Ο Άγιος Βασίλης της 7ης τέχνης κάθε χρόνο φέρνει τα δώρα του αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Για τους περισσότερους, ίσως απλώς να συγχρονίζει τον Ρούντολφ με τη σεζόν των κινηματογραφικών βραβείων. Για τους λίγο πιο ρομαντικούς όμως ο Άγιος Βασίλης απλώς αναβάλλει για λίγο τη διανομή των δώρων από αγάπη για τους κινηματογραφόφιλους λάτρεις των Χριστουγέννων και πολέμιους της ρουτίνας.
Φέτος, λοιπόν, ναυαρχίδα της καθυστερημένης διανομής είναι το “The Post”, ιστορικό δράμα δια χειρός Steven Spielberg με τον Tom Hanks και την Meryl Streep.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η ταινία είναι αληθινά και αποκαλύπτουν σε όλο της το μεγαλείο την κόντρα δημοσιογράφων και Κυβέρνησης σχετικά με τη διαρροή εγγράφων για την εμπλοκή της Αμερικής στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η αλήθεια όμως που αφορά κινηματογραφικά βραβεία και κινηματογραφόφιλους και ,αντιστοίχως, το μεγάλο δώρο του περίφημου Άγιου Βασίλη είναι η πρώτη συνεργασία Tom Hanks και Meryl Streep.
O Jarmusch με τον λευκό θύσανο που διατηρεί για μαλλιά, τα διαπεραστικά απροσδιορίστου χρώματος μάτια του και τα μαύρα γυαλιά- σήμα κατατεθέν δε χρειάζεται συστάσεις. Άμα τη εμφανίσει αυτοπροσδιορίζεται ως ένας από τους πλέον κουλ σκηνοθέτες της γενιάς του, που μοιάζει να κάνει σινεμά μόνο και μόνο γιατί αυτό γουστάρει να κάνει στη ζωή του.
Εδώ παραδίδει μια ταινία για την ανά τους αιώνες ερωτική ιστορία δύο βαμπίρ. Τα δύο ερωτευμένα βαμπίρ αφήνονται στα άξια χέρια της Tilda Swinton και του Tom Hiddleston οι οποίοι υιοθετώντας μια γερή δόση από το coolness δημιουργού τους πείθουν χωρίς καμία προσπάθεια ότι η φλόγα του έρωτα δε σβήνει ποτέ, όσοι αιώνες κι αν περάσουν. Τι κι αν δεν πιστεύετε στον παντοτινό έρωτα; Χριστούγεννα είναι. Ζήτω ο ρομαντισμός και ζήτω τα Χριστούγεννα!
Η απληστία έχει αποτελέσει κοινό μοτίβο και πηγή έμπνευσης για θρησκείες, μύθους και τέχνες. Από το Βασιλιά Μίδα και τις 10 εντολές μέχρι το Scarface του Brian de Palma και το Θάνατο ενός Ιερού Ελαφιού η θεία δίκη ήταν πάντα παρούσα και έτοιμη να ραμφίσει με το ξίφος της το λαίμαργο και ματαιόδοξο τέκνο.
Το σενάριο και η ατμόσφαιρα «χλιδάτης» παρακμής που χτίζει λιθαράκι λιθαράκι ο Brian de Palma αφηγούνται την ιστορία του Τόνι Μοντάνα, ενός μετανάστη απ’ την Κούβα ο οποίος με βασικά προσόντα την έφεση στους φόνους και μια μεγαλομανία μεγατόνων μετατρέπεται με χαρακτηριστική ευκολία σε έμπορο ναρκωτικών.
Ο Τόνι Μοντάνα, είναι ο Al Pacino στο Scarface, ή ίσως και ο Al Pacino να είναι ο Τόνι Μοντάνα. Όποια σειρά και αν προτιμάτε Αλ και Τόνι γίνονται ένα για τις ανάγκες της ταινίας. Ο Αλ είναι που μαγνητίζει τα βλέμματα, αλλά κάθε έμπορος ναρκωτικών που σέβεται τον εαυτό του διαθέτει και μια κούκλα σύζυγο. Κι εδώ η Michelle Pfeifer δίνει το δικό της ρεσιτάλ και μετατρέπεται σε σύμβολο μιας καλής ζωής σε αναπόδραστη ελεύθερη πτώση.
Ότι ανεβαίνει όμως πέφτει και ότι γυαλίζει δεν είναι χρυσός. Ο Τόνι δεν αποτελεί την εξαίρεση και η πτώση θα είναι ακόμα πιο φαντασμαγορική από την άνοδο.
«Να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις μην το παιδεύεις, να το πάρεις το κορίτσι είναι κρίμα να κοροϊδεύεις» λέει το γνωστό ελληνικό άσμα σε ευθύ διάλογο με την ταινία του Billy Wilder. Εδώ το κορίτσι δεν είναι όποιο κι όποιο, είναι η διαχρονική σεξοβόμβα Marilyn και τα αγόρια που την κοροϊδεύουν είναι δύο, ο Tony Curtis και ο Jack Lemmon.
Τα δύο αγόρια είναι μουσικοί, είναι άνεργοι και άφραγκοι. Και σαν κερασάκι στην τούρτα της κακοτυχίας βρίσκονται από μια καραμπόλα αυτόπτες μάρτυρες σε μια αιματοχυσία μεταξύ μαφιόζων. Η λύση που φαντάζει πιο σοφή είναι να ντυθούν γυναίκες και να συμμετάσχουν ως ισάξια μέλη σε μια μπάντα γυναικών.
Επειδή, όπως λένε, ο διάβολος έχει πολλά πόδια, κάπου στην πορεία και μέσα στη μπάντα εμφανίζεται η Marilyn και τα βέλη του έρωτα χτυπούν το ένα εκ των δύο αγοριών. Το κορίτσι το θέλει, αλλά για να το πάρει πρέπει να ξεπεράσει, όχι μόνο τις δυσκολίες που προκαλούν τα φορέματα με τις πούλιες και οι ψιλοτάκουνες γόβες, αλλά και μια ομάδα μαφιόζων.
Η Marilyn υπόσχεται να μαγνητίσει βλέμματα και ο Tony Curtis και ο Jack Lemmon χαρίζουν ,ίσως, τις ερμηνείες της ζωής τους και ασταμάτητο νευρικό γέλιο. Ενώ ο Billy Wilder υπογράφει μια υπέροχη σκηνοθεσία που γεμίζει νοσταλγία για μια- μάλλον οριστικά- απολεσθείσα αθωότητα.
Μάλλον στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του ο David Fincher παίρνει στα άξια σκηνοθετικά του χέρια την ιστορία δύο αστυνομικών στο κατόπι ενός serial killer, για να μιλήσει για μια κοινωνία σάπια εκ βαθέων.
Ο διαβόητος serial killer, δια χειρός και μιας ανατριχιαστικής ερμηνείας Kevin Spacey, είναι η ίδια η θεία δίκη που με την αυθαιρεσία της αυτοδικίας τιμωρεί την ανθρωπότητα για τα δεινά που προκαλεί στη φύση της.
Και οι ηθικοί αυτουργοί στο αριστούργημα του Fincher, Brad Pit και Morgan Freeman, στο ρόλο των δύο αστυνομικών μετατρέπονται σε όχημα που αργά αλλά με σταθερή ταχύτητα αποκαλύπτει πως αξίζει να μάχεσαι για ένα καλύτερο κόσμο. Αλλά η νίκη σου μονάχα πύρρειος μπορεί να είναι.
O Werner Herzog συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Klaus Kinski για ένα μοναδικό αριστούργημα και την αφετηρία μιας σχέσης που για χρόνια ολόκληρα ισορροπούσε ανάμεσα στο δίπολο αγάπης και μίσους.
Το «αχτύπητο» αυτό δίδυμο, εδώ, μας μιλάει για τον Aguirre, Ισπανό στρατιώτη που διατηρώντας ακλόνητη την εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και με οράματα χρυσού στα μάτια, ως άλλος Σκρουτζ Μακ Ντακ, αποφασίζει πως με ένα τσούρμο στρατιώτες υπό την καθοδήγηση του θα κατακτήσει το θρυλικό και πάμπλουτο Ελ Ντοράντο.
Ο Herzog, με πενιχρό budget και τεράστια αποθέματα ταλέντου ταξιδεύει σε ένα κόσμο που απέχει μισό αιώνα από το ένδοξο 2018 για να αποδείξει πως σε 500 χρόνια μπορεί να «άλλαξε ο Μανωλιός και να έβαλε τα ρούχα του αλλιώς», αλλά η ανθρώπινη λαιμαργία ζει και βασιλεύει.
Οι δύο «μεγαλύτεροι» Bergman της κινηματογραφικής ιστορίας (Ingrid και Ingmar) ενώνουν τις απεριόριστες ερμηνευτικές και σκηνοθετικές τους δυνάμεις ,αντίστοιχα, και χαρίζουν στην 7η τέχνη ένα από τα καλύτερα δράματα που έχουν δει ποτέ το σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας.
Ο σύντροφος της μάνας, διάσημης πιανίστριας στο απαστράπτον πλην εύθραυστο πρόσωπο της Ingrid Bergman, πεθαίνει. Και η μάνα, μετά από μια 7ετία απουσίας, αποδέχεται την πρόσκληση της κόρης, μιας αφελούς και «καλοσυνάτης» πλην οργισμένης Liv Ullmann, να περάσει λίγες μέρες στο φτωχό πλην τίμιο σπιτικό της. Με ταχύτατους ρυθμούς και χωρίς περιστροφές και τρυφερότητες θα βγούνε τα μαχαίρια ανάμεσα σε δύο γυναίκες που ισορροπούσαν πάντοτε στις δύο άκρες ενός λεπτού σχοινιού. Η κολόνια αγάπης-μίσους που κρατάει χρόνια ανάμεσα σε μάνα και κόρη μετατρέπεται στο πλέον γόνιμο έδαφος για μια κατάθεση ψυχής και κινηματογραφικής αρτιότητας επάνω στο στοργικό τέρας που λέγεται οικογένεια.
Οι δύο γυναίκες και φυσικά και η σχέση τους θα «γκρεμοτσακιστούν» από το σχοινί που τους κράταγε εδώ και χρόνια και ο Ingmar Bergman θα βρει έναν υπέροχο τρόπο να μιλήσει για την ακόρεστη δίψα για αγάπη και αποδοχή ως απαραίτητο συστατικό και πρόσκομμα των ανθρώπινων σχέσεων.