500 λέξεις για την παράσταση “Παράσιτα”, ή η περιπέτεια της εγκατάλειψης

…και ενώ στις αντρικές φυλακές (όταν δίδασκα στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας) οι κρατούμενοι συνόδευαν το «γιατί» με εκφράσεις όπως «τον χτύπησα», «πούλησα», «άρχισα τις κακές παρέες», «αδικήθηκα», «αντέδρασα», «θόλωσα», «εξοργίστηκα», «εκμεταλλεύτηκα», «ήμουν άφραγκος», «πήρα το δίκαιο στα χέρια μου» κ.ο.κ, στις γυναικείες άκουσα διαφορετικές αφηγήσεις για αυτό το «γιατί», σχεδόν καθ’ ολοκληρία: «αγάπησα», «παρασύρθηκα», «εμπιστεύτηκα», «αφέθηκα», «πίστεψα», «την πάτησα», «δεν μπορούσα να πω όχι», «με πίεσε», «αναγκάστηκα».

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η τόσο διαφορετική προσέγγιση της περιγραφής του εαυτού και των ευθυνών μας απέναντι στις πράξεις μας, με τα τόσο διαφορετικά ποσοστά θυμικής και συναισθηματικής νοημοσύνης, ενεργητικής και παθητικής πρόσληψης της ιστορίας. 

Κοινή στα φύλα όμως είναι μια κεντρική αφήγηση των γεγονότων: «δεν είχα άλλη επιλογή», «έτσι μεγάλωσα» και «εκεί θα κατέληγα». Και έτσι γυρίζουμε ταχύτατα εκεί που είναι η μνήμη της παιδικής ηλικίας.

Αυτός ο συνδυασμός, της αφήγησης του θύματος μαζί με την σχεδόν ντετερμινιστική παρατήρηση της πορείας της ζωής των ανθρώπων που έχουν υποστεί συστηματική κακοποίηση, εγκατάλειψη, αυτοαπόρριψη και μια τεράστια ψυχική ερήμωση, αλλά και η συνεχή ανάκληση του παιδικού τραύματος, δίνουν το στίγμα στο έργο Παράσιτα της Βίβιεν Φράντσμαν.

Δύο νεαρές αδελφές εξαρτημένες από κάθε είδους ψυχοτροπική ουσία, που μπαινοβγαίνουν στη φυλακή, ξεδιπλώνουν αυτόν τον παράξενο «φυλακόβιο» γυναικείο ψυχισμό. Στο σπίτι που θα συγκατοικήσουν θα βιώσουν μια νέα φυλακή. Μπορεί να μην είναι αυτή με τα κάγκελα, αλλά είναι η άλλη, η φυλακή της μητρόπολης, με ανθρώπους παγιδευμένους σε κάθε είδους σκουπίδια. Είναι εκτεθειμένες σε κάθε είδους παραμύθα που τροφοδοτεί η πάντα ανοιχτή τηλεόραση, ως το μόνο παράθυρο ενημέρωσης και εκπαίδευσης στον μικρόκοσμό τους, από ριάλιτι τύπου «Άλλαξέ το», «Έχεις πακέτο», ή αυτές τις αγγλικές σειρές – που στην Ελλάδα μας φαίνονται αδιανόητες, με τις καθαρίστριες που καθαρίζουν σπίτια στάβλους, σαν αυτό που μένουν τα δυο κορίτσια του έργου -, ή απολιθώματα ζωής («συμφιλιώσου με τον βιαστή σου στην κάμερα») απ’ αυτά που δείχνει η Όπρα, ή την ηρωποιημένη Φιόνα του Shameless, με γονείς εθισμένους, ψυχωτικούς, σε κάθε επίπεδο παραβατικούς. Η Ρόλυ και η Πινκ ζουν μέσα σε σκουπίδια, τρώνε σκουπίδια, βλέπουν στην τηλεόραση σκουπίδια, ταυτίζονται με τα σκουπίδια, είναι και αυτές σκουπίδια, παράσιτα της σύγχρονης ζωής.

Με μόνη αναφορά στην ποπ κουλτούρα του χτες, στην κουλτούρα της παιδικής ηλικίας, την μικρή Ντόροθυ από τον Μάγο του Οζ. (Στη φυλακή, έμαθαν στα 18 να συλλαβίζουν και να μπορούν να διαβάσουν αυτό και μόνο το βιβλίο). Μέσα στην εξαθλιωμένη ζωή του παρία των πόλεων περιμένουν τα μαγικά παπούτσια που θα τις γυρίσουν -που αλήθεια;- σε ποια πατρίδα, σε ποια παιδική ηλικία; Η έκφραση «πουθενά δεν είναι σαν το σπίτι» (και σπίτι είναι η παιδική ηλικία, παραφράζοντας τον Ρολάν Μπαρτ), δεν παραπέμπει σε τίποτα ωραίο, μόνο σε μνήμες βιασμών, εγκατάλειψης, κακοποίησης, τραυμάτων της ψυχής που δεν επουλώνονται. Και ενώ στο σπίτι τους εμφανίζονται τα κόκκινα παπούτσια, κανένα μαγικό δεν θα συμβεί, αντίθετα τα παπούτσια της Ντόροθυ θα προκαλέσουν νέες απώλειες, νέα βία, γιατί αυτή είναι η παιδική ηλικία για αυτές, δεν υπάρχει καμιά ωραιοποιημένη πραγματικότητα την οποία μπορούν να ανακαλέσουν. 

Ο Μάγος του Οζ ισούται με το «χάσιμο από τα γραμμάρια της πρέζας» (οz= 28 γραμμάρια), η πραγματική ζωή με μια ψυχεδελική Οδύσσεια, όπου εύχεσαι «να είναι μακρύς ο δρόμος».

Αλλά η διαπίστωση σε μια στιγμή αναλαμπής «Είμαι μέρος αυτού του κόσμου. Είμαι ένα κομμάτι του.» δημιουργεί στο θεατή ένα επόμενο ερώτημα, που χρειάζεται να απαντηθεί. Στο «δεν είχα άλλη επιλογή», «έτσι μεγάλωσα» και «εκεί θα κατέληγα», στη νομοτελειακή μοίρα των άτυχων παιδιών που δεν είχαν δικαίωμα στη μνήμη του εαυτού τους, που δεν πρόλαβαν να μάθουν γράμματα, να συλλάβουν αργά και αθώα τον κόσμο μέσα στον οποίο θα ζήσουν, που πήραν ευθύνες μεγάλων ενώ ήταν μικρά, αυτά τα παιδιά που έγιναν μεγάλοι μπαινοβγαίνοντας σε ιδρύματα και φυλακές, με παρέα την πρέζα και τα παρελκόμενά της, εξακολουθούν να είναι μέρος αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που γεννάει (η μια αδελφή είναι έγκυος κατά τη διάρκεια του έργου) τον επόμενο. Και εμείς είμαστε η αιτία και η λύση.

Δείτε την παράσταση. Φτιαγμένη με ευαισθησία, ακρίβεια και τελέντο επί και πίσω από τη σκηνή, σε σκηνοθεσία του αεικίνητου νέου σκηνοθέτη Βαγγέλη Βογιατζή.

BIOS κάθε Δευτέρα και Τρίτη ως τις 19 Φεβρουαρίου 2019
Τζωρτζίνα Κακουδάκη

Share
Published by
Τζωρτζίνα Κακουδάκη