα διαπρέψω» εκφράζει μία θέση, ενώ η φράση
-«πως ακόμα πιστεύουν σε μένα» εκφράζει μια άλλη θέση
Ο συνδυασμός των προτάσεων είναι ανέφικτος μιας και στην πρώτη περίπτωση κάποιος προσβλέπει στο μέλλον με όρους παρελθοντικούς και στην δεύτερη ήδη αναπολεί το παρελθόν με μια μελλοντική ελπίδα.

Με αυτήν την αφορμή, αυτόν τον συλλογισμό θα μιλήσω για την ποίηση.
Γιατί και εκεί, κάπως έτσι χωρίζονται τα πράγματα.
Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις, με όρους που περιγράφονται, το τι ορίζουμε ως διαρκές, αναλίωτο, δυναμικό και κυρίως αυθεντικό.
Είναι η ποίηση η λέξη;
Είναι ποίηση η σύνθεση;
Είναι ο τρόπος που το νόημα δεν βγάζει νόημα; ή το αντίθετο;
Είναι η Ποίηση ένας φορμαλισμός σε σχέση με κάτι άλλο;
Τα βιβλία έτσι αναλύουν τον τρόπο που η ποίηση αξιολογείται, αυτά είναι τα μετρήσιμα σταθμά.

Η ποίηση σε χαρτάκια, που γράφουν οι χιπχοπάδες και κάτι τύποι γκραντς (ειδικά πριν το Νόμπελ του Μπομπ Ντύλαν), σπάνια θεωρούνται ποιητές, συχνά δεν διαβάζουν ποίηση και δεν έχουν συνήθως εγκύκλιες σπουδές. Ομως η ποίηση έχει γραφεί σε χαρτάκι και χαρτοπετσέτες, στο δέρμα πάνω και στους τοίχους.

Προφανώς:
-μπορεί η ποίηση να γράφεται σε έναν τοίχο που δεν έχεις δει ακόμα, εκεί που όταν το βλέπεις λες: «καλά αυτό πώς δεν το σκέφτηκε ποτέ κανείς;»

«Κόσμε είναι ή που θα μου χαμογελάσεις ή που θα φας κλωτσιά και θα σου σπάσω τα δόντια (18, σελ. 56)

-μπορεί η ποίηση να είναι ό,τι απομένει αφού όλα έχουν ξεχαστεί. Ο απόηχος του θεατρικού μονολόγου, του μονολόγου που μιλιέται, όχι αυτού που γράφεται, μιας δανεικής εικόνας του κόσμου, μιας εικόνας ενδιάμεσης, μέσα στην οποία και πάλι είσαι εσύ.

«με κρατάς καθηλωμένο, με το πρόσωπο να τρίβεται πρόστυχα στο τζάμι. Το ένα μου χέρι τεντωμένο και τα δάκτυλα καρφωμένα στον τοίχο. Ω Μπλανς, μωβ γλυκιά μου αράχνη, ταραντούλα, οδυνηρέ θάνατε της ψυχής, αιώνια ζωή του κορμιού, Μπλανς για πάντα. (…) Σε θέλω. (Μωβ, σ. 109)»

-μπορεί η ποίηση να είναι ο τρόπος που εξορκίζεις την απόρριψη, τα γράφεις αυτά και προχωράς.

«Δεν έχεις να πεις τα νέα σου σε κανέναν, δεν έχεις κανέναν, δεν έχεις νέα ” (Παραίτηση , σελ. 66)

ή να είναι από ποίηση φτιαγμένο το ημερολόγιο σου

«Αποτύχαμε αδελφέ, ευχαριστώ και συγνώμη, δύο λόγια, λόγια αυτό το μόνο που τελικά μας αντιπροσώπευσε.» (Αγαπητέ μου φίλε, σελ. 82)

ή μπορεί η ποίηση να είναι μια ανάμνηση των χρόνων που έπαιζες στη δραματική σχολή τον Κώστια στον Γλάρο του Τσέχωφ, στον διαρκή στο θεάτρο κραδασμό των έργων και των ρόλων που σου αλλάζουν τη ζωή

«Φταίω. Που σου είπα σ΄ αγαπώ τόσο νωρίς» (Ηθικός Αυτουργός, σελ. 119)

3.  Ο Παναγιώτης Βασιλείου μου κάνει ακόμα εντύπωση, όμοια με αυτή που μου έκανε όταν τον γνώρισα στα 17 του. Δεν το βάζει κάτω. Μπαίνει σε σκοτάδια , όπως γράφει ο ίδιος, και βλέπει την ανατολή. Μπαίνει στις τέχνες του δρόμου, με τα γκράφιτι και τον χορό του σκέητ, μπαίνει στο θέατρο, στη μουσική, στην ζωγραφική, κι τώρα στην ποίηση. Αλλοτε με στήριξη και άλλο χωρίς. Άλλοτε με πίστη από άλλους άλλοτε με πλήρη απιστία. Κυρίως με το βαθύ βίωμα της προδοσίας.

Αυτή του την βιογραφία την έχω μάθει καλά. Είναι η βιογραφία της γενιά της κρίσης. (so much less than zero)

Αλλά ο Παναγιώτης δεν βγαίνει από το φως. Άτσαλα, βίαια, ανεπιτήδευτα, σκληρά και ανυποχώρητα, μπαίνει τώρα στην ποίηση, τυπώνει εκείνα τα χαρτάκια τετραδίου, από εκεί που άρχισε. Δεν ακολουθεί κανόνες νοημάτων, λογοτεχνικών σχημάτων, νόρμες. Δεν ανταγωνίζεται τους ποιητές. Γράφει όπως του βγει. Η ποίηση του διέπεται από την ποίηση. Είναι μια ποίηση υγιής, παρότι πάντα μιλάει για την αρρώστια. Μελαγχολική στο σύνολό της, μια σκληροτράχηλη ματιά, εθισμένη, διασπαστική και αυστηρά προσωπική. Ο,τι και αν ματαιώνεται, ό,τι και αν περιμένει, με όποιον και να τα βάζει, ό,τι και να έχει συμβεί, όποιον και να έχασε, ό,τι και αν του λείπει, για όλα όσα έχει, σε αυτό του το έργο «Η γένεσις, η ζωή και το έργο, ο θάνατος του αμνού», που με βαθιά συγκίνηση διαβάζω, στον «Απολογισμό» ο Παναγιώτης Βασιλείου με τα σταμπωτά του t-shirt, που σήμερα ήδη είναι φαρδιά πουκάμισα, θα μοιάζει με το ν αγαπημένο μου νεαρό Βέρθερο, χωρίς όμως το τέλος του, έναν Βέρθερο που αντέχει.

«Θα περάσει, ότι και έχω θα περάσει θα συμβιβαστώ και πάλι γιατί έτσι είναι η ζωή…γιατί τα πάντα είναι αγάπη»
(Απολογισμός, σ. 69)

4. Ο Παναγιώτης Βασιλείου εκφράζει μια γενιά. Για αυτό το Ρομάντζο προχτές δεν ήρθαν παράγοντες της λογοτεχνίας, ούτε κριτικοί, ούτε παλιού τύπου διανοούμενοι και εραστές της ποίησης. Αλλά είχε 200 και άτομα 25-30 χρονών , με την προσμονή χαραγμένη στα μάτια, όταν ένας σαν αυτούς χαράζει τα γράμματα πάνω στο βιβλιοδετημένο πια χαρτί, όταν ο «δρόμος» γίνεται ποίηση αυθεντική.
Και η βραδυά ήταν sold out.

(γεγονός: πουλήθηκαν όλα τα αντίτυπα της έκδοσης)

“Να ξέρεις, ο χρόνος είναι μονάχα μια μονάδα μέτρησης, της προσμονής αγάπης ελευθερίας κ έρωτα.
Για αυτό δεν περνούσε με τίποτα.
Αυτά τα 6 χρόνια τα μέτρησα σε καπνισμένα τσιγάρα ως τα δάχτυλα.
Σε αμέτρητα 700αρια μπουκάλια βότκας. Σουηδική βότκα. Ρώσικη βότκα. Βουλγάρικη βότκα. Και μπύρες πολλές μπύρες, πύργοι από αυτά διακόσμισαν τα δωμάτια που ξάπλωσα, μαζί με βιβλία, ταινίες και παυσίπονα.
Ο ύπνος ερχόταν όταν οι άλλοι ξυπνούσαν και εγώ αναδιώμουν όταν πλάγιαζαν. Ρε πόσο ήσυχη είναι η πόλη το βράδυ, δεν έχεις ιδέα.
Οι γυναίκες είναι πιο όμορφες τα βράδια και οι άντρες έτοιμοι για όλα. Και εγώ κάπως έτσι. Λίγο έλειψε πολλές φορές. Ταχυκαρδίες, ημικρανίες και ίλιγγοι λίγα από όσα έμειναν από εκείνα τα βράδια. Εφιάλτες, κρίσεις πανικού και εμετοί στον ύπνο συντροφεύουν άλλους τώρα.
Έχασα τα πάντα, για να τα κερδίσω ξανά ακόμα και τον ύπνο μου.
Μα πάντα κάποιοι ήταν εκεί.
Και αυτό τους το χρωστούσα.
Μάζεψα όσα μπόρεσα από εκείνα τα βραδιά του 2008 μέχρι το 14.
Αυτό είναι για εσάς.”

Τζωρτζίνα Κακουδάκη

Share
Published by
Τζωρτζίνα Κακουδάκη