Είναι μια ζούγκλα εκεί έξω – όχι ότι μπορούμε να βγούμε για να το διαπιστώσουμε-, αλλά η κινηματογραφική βιομηχανία καλείται να προσαρμοστεί απότομα στις νέες συνθήκες προκειμένου να μην φαλιρίσει εντελώς. Με τα σινεμά κλειστά στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη (ή τουλάχιστον σε εκείνο που φροντίζει για τα έσοδα του industry), πολλές ταινίες κυκλοφορούν πρόωρα ή κι απευθείας σε video on demand (VOD) ή προβάλλονται σε ψηφιακές κινηματογραφικές αίθουσες (μια ιδέα που εξασφαλίζει την οικονομική υποστήριξη πολλών ανεξάρτητων και τοπικών σινεμά).
Στην Ελλάδα, πέρα από το Netflix, που εκτός από τα δικά του originals αρχίζει σιγά-σιγά να αγοράζει και ταινίες που δεν έχουν ελπίδα για κινηματογραφική έξοδο μετά τα τελευταία γεγονότα, συνεχώς γίνονται διαθέσιμοι νέοι τίτλοι μέσα από το Google Play και το iTunes, οπότε καλά θα κάνετε να τσεκάρετε πού και πού τις αντίστοιχες εφαρμογές.
Ακολουθεί μια πρώτη γεύση από νέες και επερχόμενες κυκλοφορίες που θα δοκιμαστούν, δυστυχώς, στη μικρή οθόνη…
Τη στιγμή που ο πλανήτης ανακάλυπτε τις αρετές του scandi noir, το Ανωτέρα Βία άνοιξε ακόμα πιο διάπλατα την πόρτα και τον σύστησε και στη σκανδιναβική αμηχανία. Η κωμωδία με τον πατέρα που εγκαταλείπει την οικογένειά του την ώρα που ετοιμάζεται να τους καταπλακώσει μια χιονοστιβάδα σε χιονοδρομικό θέρετρο ήταν υποψήφια για το ξενόγλωσσο Όσκαρ κι έβαλε το σκηνοθέτη Ρούμπεν Έστλουντ σε τροχιά Χρυσού Φοίνικα (τον κέρδισε με την αμέσως επόμενη ταινία του, Το Τετράγωνο, το 2017).
Η χολιγουντιανή εκδοχή του ξεχωρίζει για την εμπνευσμένη ένωση του Γουίλ Φέρελ και της Τζούλια Λούι-Ντρέιφους, τιτάνων της σύγχρονης αμερικάνικης κωμωδίας, όμως το δίδυμο σκηνοθετών και σεναριογράφων Νατ Φάξον και Τζιμ Ρας (Όσκαρ σεναρίου για τους Απόγονους) για κάποιο λόγο διστάζει να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες του facepalm χιούμορ που προκύπτει από τη συνύπαρξη των πρωταγωνιστών. Πάντως το να είσαι παγιδευμένος κάπου με την οικογένειά σου, ενώ τη μισείς για κάτι, μπορεί και να ταιριάζει στο κλίμα των ημερών.
Εκτός από τα άλλα ενισχυμένα μέρη του σώματός του, ο Βιν Ντίζελ πάντα είχε και μύτη για ένα καλό franchise, από τις περιπέτειες του Ρίντικ και του πράκτορα xXx ως το μυθικό πλέον οδοστρωτήρα Fast & Furious (μελανές εξαιρέσεις ένα The Last Witch Hunter εδώ κι ένα Babylon A.D. εκεί – μέχρι και στο ΜCU χώθηκε.) Η μεταφορά του κόμικ Bloodshot είναι η τελευταία του απόπειρα να ηγηθεί ενός νέου franchise, όμως η κυκλοφορία του στις αίθουσες κόπηκε άδοξα λόγω του κορωνοϊού, με αποτέλεσμα η ταινία να βγει πρόωρα σε VOD (στην Ελλάδα είναι διαθέσιμη μέσω του Google Play) και το potential της να αποτελεί προς το παρόν μυστήριο.
Ο Βίναρος παίζει έναν άτρωτο υπερ-στρατώτη που κατασκεύασε μετά το θάνατό του μια εταιρεία τεχνολογίας και, στην πιο εντυπωσιακή σεκάνς της ταινίας, τα βάζει με τον Σαμ Χιούαν του Outlander σε ένα ασανσέρ. Με τον τρόπο του, κι αυτό αρκεί, το Bloodshot είναι αρκετά self-aware με έναν εκνευριστικό τρόπο που δεν πηγάζει από την εξυπνάδα αλλά από την απροθυμία του να παίξει λίγο περισσότερο με την ταυτότητά του (ας πούμε η ταινία έχει μυρωδιά Memento και ο Γκάι Πιρς είναι ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΚΕΙ…).
«Δεν μπορώ να ξεπεράσω τον Τζον Κάρπεντερ», μάς είπε πέρσι στο Φεστιβάλ Καννών ο συν-σκηνοθέτης του Bacurau, Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο – και πόσο φαίνεται σε αυτήν την παράξενη, συναρπαστική ταινία που έφυγε με το βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες και στη συνέχεια αποτέλεσε τεράστια εμπορική επιτυχία στην politically challenged Βραζιλία. Με κοινωνική οργή που συναγωνίζεται τα Παράσιτα και μια απαραίτητη αποθέωση των genre καταβολών του (Ούντο Κίερ! Ιπτάμενοι δίσκοι;), το χαμαιλεοντικό Bacurau κάνει μια μικρή επανάσταση στο πολιτικό και κινηματογραφικό τοπίο, σαν τους κατοίκους του βραζιλιάνικου χωριού της ταινίας που ενώνουν τις δυνάμεις τους ενάντια στην αδικία και σε ντόπιους και μη εχθρούς.
“Steven it’s OK, se sygxorisa” ήταν το μήνυμα που στείλαμε στον Στίβεν Σπίλμπεργκ όταν είδαμε το Honey Boy και σταματήσαμε να του κρατάμε μούτρα για το γεγονός ότι δημιούργησε μια καριέρα στον Σάια ΛαΜπαφ, που για πολλά χρόνια έμοιαζε να μην έχει κανένα λόγο ύπαρξης πέρα από το περιστασιακό Transformers, άντε και κανένα βίντεο κλιπ…; Τελικά το μόνο που χρειαζόταν αυτό το ψευτο-edgy, προβληματικό, ενοχλητικό τέκνο του Χόλιγουντ για να εξορκίσει τους προσωπικούς του δαίμονες και να κερδίσει τα artistique διαπιστευτήριά του ήταν να αντλήσει υλικό από τη δική του ζωή, with a twist.
Στο Honey Boy, το αυτοβιογραφικό σενάριο του οποίου έγραψε όσο βρισκόταν σε κλινική αποτοξίνωσης, ο ΛαΜπαφ υποδύεται όχι τον εαυτό του αλλά τον πατέρα του, ένα βίαιο βετεράνο του στρατού, πρώην αλκοολικό και πρώην επαγγελματία κλόουν (καμία ελπίδα) που βασιζόταν στους τηλεοπτικούς ρόλους του 12χρονου γιου του για να τα βγάλει πέρα οικονομικά και για τους δυο τους. (Τον Σάια ενσαρκώνει ο μικρός Νόα Τζουπ και αργότερα ο Λούκας Χέτζες.) Σε μια ταινία όπου όλοι οι ενήλικες είναι αδιάφοροι, ανεύθυνοι ή εφιαλτικοί, η σκηνοθέτης Άλμα Χαρέλ αντεπιτίθεται ατμοσφαιρικά και συναισθηματικά, βρίσκοντας ως εκ θαύματος την ανθρωπιά των lived in χαρακτήρων του ΛαΜπαφ, ο οποίος με τη σειρά του διανύει χιλιόμετρα ψυχοθεραπείας μπροστά στην κάμερα – ελπίζουμε όχι μάταια.
Superbad εκτάκια περνούν μια θεότρελη ημέρα προσπαθώντας να πάρουν πίσω το πολύτιμο χαμένο drone του πατέρα ενός εκ των τριών. Μόνο ο Σεθ Ρόγκεν θα σκεφτόταν να βάλει παιδάκια να βρίζουν και να παίζουν (να παίζουν όμως) με sex toys σε μια ταινία που οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της δεν επιτρέπεται να τη δουν λόγω (α)καταλληλότητας; Ίσως όχι, αλλά μόνο εκείνος (εδώ ως παραγωγός) θα φρόντιζε να βγει αστείο το αποτέλεσμα ΚΑΙ να συμπεριφερθεί επιτέλους ο Τζέικομπ Τρεμπλέι (Το Δωμάτιο, Θαύμα) σαν αγοράκι της ηλικίας του και όχι σαν να κατάπιε η Χίλαρι Σουάνκ τον Βασιλάκη Καΐλα. Η σκηνή στη μέση του δρόμου και η σκηνή με το drone θα εξασφαλίσουν δύο από τα πιο ηχηρά γέλια της καραντίνας.