Το 1958, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, που έχει ήδη στην πλάτη του 36 χρόνια σκηνοθετικής δουλειάς και πάνω από 20 ταινίες στο Χόλιγουντ, στα 18 χρόνια που βρίσκεται στην Αμερική, παρουσιάζει μία ίσως από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, το «Vertigo» («Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» ο πετυχημένος τίτλος στην Ελλάδα). Ο «μετρ του σασπένς» πλησιάζει τα 60 και είναι ήδη καταξιωμένος, είναι σημείο αναφοράς για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, είναι αυτός με τον οποίο θέλουν να δουλέψουν όλοι οι σταρ, παρότι δύστροπος και γνωστός για την απαξιωτική συμπεριφορά του προς αυτούς.
Σήμερα, 38 χρόνια μετά τον θάνατό του ο Χίτσκοκ παραμένει ένας από τους πέντε δέκα σκηνοθέτες που ορίζουν την κινηματογραφική τέχνη, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο τόσο στην ιστορία του κινηματογράφου όσο και για τους επαγγελματίες του σινεμά. Ταυτόχρονα «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ενώ πολλοί ειδικοί ιστορικοί του κινηματογράφου υποστηρίζουν ότι ίσως είναι η καλύτερη ταινία μαζί με τον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς.
Το λεπτοδουλεμένο σενάριο το έγραψαν οι ικανότατοι Άλεκ Κόουπελ και Σάμιουελ Τέιλορ, βασισμένοι στο βιβλίο «Μέσα από τους νεκρούς» που έγραψε Νάρσεζακ, για να το γυρίσει ο Χίτσκοκ! Η υπόθεση έχει ως πρωταγωνιστή έναν αστυνομικό (Τζέιμς Στιούαρτ), που φεύγει από το Σώμα λόγω της ακροφοβίας του κάτι που στοίχισε και τη ζωή ενός συναδέλφου του. Ως συνταξιούχος πια, ένας παλιός του φίλος και εφοπλιστής, τον προσλαμβάνει για να παρακολουθεί τη νευρωτική, με τάσεις αυτοκτονίας γοητευτικότατη γυναίκα του (Κιμ Νόβακ). Ο πρώην αστυνομικός την ερωτεύεται κυρίως για τον εύθραυστο μελαγχολικό και μυστηριώδη χαρακτήρα της και παρόλα αυτά δεν καταφέρνει να τη σώσει από την αυτοκτονία. Καιρό μετά και αφού έχει ξεπεράσει μια κρίση κατάθλιψης ο ήρωας, που προσπαθεί να ξεφύγει από τις εμμονές του, θα συναντήσει μια κοπέλα που μοιάζει αφάνταστα στη νεκρή γυναίκα. Θα την πλησιάσει και θα προσπαθήσει να την αναπλάσει με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε…
Στην ερώτηση του Φρανσουά Τριφό τι άρεσε περισσότερο στο μυθιστόρημα του Νάρσεζακ, που έγραψε για τον Χίτσκοκ, καθώς ο τελευταίος έχασε τα δικαιώματα του βιβλίου «Οι διαβολογυναίκες», που ήθελε να γυρίσει, ο σκηνοθέτης απάντησε ότι «με ενδιέφεραν οι προσπάθειες του ήρωα να ξαναπλάσει μια γυναίκα από την εικόνα μιας νεκρής». Επίσης, όπως λέει στον Τριφό, κατά τη μακρά συνομιλία που είχαν το 1962, απ’ όπου προήλθε το γνωστό βιβλίο «Χίτσκοκ», ο ήρωάς του στην προσπάθειά του να μεταμορφώσει την κοπέλα που μοιάζει στον έρωτά του είναι «η θέληση αυτού του ανθρώπου να αναπλάσει μια σεξουαλική εικόνα. Για να το πω απλά, αυτός ο άνθρωπος θέλει να κάνει έρωτα με μια νεκρή, είναι περίπτωση καθαρής νεκροφιλίας», αναφέρει χαρακτηριστικά. Ωστόσο, ο Χίτσκοκ στέκεται και στο -πράγματι- μοναδικό κενό του σεναρίου, δηλαδή ότι το πρόβλημα της ακροφοβίας του ήρωά του θα εξυπηρετήσει στην κρίσιμη στιγμή που προσδοκά ο σατανικός «φίλος» του. Ο ίδιος λέει: «Δεν μου αρέσει το κενό που υπάρχει στην ιστορία. Πώς ο άντρας που έριξε τη Μάντλεν (Νόβακ) από το καμπαναριό, ήξερε πως ο Στιούαρτ δεν μπορούσε να ανέβει τις σκάλες; Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος.» Εδώ θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει και άλλα κενά σε αυτή την καθοριστική για την ταινία σκηνή, αλλά, είναι φανερό ότι το ενδιαφέρον του Χίτσκοκ ήταν επικεντρωμένο στον ψυχολογικό τομέα και στην ανάπλαση της εικόνας της νεκρής.
Η ταινία όταν πρωτοπροβλήθηκε χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς της εποχής στις ΗΠΑ ως μία αποτυχημένη προσπάθεια του διάσημου σκηνοθέτη και εισπρακτικά πήγε μέτρια. Η ταινία όταν πέρασε τον Ατλαντικό και ειδικά στη Γαλλία, άρχισε να λαμβάνει την αξία που της άρμοζε και να γίνει -μέσα και από τις πολλές επαναπροβολές της- μία απ’ αυτές που θα γράψουν ιστορία στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο ίδιος ο Χίτσκοκ, μιλώντας στον Τριφό τη χαρακτηρίζει «μάλλον αποτυχία». Και όπως λέει αυτοσαρκαζόμενος, «για να σεβαστούμε λοιπόν το έθιμο, ας πούμε πως η ευθύνη (για την αποτυχία) είναι του γραφείου διανομής».
Ο Τζέιμς Στιούαρτ ήταν από τους ελάχιστους ηθοποιούς που σεβόταν και εκτιμούσε ο Χίτσκοκ. Εδώ τον ξαναχρησιμοποιεί σε ένα ρόλο, που κάποιοι είπαν, εκείνη την εποχή, ότι δεν ήταν ο ενδεδειγμένος λόγω της ηλικίας του και της μεγάλης διαφοράς που είχε με την Κιμ Νόβακ (είχαν 24 χρόνια διαφορά). Ο χρόνος δικαίωσε τον σκηνοθέτη. Αλλά στις ταινίες του Χίτσκοκ το ενδιαφέρον, όσον αφορά τους ηθοποιούς, τραβούσε πάντα η πρωταγωνίστρια. Ο ίδιος έχει πει ότι για την ταινία είχε σκεφτεί ειδικά την Βέρα Μάιλς. Είχε μάλιστα κάνει και τα απαραίτητα δοκιμαστικά. Αλλά έμεινε έγκυος κι έχασε την ευκαιρία. Έτσι προέκυψε η Κιμ Νόβακ, για την οποία ο Χίτσκοκ πολλές φορές είχε δηλώσει ότι δεν έμεινε ικανοποιημένος. Μάλιστα, στην παρατήρηση του Τριφό ότι δεν θα μπορούσε να σκεφτεί άλλη πρωταγωνίστρια και πως ήταν ιδανική γιατί «αναδίδει έναν ζωώδη αισθησιασμό, εξαιτίας των κόκκινων μαλλιών της, του μακιγιάζ και ίσως του ότι δεν φοράει σουτιέν», ο «μετρ» του απάντησε ότι «πράγματι, δεν φοράει σουτιέν, πράγμα για το οποίο άλλωστε περηφανεύεται».
Η ταινία διαδραματίζεται στο Σαν Φρανσίσκο και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι τόσο έξοχα γυρισμένες οι εξωτερικές σκηνές που εκτός από Στιούαρτ και Νόβακ πρωταγωνιστεί και η μεγαλούπολη. Μάλιστα, ορισμένες φορές ανεβοκατεβαίνοντας σιγά σιγά τους λόφους του Φρίσκο, ακολουθώντας η κάμερα το αυτοκίνητο του Στιούαρτ, μοιάζει με ένα μεθυστικό σκοπό από βαλσάκι, που υπνωτίζει μελωδικά το θεατή. Εδώ, να επισημανθεί ότι η αριστουργηματική φωτογραφία είναι του στενού συνεργάτη του Χίτσκοκ Ρόμπερτ Μπερκς («Σιωπηλός Μάρτυς», «Τα πουλιά», «Το κυνήγι του κλέφτη» κα) ενός πρωτοπόρου του κινηματογράφου, ενώ το μοντάζ, στο οποίο τον τελευταίο λόγο είχε ο Χίτσκοκ, του Τζορτζ Τομασίνι. Η ατμοσφαιρική, που συνεπαίρνει το θεατή, μουσική είναι ενός ακόμη στενού συνεργάτη του Χίτσκοκ, του φημισμένου Μπέρναρντ Χέρμαν, που έχει γράψει τη δική του ιστορία στην κινηματογραφική μουσική. Σημειωτέον ότι έχει γράψει και τη μουσική στον «Πολίτη Κέιν».
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1899, στην Αγγλία, από καθολική οικογένεια. Ζει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του, ένας πλούσιος έμπορος πουλερικών, είναι φανατικός θεατρόφιλος και το παιδί «μολύνεται» με το μικρόβιο του πατέρα του, προς ικανοποίηση της οικογένειάς του. Καλός μαθητής σε σχολείο Ιησουιτών ανακαλύπτει την επιστήμη της Γεωγραφίας, μιας επιστήμης στο μέτρο των ονείρων του. Μοναδικό μελανό σημείο η ιστορία που τον κάνει να φοβάται για πάντα τους αστυνομικούς, όπως παραδέχθηκε πολλές φορές ο ίδιος. Ήταν περίπου πέντε ετών, όταν ο πατέρας του τον έστειλε στο αστυνομικό τμήμα με ένα σημείωμα. Το διάβασαν στο αστυνομικό τμήμα και τον έκλεισαν για αρκετές ώρες σε ένα κελί. Ο πατέρας του ήθελε να του δείξει τι παθαίνουν οι άνθρωποι που κάνουν κάτι κακό…
Το 1914 κι ενώ ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χίτσκοκ συνεχίζει ανέμελα τις σπουδές του και μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου πολύ γρήγορα θα διαπιστώσουν το ταλέντο του στο σχέδιο. Άλλωστε, ο Χίτσκοκ όλες του τις ταινίες, πριν τις γυρίσει, τις σχεδίαζε στο χαρτί. Από σκηνές και πλάνα μέχρι τα ρούχα των ηθοποιών. Σύντομα θα μπει στον κόσμο του κινηματογράφου, καθώς η επιδεξιότητά του και η ακρίβειά του τον βοηθούν να χρησιμοποιήσει τη γραφική του ικανότητα στους μεσότιτλους των τότε βουβών ταινιών. Το 1920, μια μεγάλη αμερικανική κινηματογραφική εταιρεία εγκαθιδρύει τα στούντιο στην Αγγλία. Ο Χίτσκοκ προσλαμβάνεται ως σχεδιαστής-συντάκτης μεσότιτλων, ενώ παράλληλα πάει στο θέατρο και μελετά τους ηθοποιούς. Σε δυο χρόνια γυρίζει την πρώτη του ταινία.
Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις σκηνοθετών που από το πρώτο πλάνο ένας μυημένος στον κινηματογράφο καταλαβαίνει ότι η ταινία είναι του Χίτσκοκ. Όπως έλεγε και ο ίδιος «είμαι ένας τυποποιημένος σκηνοθέτης, αν γυρνούσα τη Σταχτοπούτα, το κοινό θα άρχιζε αμέσως να ψάχνει το πτώμα μέσα στην άμαξα-κολοκύθα»! Έκανε σε όλες του τις ταινίες πάντα ένα πέρασμα, ενώ είχε εμμονή με τις ξανθιές πρωταγωνίστριες. Πάντως, παντρεύτηκε τη στενότερη συνεργάτιδά του (σεναριογράφος και μοντέρ), τη Άλμα Ρεβίλ, την οποία εκτιμούσε και σεβόταν απεριόριστα. Δεν κέρδισε ποτέ το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και όταν του έδωσαν, στα γεράματά του, το 1968, το Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο, αρκέστηκε να πει ένα ξερό «ευχαριστώ πολύ». Έκανε 53 ταινίες και μια κόρη…
Ο Χίτσκοκ, είχε εμμονές και έφτιαξε μέσα απ’ αυτές ένα δικό του κινηματογραφικό κόσμο. Μία απ’ αυτές τις εμμονές ήταν οι ξανθιές πρωταγωνίστριες που κατά κανόνα ήταν αυτές που έμπλεκαν σε περιπέτειες τους αθώους ήρωες των ταινιών του. Άσχημη ιστορία για τη φήμη του σίγουρα η περίπτωση της Τίπι Χέντρεν, που έπαιξε στα περίφημα «Πουλιά» και που την ταλαιπώρησε αφάνταστα μέχρι να καταρρεύσει στα γυρίσματα. Ακούστηκαν πολλά και γράφτηκαν ακόμη περισσότερα για αυτή την ιστορία, αλλά πιθανότατα και αυτή η υπόθεση εντάσσεται στην περιφρόνηση που ένιωθε για τους ηθοποιούς, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων, όπως ο Τζίμι Στιούαρτ.
Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 53 ταινίες του, αρκετές απ’ τις οποίες ανήκουν στην αγγλική του περίοδο ή ακόμη και την εποχή του βωβού κινηματογράφου, πάνω από δέκα ταινίες του συμπληρώνουν καταλόγους με τις 50 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ένα ρεκόρ απλησίαστο για οποιοδήποτε σκηνοθέτη. Υπάρχουν φιλμ, που ίσως είναι καλύτερα ή σχεδόν ισάξια με το Vertigo, όπως το ανεπανάληπτο «Ψυχώ», το «Σιωπηλός Μάρτυς», το «Χέρι που σκοτώνει», το πρωτοποριακό «Η θηλιά» ή το τρισχαριτωμένο «Το κυνήγι του κλέφτη», αλλά σίγουρα σχεδόν το σύνολο του έργου του, κάθε ταινία του, διαθέτει κάτι ξεχωριστό, σκηνές και πλάνα για σεμινάρια, εικόνες απίστευτης ομορφιάς, δηλητηριώδη παιχνίδια με την αγωνία του θεατή και το κυριότερο, συγκινήσεις που μένουν αναλλοίωτες στον χρόνο.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ