Τον ερχόμενο Νοέμβρη θα συμπληρωθούν 35 χρόνια από το θάνατο μιας απ’ τις πιο εμβληματικές των φιγούρων της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας: το οργισμένο είδωλο, ο ασίγαστος επαναστάτης, η μετενσάρκωση του James Dean κι ο προπομπός του Marlon Brando, ο Steve McQueen θα γιόρταζε τα 85 του χρόνια φέτος, αν δεν είχε χάσει την μάχη με τον καρκίνο το Νοέμβρη του 1980, αφήνοντας πίσω του μια καριέρα που ξεπερνά σε πλούτο μονάχα η άστατη ζωή του. Ατίθασος έφηβος που ανδρώθηκε σε οικοτροφείο πριν συνεχίσει τις συγκρούσεις του με την πειθαρχία στους Πεζοναύτες, ο McQueen πέρασε στον κινηματογράφο όχι απλώς κουβαλώντας μαζί του, αλλά ταυτίζοντας τον εαυτό του με τα μεγάλα πάθη του: τις έντονες συγκινήσεις που του προσέφεραν οι όμορφες γυναίκες, οι γρήγορες μηχανές και τα αγριεμένα αμάξια.
Το λες λοιπόν και ταιριαστά αυτοσαρκαστικό, στην τελευταία του κινηματογραφική δουλειά, o αστέρας ταινιών όπως τα Bullit και The Getaway / Ήταν Δυο Φυγάδες να υποδύεται έναν κουρασμένο μεσήλικα που δεν μπορεί καν να παρκάρει την καμπριολέ αντίκα του χωρίς να κουτουλήσει τον από πίσω, δυσκολεύεται να κουλαντρίσει ακόμα και τους καλεσμένους στο σπίτι του, και τρέμει την ιδέα της νέας του ταυτότητας ως πατέρας περισσότερο κι απ’ την παλιά του ζωή: Αυτήν του κεφαλοκυνηγού που ταξιδεύει ανά τις ΗΠΑ, προσπαθώντας να βρει και να περιμαζέψει επικηρυγμένους, φυγόδικους, και καταδικασμένους, που αμελούσαν να εμφανιστούν στα ραντεβού τους με τους υπεύθυνους των αναστολών τους.
Μια ράτσα υπό εξαφάνιση κι ο ίδιος, ο χαρακτήρας του McQueen υποτίθεται βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Ralph “Papa” Thorson, όμως το The Hunter / Ο Διώκτης παίζει στην πραγματικότητα σαν συρραφή σκηνών στημένων σαν κλισέ συστατικά μιας σπονδυλωτής περιπέτειας με διαλείμματα σάχλας περισσότερο, παρά σαν ολοκληρωμένο δραματουργικό πακέτο. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του McQueen δεν είναι τόσο χαρακτήρας, όσο ο ίδιος ο McQueen να επιδεικνύει τη συλλογή από μανιερισμούς που είχε μαζέψει ανά τα χρόνια, την ώρα που ανταλλάσσει μούτες με τους συμπρωταγωνιστές του, για όσο χρειάζεται να ξεκουραστεί ο ρυθμός μέχρι να ξαναπάρει μπρος η έξαρση της δράσης.
Όχι αναπάντεχα, η ταινία έλαχε απογοητευτικής υποδοχής όταν βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες την 1η Αυγούστου του 1980, με την πλειοψηφία των κριτικών να την ισοπεδώνουν, και τους θεατές να επιδεικνύουν τη γενικευμένη τους αδιαφορία. Όχι ότι είχαν κι άδικο βέβαια: μόλις λίγα χρόνια πριν, ο McQueen ήταν ο βασιλιάς του κινηματογραφικού κόσμου! Το κακό παιδί του αμερικανικού κυκλώματος είχε ανελιχθεί στον κορυφή του κινηματογραφικού stardom με δουλειές όπως Η Μεγάλη Απόδραση / The Great Escape κι ο Πεταλούδας / Papillon, κι ύστερα εδραίωσε την παντοκυριαρχία του κερδίζοντας τον τίτλο του πιο ακριβοπληρωμένου ηθοποιού της εποχής του χάρη στην αμοιβή του για τον Πύργο της Κολάσεως / The Towering Inferno. Μισοψημένες δουλειές όπως Ο Διώκτης / The Hunter, ήταν τουλάχιστον υπονομευτικές του κληροδοτήματος που είχε αφήσει πίσω του, πριν την ολιγοετή αυτοσυνταξιοδότησή του απ’ το ‘74 ως το ‘78.
Οι άνθρωποι βέβαια έπαιρναν τα ινδάλματά τους πολύ πιο σοβαρά εκείνες τις εποχές, κι είναι ψέμα να μην πεις ότι υπάρχει μπόλικος χαβαλές να βρεις σ’ αυτή τη σειρά από κλιμακούμενα εξωφρενικής αναληθοφάνειας set pieces δράσεις που αποτελούν τον κύριο κορμό της ταινίας. Τα πειράματα των ισορροπιών σασπένς και κωμωδίας άλλωστε, στα οποία επιδίδεται ο σκηνοθέτης Buzz Kullik στην μάλλον καλύτερη στιγμή της καριέρας του, είναι ένας καραχαρακτηριστικός προπομπός των συνταγών που τελειοποιήθηκαν στην κατσαρόλα της σειράς των Leathal Weapon / Φονικό Όπλο μια δεκαετία μετά, ενώ η σειρά από κλεισίματα του ματιού που κάνει το σενάριο στις χαρακτηριστικές στιγμές απ’ την καριέρα του McQueen κορυφώνεται με μια σκηνή πεζής καταδίωξης πάνω στις ταράτσες του προαστιακού Chicago, που φαντάζει σαν παππούλης των παρκούρ του James Bond, σε μια εποχή που το παρκούρ δεν υπήρχε καν ως concept, ποσό μάλλον και ως λέξη.
Κι ύστερα, οι τρεισήμισι δεκαετίες που πέρασαν πάνω απ’ την ταινία, έχουν εμποτίσει τα καρέ της με μια κάποια μελαγχολική ποιότητα που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως θα μπορούσαν να έχουν τότε. Υπάρχει κάτι το απροσδιόριστα ηλεκτρισμένο στο βλέμμα του McQueen όταν μιλά για εποχές που χάνονται. Μια ανεπαίσθητη χαρμολύπη αβεβαιότητας για το αν θα είναι εκεί για τις επόμενες που έρχονται. Λίγους μήνες μετά το τέλος των γυρισμάτων το φθινόπωρο του ‘79, ο McQueen διαγνώσθηκε με καρκίνο στους πνεύμονες. Τον επόμενο χρόνο, ήταν νεκρός.