Ο γάτος, ο Τσέχωφ, κοιμόταν συχνά πάνω σ’ αυτή την πολυθρόνα. Ήταν κατάμαυρος. Είχε το ίδιο χρώμα με το συγκεκριμένο έπιπλο και πολλές φορές πήγαινα και καθόμουν πάνω του, νομίζοντας πως δεν υπάρχει κανείς εκεί. Ζωντανό και άψυχο, γάτα και πολυθρόνα,  σε αδιαχώριστη χρωματική ενότητα. Το περίγραμμα του επίπλου χανόταν μέσα στο περίγραμμα του γάτου. Και φυσικά ίσχυε και το αντίστροφο. Ο Τσέχωφ δεν χουρχούριζε όπως κάνουν τα περισσότερα όμοια του θηλαστικά. Μόνο χουχούλιαζε στα πλυμένα ρούχα μου. Έβαζα τα ρούχα  μου πάνω στα μαλακά χερούλια της πολυθρόνας. Όταν ξυπνούσε για λίγο ο Τσέχωφ, τότε αναδυόταν μέσα απ’ αυτό  το συνονθύλευμα πραγμάτων και γάτου  η μορφή του.  Για να είμαι ειλικρινής ήταν λίγο τρομακτικός στην όψη και μεγάλος στο μέγεθος. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να πιστέψω στην καλοσύνη του και την ροπή του στην μοναχική ζωή.  Ήμουν φιλοξενούμενος στο σπίτι του Τσέχωφ.

Όταν το βλέμμα μου συναντούσε το δικό του πολλές φορές πετύχαινα αυτό το φωσφορίζον διάφραγμα που μοιάζει να έχουν στα μάτια τους αυτά τα ζωντανά. Σαν ηλεκτροφόρα όραση που αντλούσε την οπτική της δυνατότητα από παράξενες ηλεκτροχημικές αντιδράσεις. Ή σαν τα μάτια διαβόλου – εδώ έπαιζε ρόλο και το χρώμα του Τσέχωφ- ικανά να παρακάμψουν όλες τις υφές της ύλης και να φτάσουν έως την ανίχνευση των ανείδωτων και των πιο λεπτών μοριακών πλεγμάτων. Θυμάμαι μια μέρα τα μάτια του είχαν αποκτήσει μια απίστευτου βάθους λάμψη. Τότε ήταν που πίστεψα πως αυτά τα ζώα έπρεπε να βλέπουν σε περισσότερες από τρεις και τέσσερεις διαστάσεις.

Άλλες φορές πήγαινε πάνω σ’ εφημερίδες που είχαν απλωθεί απ’ τον ιδιοκτήτη του και έρωτα της ζωής μου. Τον Γιώργο. Οι εφημερίδες ήταν η δεύτερη πιο αγαπημένη του επιφάνεια για να ξαπλώνει. Θυμάμαι είχαν περάσει χρόνια που είχα να πιάσω στα χέρια μου εφημερίδα. Ενημερωνόμουν πλέον από το διαδίκτυο. Να που με αφορμή τον Τσέχωφ στεκόμουν ξανά πάνω από κείμενα και τίτλους τυπωμένους με μελάνη σε χαρτί. Και το φαγητό του ο Τσέχωφ το απολάμβανε πάνω σε εφημερίδες. Οι εφημερίδες ήταν πολύ πιο πουλημένες από τις ηλεκτρονικές   καταχωρήσεις στα σάιτ ενημέρωσης του διαδικτύου. Στο διαδίκτυο μπορούσες να βρεις τα πάντα και με σοφά κριτήρια να επιλέξεις τις πηγές για να μαθαίνεις τις ειδήσεις του κόσμου. Ευχολόγια. Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβαινε. Ο κόσμος σε ότι αφορά τη στάση του απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα πάντα θα σκέφτεται και θα δρα αγελαία. Ακόμη και οι μειονότητες αποτελούνται από κουρδισμένα και χειραγωγημένα μυαλά. Μια γάτα πάνω σε μια εφημερίδα είναι η πιο ευχάριστη συμβολική διαπόμπευση της φλυαρίας του κόσμου.

Τη νύχτα που κοιμόμουν , όταν ήθελα να πάω τουαλέτα ακολουθούσα παράξενες τροχιές. Υπνοβατούσα προς την τουαλέτα χωρίς να είναι και εντελώς εύκολα να την εντοπίσω. Σ’ αυτά μου τα ξεπορτίσματα από τα σύμπαντα του Μορφέα οι πιο απρόσμενες συναντήσεις ήταν αυτές με τον Τσέχωφ. Τον έβρισκα πάντα ξύπνιο λες και ήταν κάποιο νυκτόβιο πλάσμα. Νομίζω πως απορούσε, πως μου ζητούσε λογαριασμό για το ξύπνημα μου τις ώρες που το σπίτι ήταν αποκλειστικά δικό του. Το έκανε όμως με τόσο γλυκά κοιτάγματα προς το μέρος του , με ελαφρά ανασηκωμένο το λαιμό του, που πραγματικά δεν ένιωθα την ανάγκη να απολογηθώ. Απλά τον χαιρετούσα. Μερικές φορές είχε συμβεί να ανέβει πάνω στα πόδια  μου, πάνω απ’ τα σκεπάσματα μου για να κοιμηθεί μαζί μου. Το σώμα του κουλουριαζόταν τόσο πολύ όσο να μοιάζει με μάλλινο κουβάρι. Και όταν τανυζόταν, ο Τσέχωφ καμπύλωνε ολόκληρος λες και τον διαπερνούσε μια φρίκη ανείπωτη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έχω παρατηρήσει κάποιες φορές τον Τσέχωφ να ξυπνάει από τους πολύωρους ύπνους του. Πάντοτε μου έκανε εντύπωση ο τρόπος του ξυπνήματος του. Δεν ήταν ένα νυσταγμένο άνοιγμα των οφθαλμών του αλλά ένα έντρομο. Έντρομο και μετά το ξύπνημα.  Για αρκετή ώρα  ο Τσέχωφ κοιτούσε μέσα στο σπίτι του σαν για να επαληθεύσει πως βρίσκεται σε σωστό και πως δεν χάθηκε  στην προέκταση κάποιου ονείρου του. Δεν ξέρω αν ο Τσέχωφ, μπέρδευε τα όνειρα με την πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν μπέρδευε άλλους κόσμους με τον δικό μας.  Νομίζω πως θυμόταν τη ζωή του τότε που ήταν μόνος του μέσα στην παγωνιά, πριν να τον πάρει ο αφεντικός του και αγαπημένος μου. Και διερευνούσε τον χώρο υπό την επήρεια του σοκ όσων δεινών περνούσε τα χρόνια που ήταν αδέσποτος. Έψαχνε να βρει περισκοπικά ότι η τάξη γύρω του ήταν αυτή της γνώριμης πια θαλπωρής των τελευταίων έξι χρόνων της ζωής του.

Έτρωγε όλα αυτά τα παράξενα τρόφιμα που έφτιαχναν σε συσκευασίες οι μεγάλες εταιρείας παραγωγής ζωοτροφών. Μια μέρα θυμάμαι είχα δει πάνω στο τραπέζι ένα πανέμορφο κουτί , γεμάτο χρώματα σε άψογους συνδυασμούς, σχεδιασμένο με ανθρώπους και ζώα. Ήμουν έτοιμος να το ανοίξω και να φάω το περιεχόμενο όταν την ώρα που έψαχνα να βρω το άνοιγμα του, είδα μια γάτα στην κεντρική θέση όλων των διακοσμητικών στοιχείων αυτού του κουτιού. Άφησα κάτω το προϊόν και αλήθεια σας λέω αναλογίστηκα τί θα πάθαινα αν έτρωγα απ’ το φαγητό του Τσέχωφ μου.

Η άλλη παράξενη φάση ήταν με τις εξαφανίσεις του Τσέχωφ. Δεν νιαούριζε συχνά και όταν περπατούσε ήταν σαν να υπερίπτατο του εδάφους. Τόσο σιωπηλά ήταν τα βήματα του. Γενικά δεν άφηνε ίχνη οποιουδήποτε είδους για τις διαδρομές που ακολουθούσε μέσα στο σπίτι του αγαπημένου μου. Και τότε έπρεπε να τον βρω. Η άγνοια του σημείου που βρισκόταν κέντριζε το ενδιαφέρον μου για εντοπισμό του.  Τρύπωνε παντού αρκεί να είχε λίγη ζεστασιά. Δεν μπορώ να ξέρω πόσους χιονοσκεπείς Χειμώνες πέρασε και από τί κακουχίες τον έσωσε ο φίλος μου. Ο Τσέχωφ μπορούσε να κοιμάται σε οποιοδήποτε διάκενο σχημάτιζαν δύο επιφάνειες του σπιτιού. Σε οποιοδήποτε ρούχο δίπλα , κάτω από έπιπλα όπου υπήρχε πολύς χώρος για να τον χωρέσει. Κάτω από πολυθρόνες, πάνω από βιβλία και μέσα στα ράφια της βιβλιοθήκης, δίπλα στα άπλυτα ρούχα, αγκαλιά με τα θερμαντικά σώματα. Και φυσικά επάνω μου και πάνω σ’ εκείνη την μαύρη πολυθρόνα που ξεχώρισα στην αρχή του κειμένου.

Το νιαούρισμα του Τσέχωφ  έμοιαζε με παράξενη ακατάληπτη ανθρώπινη λαλιά. Δεν είχε μεγάλο ρεπερτόριο ήχων. Πιο πολύ ήταν σαν να επαναλάμβανε τρεις λέξεις. Και μετά πάλι και πάλι αυτές. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν αυτό που ήθελε να μας πει. Δεν ξέρω, με εκκίνηση την γλώσσα του Τσέχωφ ξεστράτιζα μέχρι τα άσματα των μεγάλων θηλαστικών της θάλασσας  και ακόμη πιο ανεξήγητα προς Το Κοράκι του Πόε. Με την παντοδύναμη φαντασία μου έφτανα στο σημείο να εξομοιώνω τις λέξεις του Τσέχωφ με το Ποτέ Πια απ’ το πιο διάσημο κοράκι στην ιστορία της λογοτεχνίας.  Αν διάβαζα ή έγραφα, το νιαούρισμα μετατρεπόταν σε διάτορη ηχητική όχληση. Τότε έπαιρνα με αυστηρά επιφωνήματα να καθησυχάσω τον τετράποδο οικοδεσπότη μου. Ήταν η μόνη μου απαίτηση για την φιλοξενία που μου πρόσφερε. Διαφορετικά ο Τσέχωφ μόνο τιμές είχε να ζήσει από ‘μένα.

Το βιβλίο του Φώτη Θαλασσινού «Θα μπεις σε έναν κόσμο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός.
Φώτης Θαλασσινός

Share
Published by
Φώτης Θαλασσινός