Υπάρχουν μερικές παρεξηγήσεις που συνοδεύουν στη χώρα μας τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, και που θα έπρεπε να έχουν λυθεί προ καιρού, κι όμως για ένα σημαντικό μέρος του κοινού δεν έχουν ξεκαθαριστεί εντελώς. Ίσως μια υπενθύμιση θα ήταν χρήσιμη.
Καταρχάς, αυτό που για πολλούς στην Ελλάδα θεωρείται ως κλασικό ανέβασμα αρχαίας τραγωδίας, δεν είναι κάποια γνώση που μας μεταφέρθηκε ως δια μαγείας από τους προγόνους μας. Είναι απλούστατα ο τρόπος που ο Δημήτρης Ροντήρης έκρινε ως ορθό για να μεταλαμπαδεύσει στην πατρίδα του και στο είδος όσα διδάχτηκε στη Γερμανία από το σημαντικότατο δάσκαλό του Μαξ Ράινχαρντ.
Από την εποχή της συγγραφής των έργων αυτών, τι έχει φτάσει ως εμάς; Το κείμενο, κυρίως. Κάποιες πληροφορίες για τη σκευή, για τον αριθμό των υποκριτών σε κάθε περίοδο, για τη δομή. Πέραν τούτων, όχι πολλά. Κι οι κυριότερες απορίες, όπως είναι φυσικό, έχουν να κάνουν με το χορό – όπου άλλωστε εντοπίζονται και οι περισσότερες σκηνοθετικές αστοχίες στα σύγχρονα ανεβάσματα . Ήταν ένα ενιαίο σώμα, ή υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ανάμεσα στα μέλη του; Η όρχηση πώς ήταν, η μουσική με τι έμοιαζε, οι κινήσεις τους ήταν ομοιόμορφες ή άλλη για τον καθένα; Ποτέ δεν θα μάθουμε. Το μόνο σίγουρο είναι πως όποιος σκηνοθέτης επιχειρεί να ανεβάσει κάποιο από τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, πρέπει να έχει βρει λειτουργικές λύσεις γι αυτά τα ζητήματα.
Ο Άρης Μπινιάρης μάς έγινε γνωστός και αγαπητός μέσω της μουσικής του προσέγγισης – και μάλιστα ροκ (ή και πανκ) – σε κείμενα όπου κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου αυτονόητο (Το Θείο Τραγί, Το 21). Η πρώτη του λοιπόν απόπειρα στην τραγωδία ήταν πολυαναμενόμενη, ακριβώς γιατί πρόκειται για ένα είδος που κατεξοχήν προσφέρεται για μια τέτοια αντιμετώπιση, μέσω της μουσικής και του ρυθμού. Και πράγματι, οι προσδοκίες μας ευοδώθηκαν. Ο σκηνοθέτης έφτασε μέχρι το Ιράν εξερευνώντας τις αρχαίες ρίζες της περσικής μουσικής χωρίς να υποπέσει ούτε στιγμή στο αμάρτημα του φολκλόρ, έσκυψε πάνω από τη μετρική του κειμένου, δούλεψε ομαδικά με το χορό και δικαιώθηκε. Τα κρουστά κι ο τζουράς πέρασαν από διάφορα χέρια, οι μονάδες έγιναν σύνολο, και ο χορός είχε στιγμές συγκλονιστικές, με κορυφαία την επίκληση στο νεκρό Δαρείο, που είναι μια από τις στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών που θα μείνουν στη μνήμη μας. θα ήταν βέβαια ευχής έργον αν η Λία Χαράκη που επιμελήθηκε την κινησιολογία, είχε λειτουργήσει με λίγο μεγαλύτερη οικονομία: η διαρκής κινητικότητα μάλλον αμηχανία πρόδιδε, ενώ ταυτόχρονα έμοιαζε να διασκορπίζει την ενέργεια προς όλες τις κατευθύνσεις. Πολύ θα ήθελα να δω πού θα οδηγούσε η χρήση της ακινησίας σε ορισμένες στιγμές.
Ο Μπινιάρης μοιάζει να μην επικέντρωσε τη δουλειά του στη διδασκαλία των ρόλων – όχι πως υπήρξε οποιοδήποτε πρόβλημα στις ερμηνείες, απλώς νομίζω πως το κέντρο βάρος του ήταν αλλού. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για την πρώτη του προσπάθεια στο αρχαίο δράμα, κι ήδη όσα κατόρθωσε δεν είναι καθόλου λίγα. Ωστόσο ευτύχησε να έχει την Καριοφιλλιά Καραμπέτη στην καλύτερη ίσως περίοδο της καριέρας της, σε μια χρυσή ωριμότητα που της έχει χαρίσει πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, αλλά και αληθινή τόλμη στη χρήση τους. Αφού γνώρισε τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο στιγμές όπου οι σκηνοθέτες έμοιαζαν να της ζητούν συχνά το ίδιο πράγμα, εγκλωβίζοντάς την σε μια επαναληπτικότητα που την αδικούσε, η Καραμπέτη έδωσε αυτή τη φορά μαθήματα τεχνικής, ακρίβειας και σθένους. Ο Αντώνης Μυριαγκός, έμπειρος από τις παραστάσεις του Θεόδωρου Τερζόπουλου, δεν είχε κανένα πρόβλημα να ερμηνεύσει λαμπρά τον τσακισμένο βασιλιά Ξέρξη. Επαρκέστατοι επίσης ο Νίκος Ψαρράς ως φάντασμα του Δαρείου και ο Χάρης Χαραλάμπους ως αγγελιαφόρος, ολοκλήρωσαν μια δουλειά συνόλου, ακριβώς όπως τη συνέλαβε ο σκηνοθέτης της.
Η πραγματική σημασία της δουλειάς του Άρη Μπινιάρη πάνω στους Πέρσες, πέρα από τη δημιουργία μιας επιτυχημένης παράστασης, έγκειται στις υποσχέσεις που δίνει για το μέλλον: άνοιξε έναν δρόμο που θα μας κάνει να περιμένουμε ανυπόμονα την επόμενη δουλειά του πάνω στο αρχαίο δράμα. Προσωπικά θα ήμουν ευτυχής αν αυτή ήταν πάνω σε κάποια τραγωδία με έντονο το διονυσιακό στοιχείο, όπως ο Προμηθέας ή οι Βάκχες. Η σκέψη του πάνω στο είδος είναι γόνιμη, και με το χρόνο θα αποδώσει ακόμα περισσότερους καρπούς.
Η πραγματική σημασία της δουλειάς του Άρη Μπινιάρη πάνω στους Πέρσες, πέρα από τη δημιουργία μιας επιτυχημένης παράστασης, έγκειται στις υποσχέσεις που δίνει για το μέλλον: άνοιξε έναν δρόμο που θα μας κάνει να περιμένουμε ανυπόμονα την επόμενη δουλειά του πάνω στο αρχαίο δράμα.
Επειδή καμιά φορά κι οι λεπτομέρειες έχουν σημασία: μοναδική παραφωνία υπήρξε η αφίσα. Η αισθητική της δεν ταίριαζε με αυτή της παράστασης, σε βαθμό που κινδύνευε να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά σε σχέση με το τι θα περίμενε να δει κανείς επί σκηνής…